Στη συνέχεια των όσων καταγράψαμε σε δυο προηγούμενα κείμενα για τη μοδιστρική και τον τρόπο ζωής σε χρόνια παλιά συμπληρώνομε σήμερα με σχετικές πληροφορίες:
Ανάμεσα στις μαθήτριες της μοδίστρας μάνας μου στα μακρινά παλιά χρόνια, ήταν και μια φίλη και εξαδέλφη μου η Ελένη Βλαχάκη. Κόρη της αγαπημένης θείας Ευτυχίας με τα εννιά παιδιά που είπαμε στην αρχή. Ήταν ένα αφράτο ξανθό κοριτσάκι με μακριές πλεξούδες. Την έστελνε η μάνα της στη δική μου να μάθει τη μοδιστρική.
Μια μέρα μια πελάτισσα από τις Κάτω Αρχάνες ήρθε στο σπίτι μας να κάνει πρόβα στο φόρεμά της. Είδε την Ελένη και τη χάιδεψε στοργικά: «Ω χαρώ σε για κοπελοπούλα ήντα καλή ‘σαι. Έχει παιδί μου η μάνα σου κι άλλα κοπέλια;»
Εγώ τότε νομίζοντας πως θα εξυπηρετούσα την πληροφόρηση, πετάχτηκα και της είπα: «Έχει θειά και πολλά. Εννιά είναι όλα. Κι άρχισα να αραδιάζω ονόματα: Είναι: ο Μιχάλης, η Κατίνα, ο Σόλων, ο Γιώργης, η Ελένη, ο Κώστας, ο Αντρέας, ο Γληγόρης κι ο Μηνάς. Έδειξα και την Ελένη όταν έλεγα το όνομά της μια και ήταν παρούσα.
Που τα κατέχεις εσύ; Με ρώτησε.
Εγώ θεία τα κατέχω γιατί είναι εξαδέλφια μου. Τα λένε αλλιώς και Τζαμπαζάκια και το μπαμπά ντως Τζαμπάζη…
Η Ελένη ένιωσε άβολα και μειωτικά και μούτρωσε…
Εγώ δικαιολογούμενη της κάνω:
– Κακό είπα; Εννιά δεν είσαστε; Και ξαναραδιάζω με τη σειρά τα ονόματα μετρώντας τα δάχτυλα και των δύο χεριών για επιβεβαίωση. Η Ελένη για να δικαιολογηθεί κάνει στην ξένη:
– Θεία τα τέσσερα πρώτα μας παιδιά είναι πιο μεγάλα από μένα. Και τα άλλα τέσσερα είναι πλια μικιά: το Κωστάκι μας, το Αντρεάκι μας, το Γληγοράκι μας και το Μηναδάκι μας.
Χαμογέλασε η γυναίκα και χάιδεψε πάλι το ξανθό της κεφαλάκι…
Η καημενούλα η Ελένη. Μεγάλωσε και ξενιτεύτηκε στην Αμερική. Η μετανάστευση σε χρόνους δύσκολους συνεχιζόταν και λέει το τραγουδάκι της εποχής:
«Μη με στέλνεις μάνα
στην Αμερική.
Γιατί θα μαραζώσω
να πεθάνω εκεί…»
Η μητέρα μου, λοιπόν, η μοδίστρα, είχε μεγάλη φιλία με την εξαδέλφη της την Ευτυχία. Όμως παρά το πλήθος των υποχρεώσεών τους και οι δυο κάνανε συχνά σύντομες επισκέψεις για παρέα πότε στην πέρα γειτονιά το «Μανίλι» πότε στης μοδίστρας στην Κάτω γειτονιά στο «Κουτσουνάρι».
Η μάνα μου μ’ έπαιρνε για… συνοδό στη θεία Ευτυχία. Μ’ άρεσε να πηγαίνω και της το ζητούσα φορτικά. Στις σύντομες αυτές επισκέψεις, αν ήταν καλοκαίρι καθόμασταν στην πανέμορφη αυλή με τα λουλούδια και τις πρασινάδες, πάντα νοικοκυρεμένη με ασπρισμένα τα κατώφλια, τα πεζούλια και τις γλάστρες.
Στο βάθος της αυλής ήταν το «παράσπιτο» ή «παρακούζινο» όπως το λέγανε. Εκεί μαγείρευαν με ξύλα στην παραστιά. Ήταν όμως και ο χώρος του πλυσταριού με τη μεγάλη πέτρινη γούρνα για τις μπουγάδες. Ήταν και φουρνόσπιτο για το ψωμί της οικογένειας και για τα εορταστικά γλυκίσματα και ζυμωτά μα και για κάποια φαγητά. Δυο μεγάλα ταψιά δεν έφταναν για την πολυμελή φαμελιά χωρίς να λείπουν και οι φιλοξενούμενοι συγγενείς. Η Κρητική φιλοξενία ήταν πάντα πλούσια σε όλες τις οικονομικές βαθμίδες του λαού μας.
«Η καλή κουζίνα» ήταν ένα δωμάτιο πάντα περιποιημένο με τα ωραία πιατικά, τις σουπιέρες, τις φαγιάντζες, κλαδάτα ή μονόχρωμα στην πιατοθήκη και τα μπακίρια στο πέτρινο ράφι του τζακιού. Ήταν ένας χώρος της οικογένειας που τον χρησιμοποιούσαν για τραπεζαρία και καθιστικό απογεύματα και βραδινά με φίλους και γειτόνους.
Κάποια φορά με πήρε η μάνα μου να πάμε στη θεία Ευτυχία και όπως είχε αρχίσει να ψυχραίνει ο καιρός δεν καθίσαμε στην αυλή αλλά σ’ αυτή την «καλή κουζίνα». Θαύμασα το νοικοκυριό της θείας με τα στραφταλιστά μπακίρια στο πέτρινο ράφι του τζακιού με τα κεντητά πιατόπανα στην πιατοθήκη με τον καναπέ στρωμένο με μακάθια (καλύμματα) και μαξιλάρες.
Από τη μεσόπορτα αριστερά στο βάθος φαινόταν η σάλα (σαλόνι) του σπιτιού και από την ίδια μεσόπορτα ανέβαζε δεξιά στη μέση μια σκάλα ξύλινη για τον οντά. Εκεί είχαν δυο κάμερες (υπνοδωμάτια). Στη μια κοιμόταν οι γονείς και στην άλλη τα παιδιά. Είχα την περιέργεια να βγω και στον οντά να δω που κοιμόταν τόσα παιδιά, αλλά η μάνα μου με το δάκτυλο στο στόμα μου έκανε νόημα να σιωπήσω… «Ανάγκα και θεοί πείθονται…»
Η οικογένεια είχε τελειώσει το δείπνο της και τα παιδιά σα μικρό τσούρμο ετοιμάζονταν να πάνε για ύπνο. Νωρίς βέβαια αλλά έπρεπε να ηρεμήσει και η κουρασμένη μάνα.
Εμφανίζεται, λοιπόν, ο πιο μεγαλωπός κρατώντας στο χέρι ένα μεγάλο κουβά του νερού. Λέει ένα «καληνύχτα σας» και εξαφανίζεται στην ξύλινη σκάλα. Ακολούθησαν μετά και οι άλλοι…
Μ’ έτρωγε η περιέργεια και αναρωτιόμουν: Τι τον θέλουν άραγε τον κουβά του νερού… Τόλμησα δειλά να ρωτήσω τη μάνα μου: «Έχουν βρύση στον οντά;» «Έχουν … πολλές…» αλλά με πρόσταξε να σιωπήσω αμέσως μ’ ένα αδιόρατο μειδίαμα…
Στο σπίτι μας μετά, μου είπε ότι ο κουβάς είχε χρέη… για τις ανάγκες της νύχτας….
Όλα όμως τα παιδιά με την τάξη, την ησυχία και το ευγενικό καληνύχτισμα δείχνανε παιδιά καλοαναθρεμμένα και καλομαθημένα!
Η πολυμελής φαμελιά της θείας Ευτυχίας τριγυρνά κάπου κάπου στο μυαλό μου και πλέκεται γερά και φιλικά με τις παιδικές μου θύμησες…