«τυφὼς ἀείρας σκηπτόν, οὐράνιον ἄχος, πίμπλησι πεδίον πᾶσαν αἰκίζων φόβην ὕλης πεδιάδος1»

Μετάφραση: «ανεμοστρόβιλος ξεσήκωσε στη γη μεγάλο κουρνιαχτό, θεομηνία, στον κάμπο χίμηξε και μάδησε των δέντρων τις κορφές».

Είναι το σημείο της Αντιγόνης όπου ο φύλακας τρομαγμένος προσπαθεί να δικαιολογηθεί στον Κρέοντα γιατί δεν είδαν την Αντιγόνη να θάβει τον Πολυνείκη. Τα λεξικά δίνουν πολλές ερμηνείες των λέξεων αυτών της Αντιγόνης. Κάθε χρόνο, που μετέφραζα το κείμενο στα παιδιά, είχα την αίσθηση ότι μετέδιδα ολόκληρο το μήνυμά τους.

Θεωρούσα τη λέξη «ανεμοστρόβιλος» κοινή. Πολλές φορές μέσα στην αυγουστιάτικη γαλήνη τον είχα δει να ξεσηκώνεται και να στροβιλίζει φύλλα ξερά και ιδιαίτερα τους «αγουδούρους»2, που αυτή την εποχή είναι ανάλαφροι, να ανεβαίνει από τη γη στον ουρανό, να ξαφνιάζει τα ζώα που έβοσκαν ήσυχα και αμέριμνα.

Μνήμες πολλές και φόβους ανακαλούσε ο στίχος του Σοφοκλή. Απόλυτα καταλάβαινα «το ουράνιο άχος», θεϊκή κατάρα, αφού κι εμείς παιδιά στην εξοχή αισθανόμαστε δέος και είχαμε έντονη τη θεϊκή παρουσία. Τελείως τυχαία ρώτησα φέτος τα παιδιά αν έχουν δει ανεμοστρόβιλο, όντας βέβαιος ότι όλα είχαν δει. Και πάγωσα, όταν είδα να με κοιτάζουν με απορία και κάποια θλίψη.

Ένα κορίτσι σήκωσε το χέρι. Είχε δει ανεμοστρόβιλο στην τηλεόραση. Στη διαφήμιση με τον άσπρο σίφουνα, που κάνει τις λεκάνες του νιπτήρα να λάμπουν. Συχνά σκεφτόμουν πόσο διαφορετικός ήταν ο κόσμος της παιδικής μου ηλικίας.

Μακάριζα την τύχη που μου δόθηκε η δυνατότητα να μεγαλώσω στον κόσμο της κρητικής φύσης, να συγκεντρώσω το πρώτο χαρτζιλίκι από τους χοχλιούς που μάζευα, να δω τη νύχτα το φεγγάρι να ξεμυτίζει από την κορυφή των Λασιθιώτικων βουνών και την Πούλια να μου κλείνει το μάτι.

Τότε που ζούσαμε αγκαλιά με τα δέντρα και το χώμα, που μυρίζαμε και μεθούσαμε με αρώματα και χρώματα. Που μας μιλούσαν τα πράγματα και όχι η εικόνα τους. Που μαθαίναμε τον έρωτα βλέποντας τις πεταλούδες και τα περιστέρια να φιλιούνται.

Ξεχάστηκα στην έδρα και ζώντας σε ξένο χρόνο, βαθυστόχαστα και με ύφος σοφού: «Aνεμοστρόβιλος, παιδιά, είναι το ανεμοτσάπουρο», είπα, για να βρεθώ ξανά στην αίθουσα του Καπετανάκειου με το σχολικό εγχειρίδιο της «Αντιγόνης» και τον ήχο των παιδικών γέλιων, που συγκρατημένα κάποτε κι άλλοτε τρανταχτά, έβγαιναν από τα αθώα χείλια και μάτια των μαθητών.

Γέλασα κι εγώ, προσπάθησα να σβήσω τις μνήμες και ζήτησα τη βοήθεια του σεμνού μαντιναδολόγου. Εγύρισε κακός καιρός, μπόρα ξεσπά μεγάλη Χιόνια κι ανεμοτσάπουρο θολό κι ανεμοζάλη3. Τα παιδιά χάρηκαν τους στίχους και φορτώθηκαν άλλη μια εικόνα χειμωνιάτικη, ελπίζω πιο ζωντανή από τις εύκολα σκηνοθετημένες που εικονογραφούν στις κινηματογραφικές ταινίες.

Με το κουδούνι έφυγα από την τάξη, έμεινε όμως στο μυαλό μου η λέξη αδελφωμένη με μια άλλη. Τη λέξη «βεντέμα», που έδωσε ο μαθητής της πρώτης τάξης στην Επισκοπή, ο Στέλιος Μακάκης, όταν στο «Ζούκη», και στο κεφάλαιο «ο Γεωργός», ήταν η φράση «Ἐν ταῖς εὐφορίαις οἱ γεωργοί πολύν καρπόν φέρουσι». Κι εκείνος σήκωσε το χέρι του για να με διευκολύνει, καθώς περιέγραφα και ετυμολογούσα την «ευφορία».

Τυφώς, ανεμοτσάπουρο, βεντέμα. Κι η μνήμη να ματώνει με τη μεσαία λέξη. Χωρίς να το καταλάβω στην τάξη μαρτύρησα τον κώδικά μας. Την είχες σημαδέψει με το μολύβι στην εφημερίδα, την είχες γράψει στο τετράδιο, την είπες σε στιγμή ιερής μανίας, δεν ξέρω. Καταγράφηκε όμως στο λεξιλόγιό μας. Μπήκε συχνά σε τυχαίες φράσεις μέσα σε κόσμο που ανύποπτος άκουγε τους διαλόγους μας. Δεν ήταν λέξη. Ζωντανή, κρουστή σάρκα ήταν.

Χείλη που έτρεμαν, δάχτυλα που πάλευαν τ’ αναμμένο τσιγάρο. Ήταν υπόσχεση, όρκος. Ήταν κλειδί που απαλά χάιδευε την πόρτα ενός παραδείσου και μ’ έπαιρνε απ’ το χέρι σ’ όμορφο ταξίδι. Άναβε ένα γαληνεμένο φως βαθιά στις κόρες των ματιών. Έβγαλα κρυφά τη φωτογραφία. Το όμορφο κεφάλι ακουμπισμένο στα δάχτυλα. Γέμισε ο τόπος ευωδιές με το χαμόγελο και αναταράχτηκαν τα φυλλαράκια που στόλιζαν το κύπελλο του καφέ.

Περήφανη και αθώα σαν εκείνον τον μάγο που έλεγε στο παραμύθι «σουσάμι» κι άνοιγε ο βράχος ή «Άμπρα Κατάμπρα» και γελούσε ο ουρανός. Ήρθες με τη λέξη σου κοντά μου. Χρόνια πολλά ερμηνεύω στα παιδιά λέξεις. Τα λεξικά, καθημερινό εργαλείο, θα καταγράφουν σημασίες και ετυμολογίες πολλές.

Είναι όμως σαν τις ξόβεργες που πιάνουν τα πουλιά αλλά ποτέ το κελάηδισμά4 τους. Γιατί το κελάηδισμα των λέξεων ακούγεται αλλού.

Έξω από τα λεξικά.

 

  1. Αντιγόνη, Σοφοκλής στιχ. 418-420
  2. Φρυγανώδης θάμνος (Ηypericum crispum)
  3. Γ. Καράτζη, «Δια-Κρητικά», εκδ. Αεράκης
  4. Οδ. Ελύτης «Ανοιχτά Χαρτιά»