Την περασμένη Κυριακή το απόγευμα είχαμε επίσκεψη. Μας επισκέφθηκε η κυρία Φανή, παλιά καθηγήτρια, συνάδελφος  της γυναίκας μου. Άρχισαν οι φίλες την συζήτηση. Συζήτηση γυναικεία, που βεβαίως είναι το κουτσομπολιό: ποια χώρισε, ποια πάντρεψε την κόρη της, ποια μαλώνει με τον άντρα της, ποιος πέθανε…

Έπιναν και καφέ. Επειδή εγώ τα βαριέμαι αυτά, τραβήχτηκα στην άκρη του σαλονιού και άνοιξα την τηλεόραση να ακούσω ειδήσεις. Χαμηλόφωνα. Να μην ενοχλώ την συζήτησή τους. Εκείνη την στιγμή έδειχνε εμβολιασμούς: γιατροί με ενέσεις τρυπούσαν τα μπράτσα ηλικιωμένων. Σκηνή επαναλαμβανόμενη. Ανατριχιαστικό.

Ξαφνικά, εκεί που μιλούσαν οι φίλες, άκουσα την κυρία Φανή να λέει ξεψυχισμένα.

–  Αχ, κλείσε, σε παρακαλώ, την τηλεόραση…

Ύστερα χλόμιασε και έγειρε στο πλάι της πολυθρόνας. Λιγοθύμησε. Καταθορυβηθήκαμε.

–  Φέρε λίγο νερό!  μου φώναζε η γυναίκα μου, ενώ χτυπούσε ελαφρά με το χέρι της τα μάγουλα της Φανής, για να την συνεφέρει.

–  Να καλέσω το 166, να έρθει ασθενοφόρο…

Η γυναίκα μου αγρίεψε.

–  Μη στέκεσαι σαν χαζός! Πήγαινε να φέρεις ένα ποτήρι νερό!

Έφερα το νερό, αλλά εκείνη την στιγμή η κυρία Φανή συνήλθε. Άνοιξε τα μάτια της, κοίταξε προς την τηλεόραση, ψιθύρισε ξανά «Σας παρακαλώ, κλείστε την» και ξαναλιγοθύμησε. Η γυναίκα μου πανικοβλήθηκε. Την ταρακουνούσε να συνέλθει.

–  Παναγία μου! Τον μπελά μας θα βρούμε… μουρμούριζε.

Έφερα το νερό και η γυναίκα μου προσπαθούσε να την κάνει να πιει, αλλά – η κυρία Φανή αναίσθητη –  τα νερά έτρεχαν στον λαιμό της.

–  Θα την πνίξεις! της παρατήρησα.

–  Κάνε την δουλειά σου εσύ, μου φώναξε νευριασμένη. Πήγαινε να κλείσεις την τηλεόραση.

Έκλεισα την τηλεόραση και η κυρία Φανή συνήλθε αμέσως.

–  Τι έχεις; την ρωτήσαμε. Τι σου συμβαίνει;

–  Αχ, με συγχωρείτε. Δεν σας το έχω πει. Έχω φοβία στις ενέσεις. Δεν μπορώ να καταλάβω πώς μου συμβαίνει. Μόλις δω νοσοκόμα να τρυπά με την βελόνα κάποιον, μου έρχεται λιγοθυμιά. Τόσο ταράζομαι. Και τώρα στις ειδήσεις με τον κορονοϊό, όλο τέτοια δείχνουν στην τηλεόραση. Γι’ αυτό στο σπίτι μας απαγορεύεται να ανοίξουμε για ειδήσεις.

– Πες το μας, ευλογημένη, αναφώνησε ανακουφισμένη η γυναίκα μου. Μας κατατρόμαξες…

–  Εμβόλιο έχεις κάνει;  την ρώτησα εγώ. Ερώτηση ανόητη βέβαια την στιγμή εκείνη.

–  Τι είναι αυτά που την ρωτάς τώρα εσύ; Άσ’ την ήσυχη! παρατήρησε η γυναίκα μου.

-Όχι. Μου έστειλαν SMS για εμβολιασμό, αλλά φοβήθηκα να πάω. Δεν ξέρω αν τελικά  το αποφασίσω. Δεν το πιστεύω. Δεν με νοιάζει όσο κι αν πονάω αργότερα. Όμως το τρύπημα με την βελόνα, αυτό είναι που με τρομάζει.

Δεν μπορώ να πάρω απόφαση να πάω να τρυπηθώ. Εσείς δεν το καταλαβαίνετε αυτό. Εγώ όμως, και μόνο με την σκέψη ότι θα χώσουν μια βελόνα στις σάρκες μου, πανικοβάλλομαι. Φυσικά δεν είμαι η μόνη που το παθαίνω αυτό. Οι στατιστικές λένε ότι το 10% του πληθυσμού υποφέρουν από φοβία στις ενέσεις.

Μας έλεγε και άλλα που εμείς τα αγνοούσαμε. Και εγώ σκεφτόμουν: 10% απέχουν από τον εμβολιασμό επειδή έχουν την φοβία της βελόνας, άλλα 10% (ή περισσότεροι) επειδή είναι αρνητές στα εμβόλια, άλλα 10% από αμέλεια (δεν τους νοιάζει), άλλα 10% επειδή φοβούνται τις τυχόν παρενέργειες κτλ. Και πώς τελικά θα ανεβάσομε τον αριθμό των εμβολιασμένων στο 70%, για να επιτύχομε «ανοσία της αγέλης»;

Στο τέλος, όταν η κυρία Φανή έφυγε, βρήκα τον μπελά μου εγώ.

–  Εσύ τι πήγες και άνοιξες την τηλεόραση, την ώρα που είχαμε επίσκεψη; Θα σκάσεις, αν ένα βράδυ δεν ακούσεις ειδήσεις; φώναζε η γυναίκα μου.