Ο Λέανδρος και η Ελεάνα, μοντέρνο ζευγάρι, είναι παντρεμένοι τέσσερα χρόνια. Οι πρώτες γλύκες του γάμου έχουν περάσει. Παιδιά ακόμη δεν έχουν αποκτήσει. Ο Λέανδρος κάθεται σε πολυθρόνα μπροστά στην τηλεόραση, με το τηλεκοντρόλ στο χέρι, και συνεχώς αλλάζει κανάλια, να βρει κάτι ενδιαφέρον. Η Ελεάνα κάθεται στον καναπέ και ψευτοδιαβάζει ένα γυναικείο περιοδικό.

-Ελεάνα, πέρσι, με τον κορονοϊό, δεν πήγαμε το καλοκαίρι πουθενά για διακοπές. Θέλεις φέτος, τώρα που θα πάρω άδεια από την δουλειά μου, να πάμε με πλοίο – για να πάρουμε και το αυτοκίνητό μας -στην Αθήνα, σε ένα καλό ξενοδοχείο, να περάσομε μερικές μέρες στην πρωτεύουσα;

– Όχι! Δεν μου αρέσει το καλοκαίρι η Αθήνα. Εξάλλου το πλοίο με ανακατεύει. Παθαίνω ναυτία.

– Πάμε λοιπόν στην Θεσσαλονίκη με αεροπλάνο.

– Η Θεσσαλονίκη είναι μακριά.Και το ταξίδι με αεροπλάνο το φοβάμαι.

– Μα και η αδερφή σου το φοβόταν. Όμως όταν μια φορά τόλμησε και ταξίδεψε, της άρεσε. Και τώρα όλο με αεροπλάνο θέλει να ταξιδεύει.

– Όχι! Εμένα δεν πρόκειται να μου αρέσει το ταξίδι με αεροπλάνο, απάντησε η Ελεάνα χωρίς να αφήσει το περιοδικό από το χέρι της.

– Ε, τότε πάμε στο χωριό της μαμάς μου στα Ανώγεια. Το σπίτι είναι ευρύχωρο…

– Όχι! Βαριέμαι την παρέα με την μαμά σου.

– Παλιά σου άρεσε η παρέα της.

– Τώρα δεν μου αρέσει. Όλο παράπονα για την υγεία της κάνει…

– Τότε πάμε σε ξενώνα σε ορεινό χωριό της Κρήτης. Υπάρχουν κάποια μικρά αλλά θαυμάσια συγκροτήματα. Να κάνομε ορειβασία. Θα σου αρέσει…

– Θα μου αρέσει; Και τι είμαι εγώ; Κατσίκα; Να τρέχω στα κατσάβραχα; Όχι, να μου λείπουν οι ορειβασίες.

– Ε, τότε να μην πάμε πουθενά. Να περάσουμε τις μέρες της άδειάς μου με ξεκούραση εδώ στο σπίτι μας στο Ηράκλειο.

– Μπα! Και μέρα νύχτα εγώ να βάζω πλυντήριο, να σιδερώνω τα ρούχα σου, να σκουπίζω, να ξεσκονίζω, να μαγειρεύω, να πλύνω πιάτα, να στρώνω και να ξεστρώνω κρεβάτια και καναπέδες, για να χουζουρεύεις εσύ και να τραγουδάς ανέμελος και ευτυχισμένος…Και εγώ, σαν δούλα σου, να παιδεύομαι. Και να μην αναπαύομαι. Ησυχία να μη βρίσκω…

Στην αρχή, που ο Λέανδρος την άκουγε να μιλά έτσι οργισμένα, του ήρθε να σηκωθεί και να την σκαμπιλίσει. Ύστερα όμως μετάνιωσε. Σηκώθηκε, την αγκάλιασε και την φίλησε. Τους έλειπε ένα παιδάκι. Το καταλάβαινε.