Μέρος Β’

Η γονεϊκή σχέση με τη μάνα μου ήταν πάντα για μένα, για την τρυφερή ηλικία που περνούσα, μια αισιοδοξία, μια σιγουριά. Γι’ αυτό μου άρεσε πολύ που με έπαιρνε μαζί της  όταν πήγαινε για τις πρόβες των φορεμάτων στις πελάτισσες. Πανηγύρι ήταν για μένα αυτές οι επισκέψεις γιατί αφενός ήμουν κοντά στη μάνα μου που λάτρευα και αφετέρου οι κυρίες όλο και κανένα «ξαρέσκι» θα μας φίλευαν, αγνά τραταμέντα, ντόπια και σπιτικά: Σουλτανιές σταφίδες σαν το χρυσάφι ή ταχταδένιες μεγάλες, πεντανόστιμες, ή ρομβοειδή κομμάτια ξερής μουσταλευριάς, ή συκοπιταρίδες και αμυγδαλάκια αθάλια, που έσπαγαν, αφράτα καθώς ήταν με τα δάχτυλα.

Πιο σπάνια μας φίλευαν γλυκό από κυδώνι «πελτέ» όπως το έλεγαν, κομμένο σε φετούλες με το όμορφο ρουμπινί του χρώμα και τη διάφανη λάμψη του! Σ’ αυτό το δύσκολο γλυκό στο ψήσιμό του, πρώτη τεχνίτρα ήταν μάνα μου. Γι’ αυτό όταν το έψηναν στη γειτονιά, της φώναζαν για να ελέγξει το δέσιμο στο σιρόπι που έβραζε «Έλα μπρε μοδίστρα να χαρείς, για να βάλεις … την υπογραφή σου, αν είναι ώρα να το κατεβάσομε». Μου άρεσε και μένα πολύ αυτό το γλυκό και αν πετύχαινα ανοιχτό το πάνω ντουλάπι του μπουφέ… το ρήμαζα…

Έβαζε λοιπό η μάνα τα ραψίδια της για τις πρόβες διπλωμένα μέσα στον πολύχρωμο «μποξά», ένα μεγάλο τετράγωνο που το έραβαν επίτηδες. Ενώνανε μεγάλα αποκόμματα που μένανε από τα φουστάνια, τα φοδράριζαν με ένα μονοκόμματο ρούχο και τύλιγαν τα φορέματα σε σχήμα τεράστιου φακέλου επιστολής.

Οι  επισκέψεις αυτές όμως είχαν κι ένα άλλο όφελος: Μάθαινα τις μακρινές γειτονιές του μεγάλου χωριού μας, τις Αρχάνες κι έτσι άνετα θα μπορούσα να πηγαίνω παραγγελιές της μάνας μου: «Άντε παπατρέχα εσύ θα μπορείς να πας και να ‘ρθεις στο λεπτό σαν το παπά Τζιρίτη…» Μάθαινα λοιπόν τα μακρινά σπίτια στις πέρα γειτονιές: Το Μανίλι, το Κερατίδι, τον Τρούλο, τα Πεζούλια, το Κονάκι, τα Βορνά, το Συνοικισμό… Όλα τα ‘ξερα σαν τον ταχυδρόμο.

Κι όταν τα Σαββατόβραδα ή τις παραμονές των μεγάλων εορτών τελείωναν τα φορέματα, άρχιζε η αποστολή τους στις πελάτισσες. Θαυμάσια αυτή η δουλειά γιατί είχε και συμφέρον. Ήταν έθιμο να δίδουν στην κοπελιά που πήγαινε τα φορέματα ένα φιλοδώρημα που το λέγανε «χερμπεκλίκι».

Εάν μάλιστα τύχαινε ν’ ανήκει το φόρεμα σε μια «συνορόνυφη» (καινούρια νύφη) ή αρραβωνιασμένη, το χερμπεκλίκι ήταν διπλό και τρίδιπλο. Θυμάμαι μια φορά που με αυτό το φιλοδώρημα αγόρασα ένα ζευγάρι άσπρα σοσονάκια (κάλτσες) και τα γκίνιασα κι εγώ τα Χριστούγεννα! Ήταν μια πολύ στερημένη εποχή.

Από νωρίς άρχιζε το σιδέρωμα των φορεμάτων. Τη μοδίστρα βοηθούσε στη δουλειά αυτή η πιο άξια από τις οκτώ μαθήτριες που είχε μεγάλη επιτηδειότητα να χρησιμοποιεί το σίδερο με κάρβουνα και αλίμονο αν ξέφευγε καμιά σπίθα. Γι’ αυτό για τη Μαρία που έγινε κι αυτή αργότερα καλή μοδίστρα, γράφανε επάνω στο σανίδι σιδερώματος σαν επιβράβευση την αναγνώριση για τη δουλειά της:

«Σιδερώτρα Μαρία Μπουνάκη! Μπράβο!»

Πόσο την αγαπούσαμε μια ζωή αυτή την καλόχαρη και εργατική μαθήτρια. Ζει στην ψυχή μας…

Η μοδίστρα η μάνα μου ήταν καλή και δίκαιη γυναίκα. Δεν ήθελε να αδικήσει καμιά μαθήτρια και όλες πήγαιναν με τη σειρά τα φορέματα. Αν όμως καμιά φορά δεν ήξεραν τα μακρινά σπίτια, εγώ που τα ήξερα από τις πρόβες που πήγαινα με τη μάνα μου, πρόθυμα αναλάμβανα να τις συνοδέψω για να βρουν τα σπίτια. Αν πάλι τα φορέματα ήταν περισσότερα από ένα τα πηγαίναμε μαζί μα κάποια μαθήτρια και το «χερμπεκλίκι» τότε ήταν διπλό.

Αλλά και μονό να ήταν, το μοιραζόμασταν στην επιστροφή. Πολύτιμα ήταν για μας αυτά τα φιλοδωρήματα που τα δίναμε και αγοράζαμε τετράδια, μολύβια, πένες για μελάνι, μελανοδοχεία «κουρκουμάδες» που δεν έχυναν το μελάνι και γενικά τα δυσεύρετα για την εποχή σχολικά εφόδια. Μπόσικα χρόνια και στερημένα και το χαρτζιλίκι ανύπαρκτο…

Θυμάμαι κάποτε που γινόταν στο χωριό μια βάφτιση. Πήγαμε όλη η μαρίδα της γειτονιάς, ακάλεστη βέβαια. Τότε τα μυστήρια, γάμος και βαπτίσεις γίνονταν στα σπίτια. Η χαρά μου ήταν μεγάλη όταν κάποτε μου δώσανε να κρατώ τη λαμπάδα δίπλα στην κολυμπήθρα. Τιμή και χαρά για την … προτίμηση. Στο τέλος του μυστηρίου ο νουνός μου έδωσε ένα μικροποσόν σα φιλοδώρημα. Το πήρα μ’ ενθουσιασμό λέγοντας ένα βιαστικό ευχαριστώ και πετώντας με τα ξύλινα φελουκάκια μου στα πρώτα μετακατοχικά χρόνια  -δύσκολα κι αυτά και στερημένα.

Πήγα στου Λυδάκη το ψιλικατζίδικο και αγόρασα ένα 20φυλλο τετράδιο για το «κείμενο» (αντιγραφής) και ένα 12φυλλο για την ορθογραφία γιατί και τα δυο ήταν προς το τέλος τους… τι ανεβάσταξη!..

Είχαν φύγει οι Γερμανοί αλλά στον εμφύλιο η ζωή ήταν ακόμη δυσκολότερη. Φτώχια και στέρηση. Ερείπιο το όμορφο σκολειό μας. Ούτε πατώματα (με μεγάλες τρύπες) ούτε τζάμια… Βρέθηκαν όμως στα υπόγεια που τα είχαν οι Γερμανοί αποθήκες, πολλά δέματα γραφικής ύλης. Κόλλες σε διάφορα χρώματα: κίτρινες, ροζ-πράσινες, τυπωμένες με γερμανικά από τη μια όψη. Μας μοίραζαν τις κόλλες αυτές οι δάσκαλοι για τα γραφτά μας. Ήταν και μεγάλες γι’ αυτό τις διπλώναμε και τις ράβαμε στη μέση για τα τετράδιά μας.. κατοχικά πολύχρωμα. Επίσης υπήρχε στον ίδιο αποθηκευτικό χώρο ένα είδος ανθεκτικού χαρτιού σε χακί χρώμα που μ’ αυτό ντύναμε βιβλία και τετράδια και τη βολεύαμε.

Την ίδια δύσκολη εποχή κάποιοι ομογενείς στην Αμερική μας έστελναν δέματα με γραφική ύλη που μας τα μοίραζαν οι δάσκαλοί μας. Ένιωθαν το χρέος της ευγνωμοσύνης εκείνοι οι αγιασμένοι δάσκαλοι και μας έβαζαν και γράφαμε σαν έκθεση ευχαριστήριες επιστολές. Τις καλύτερες τις έστελναν στον προορισμό τους. Η χαρά μου ήταν απέραντη όταν κάποτε η δική μου έκθεση βγήκε πρώτη στην τάξη και την έστειλαν για ευχαριστήριο.

Ένα από αυτά τα πρωτότυπα τετράδια το έλεγα «επίσημο κειμένου». Έγραφα εκεί την αντιγραφή μου συνήθως στο φως του λύχνου του «επιτραπέζιου δίφτηλου» με όσο καλύτερα γράμματα μπορούσα. Την άλλη μέρα το πήγαινα στη δασκάλα μου αείμνηστη Ελένη Χατζάκη που όπως έμαθα πολύ αργότερα ήταν πρώτη εξαδέλφη της Έλλης Αλεξίου. Εκείνη, καλοσυνάτα και στοργικά μου χάριζε ένα εγκάρδιο «Μπράβο άριστα» υπέγραφε με το βαθμό «10» και με τόνωνε ηθικά…

Με πόση αγάπη τη θυμάμαι πάντα αυτή την στοργική δασκάλα νιώθω να της οφείλω πολλά! Ολόκληρη ζωή έζησε στην έδρα, σαράντα πέντε χρόνια. Γέρασε στα καθήκοντα… Κύρτωσε… Τα τρομερά παιδιά της είχαν κολλήσει το παρατσούκλι «η Κούβα» επειδή ήταν κυρτωμένη. Όμως ήταν μια σπουδαία δασκάλα και στα εργόχειρα μοναδική. Πολλά έδωσε στους μαθητές της!!!  Με πολλή ευγνωμοσύνη περνούν από τη θύμηση συχνά οι μορφές των δασκάλων μας. Ήταν αληθινοί ήρωες που στήριξαν με πολλή αφοσίωση και στοργή τα ελληνόπουλα μιας δύσκολης εποχής.

Τους ευγνωμονούμε από τα βάθη της καρδιάς μας!

Τέλος του Β’ μέρους