Μέρος Α’
Γυρίζομε πολλά χρόνια πίσω. Τα χρόνια του πολέμου και της Γερμανικής κατοχής.
Πρώτη εξαδέλφη της μάνας μου ήτανε η θεία Ευτυχία η Τζαμπάζαινα. Οι πατεράδες τους αδέρφια ο Γιώργης και ο Βαγγέλης τ’ Αγαθαγγέλου.
Ο παππούς ο Γιώργης ξενιτεύτηκε στην Αμερική τη 2η δεκαετία του 20ου αιώνα. Παντρεμένος, παιδιωμένος με έξι παιδιά πήρε των αμαθιώ του να πάει στη μαύρη ξενιτειά, με την ελπίδα να βρει μια καλύτερη τύχη για τα παιδιά του. Ολομόναχη απόμεινε η δύστυχη μάνα η γιαγιά Μαριόρα, να τα βγάλει πέρα και ν’ αναστήσει τα παιδιά της που μεγάλωναν σαν ορφανά.
Το πιο μικρό ήταν μωρό στα σπάργανα. Σκληρή κι η δουλειά των μεταναστών -κι αν εύρισκαν- πόσα να ξεχαρτζίσουν, να ζήσουν οι ίδιοι, να πέψουν και στη φαμελιά. Πολλοί από αυτούς δεν ξαναγύριζαν στην πατρίδα. Τους έτρωγε η ξενιτειά που τους χάριζε μαζί με τη σκληρή ζωή και το πικρό μαύρο ριζικό τους. Ένας άλλος αδελφός του παππού , ο Γιάννης, δεν έφυγε στην ξενιτειά. Έμεινε στην Πατρίδα κι από δω κι από κει τα κουτσοβόλευε με κόπο. Μεγάλωσε και πάντρεψε τις θυγατέρες του.
Η μια, η Μάρθα, δούλευε σε ξενοδοχείο είχε κι ένα μοναχογιό το Μέμνωνα. Η άλλη η Αριάδνη γίνηκε δασκάλα και η Ευτυχία παντρεύτηκε το Γιάννη το Βλαχάκη ή Τζαμπάζη εμπορευόμενο σε κηπευτικά σταφύλια και φρούτα. Τα κουτσοβόλευε κι εκείνος. Μα αν η μοίρα δεν τους έστελνε πλούτη και καλοζωία, ήταν ανοιχτοχέρα στη δωρεά παιδιών. Εννιά απόκτησε η θεία Ευτυχία η Τζαμπάζαινα με τη σειρά: ο Μιχάλης, η Κατίνα, ο Σόλων, ο Γιώργης, η Ελένη, ο Κώστας, ο Ανδρέας, ο Γρηγόρης και ο Μηνάς.
Και κυλούσε η ζωή με τα βάσανα και τη μιζέρια της… Η γιαγιά η Μαριόρα στο μετερίζι της αγωνιζόταν κι εκείνη πάντα για τα έξι παιδιά της. Μα από τα βάσανα, έγειρε πρόωρα το αρχοντικό σκαρί της και πέθανε στα σαράντα εννιά της χρόνια. Μείνανε τα παιδιά της χωρίς προστάτη ν’ ακολουθήσουν με τη σειρά το δρόμο που τους χάραζε η μοίρα και η ζωή: Η πρώτη, η Μαρίνα έγινε κεντήστρα. Άριστη στα κοφτά ασπροκέντια στη μηχανή που από τότε έχουν παράδοση στον τόπο, έργα σωστά αριστουργήματα: κουρτίνες, τραπεζομάντηλα, κλινοσκεπάσματα, μαξιλάρια, χάρμα τέχνης και ομορφιάς. Η δεύτερη κόρη, η Άννα, η μάνα μου, γίνηκε μοδίστρα. Είχε μαθητέψει στη Χώρα, κοντά στη φημισμένη μοδίστρα τη Σκουντή.
Έκανε τις δουλειές του σπιτιού και μάθαινε κιόλας την τέχνη. Έγινε πολύ καλή μοδίστρα για την εποχή της. Μα και η καλοσύνη της, ο ευγενικός της λόγος και το σπιρτάτο πνεύμα της την έκαναν αξιαγάπητη και είχε πάντα πολλές δουλειές. Η τρίτη, η Ελένη, έγινε κεντήστρα και μοδίστρα. Δούλεψε στην Κρήτη, την Αθήνα και αργότερα στην Αφρική. Ο μοναδικός αδελφός τους, ο Δημήτρης έγινε αστυνομικός, η Κατίνα έγινε κι αυτή μοδίστρα και η πιο μικρή, η Αγγελική σπούδασε δασκάλα στο Ηράκλειο, με τη βοήθεια της αδελφής της Άννας που της συμπαραστάθηκε σα μάνα και αδελφή.
Οι δυο από τις αδελφές Ελένη και Κατίνα, σπουδαίες μοδίστρες κι οι δυο, δούλεψαν στην Αθήνα και μετά στη συνέχεια ξενιτεύτηκαν στη μαύρη ήπειρο και εκεί δούλεψαν χρόνια. Εκεί ήταν παντρεμένη και η πιο μικρή αδελφή η Αγγελική που είχε δυο παιδιά. Το Βασίλη και το Γιώργο. Η ίδια δεν δούλεψε ποτέ σαν δασκάλα αλλά εργάστηκε υπάλληλος στην ΚΙΤΡΕΝΩΣΗ Ηρακλείου.
Έτσι τα άξια παιδιά της γιαγιάς της Μαριόρας τα κατάφεραν στη ζωή τους. Άθλος για τη δύσκολη εποχή η ζωή τους. Όσο ήταν μικρά, η μάνα τους η Μαριόρα έκοβε έξι φετούλες από ένα ζυμωτό ψωμί και ετοίμαζε το … πρωινό στα παιδιά της: Αραίωνε με νερό κάμποσο πετιμέζι σε μια γαβάθα έβαζε και λίγο από το δικό της καφέ που είχε γίνει με καβουρντισμένο κριθάρι. Σ’ αυτό το μείγμα βουτούσε ως τη μέση τις φετούλες. Ύστερα τις αράδιαζε με τη σειρά στο κάτω ράφι του σοφρά που ήταν κρεμασμένος στον τοίχο της κουζίνας κοντά στην πιατοθήκη.
Έτσι οι φέτες βουτηγμένες ως τη μέση στο πετιμέζι έπαιρναν μια λαχταριστή όψη σαν ένα σπάνιο και νόστιμο γλύκισμα. Και μια μέρα που μπήκε τυχαία στο σπίτι μια γειτόνισσα, είδε αραδιασμένες τις δίχρωμες φέτες και λέει εντυπωσιασμένη στη Μαριόρα: « Ω χαρώ το μπρε γειτόνισσα το κέικ που ήκαμες των κοπελιώ σου, μα σάικα ονόστιμο πρέπει να ‘ναι το ευλοημένο ετσά που το θωρώ…» Κι ήλπιζε πως θα της έδινε ένα κομμάτι η γειτόνισσα. Όμως εκείνη το απόφυγε για να μη χαλάσει… την καλή εντύπωση που είχε κάνει στη γειτόνισσα της το θαυμαστό… κέικ…
Η μάνα μου, λοιπόν, η μοδίστρα και η πολυπαιδούσα εξαδέλφη της η Ευτυχία, ήταν πολύ αγαπημένες, όχι μόνο σαν συγγενείς αλλά και σα φιλενάδες. Κι όσο και να μη περίσσευε και στις δυο ο χρόνος από τις δουλειές ξέκλεβαν λίγη ώρα, για να κάμουν μια σύντομη επίσκεψη η μια στην άλλη σ’ ένα απόβραδο, ή σε ένα προβέγγερο για να ξεζαλιστούν κιόλας από τις έγνοιες της καθημερινής μεγάλης φροντίδας τους. Αυτό γινόταν και σκόλη και καματερή. Καμιά φορά έπαιρνε και μένα μαζί της η μάνα μου. Το συνήθιζε αυτό κι ήταν για μένα τιμή μεγάλη και προπάντων αν μου έλεγε πριν την επίσκεψη γεμάτη στοργή, το τραγουδάκι την ώρα που μου διόρθωνε λίγο τα μαλλιά. «Χαρώ σε συντροφιά μου, χαρώ σε ‘γω καριδιά μου…»
Μα τη συνέχεια θα τη δούμε στο δεύτερο μέρος…
Τέλος του Α’ μέρους