Λακεδαιμόνιος: Σωκράτη, χαίρε και χαρά σου!
Σωκράτης: Χαίρε και σε σένα, γιε του Κίμωνα!
Λακεδαιμόνιος: Θέλω τη βοήθειά σου, φίλε μου!
Σωκράτης: Δε θα στην αρνηθώ, Λακεδαιμόνιε! Πες μου ό,τι θες. Μήπως σχετίζεται με την απόφαση που έλαβε, με πρόταση του Περικλή, ο δήμος να σε στείλει με 10 τριήρεις σε λίγες μέρες στην Κέρκυρα για βοήθεια των ντόπιων εναντίον των Κορινθίων; Το ξέρω καλά ότι δεν θέλεις αυτή τη ναυαρχία, έτσι δεν είναι;
Λακεδαιμόνιος: Όχι, καλέ μου Σωκράτη. Αφορά το σπίτι μου!
Σωκράτης: Δηλαδή;
Λακεδαιμόνιος: Γνωρίζεις ότι έχω έναν γιο, το Στησαγόρα. Είναι πια σε ηλικία που πρέπει να τον στείλω σε παιδαγωγό, για ν’ αρχίσει να διαβάζει και να γράφει. Και καθώς ο αδελφός μου, ο Θεσσαλός, έχει στο δικό του παιδί δώσει, για να μάθει γράμματα, τα ποιήματα του Σόλωνα και τις ιστορίες του Ηροδότου, αναρωτιόμουν εάν εσύ μπορείς να με βοηθήσεις προτείνοντας τι αν διάβαζε ο Στησαγόρας μου θα τον ωφελούσε ως παιδί και ως άνθρωπο. Θα μου συστήσεις, φίλε, κάτι ψυχωφελές και με το οποίο, συνάμα, εκείνος θα γυμνάσει το πνεύμα του;
Σωκράτης: Ευχαρίστως, Λακεδαιμόνιε!
Λακεδαιμόνιος: Τι προτείνεις λοιπόν;
Σωκράτης: Τα έπη του Ομήρου, ω αγαθέ!
Λακεδαιμόνιος: Εννοείς την «Ιλιάδα», από την οποία θα μάθει να είναι καλός και γενναίος στρατιώτης και να μην παρασύρεται από τη γεννήτρα κάθε κακού μάνητα;
Σωκράτης: Όχι, προσώρας τουλάχιστον! Την «Οδύσσεια» έχω στο νου μου…
Λακεδαιμόνιος: Πες μου, λοιπόν, τι σ’ οδήγησε σε μιαν τέτοια σκέψη; Είμαι όλος αφτιά, μα τον Ποσειδώνα, να σ’ ακούσω και πρόθυμος να κάνω όσα μου πεις. Καθώς είσαι πάνω – κάτω συνηλικιώτης, μας συνδέει από τα παιδικά μας χρόνια καλή φιλία …
Σωκράτης: Η «Οδύσσεια» είναι γεμάτη παραδείγματα ανθρώπινων συμπεριφορών. Άλλες απ’ αυτές, γιε του Κίμωνα, είναι για να τις ακολουθήσει με την ευλογία του Θεού ο Στησαγόρας και κάθε παιδί και άλλες για να τις έχει έξω από τη ζωή του! Θες να τις εξετάσουμε μαζύ;
Λακεδαιμόνιος: Και το ρωτάς, Σωκράτη; Ας αρχίσουμε, μα τον Ερμή τον Αργοφονιά, δίχως άργητα καθόλου!
Σωκράτης: Θα τα πάρουμε με τη σειρά και όπως μου τις έχει δασκαλέψει από χρόνια η εντός μου φωνούλα και ό,τι θα ειπωθεί, σε παρακαλώ, ω αγαθέ, φώλιασέ το, μα τον κύνα, στου μυαλού σου τα κατάστιχα, ώστε να μπορέσεις να το μεταλαμπαδεύσεις στο μοναχογιό σου…
Λακεδαιμόνιος: Σύμφωνοι!
Σωκράτης: Η Πηνελόπη, η γυναίκα του Οδυσσέα, για ποια πτυχή του χαρακτήρα της διακρινόταν; Για την πίστη της προς το σύζυγό της και τη στοργή της προς το γιο της, όσα δηλαδή κάνουν μια σωστή μάνα και σύζυγο, ή για κάτι άλλο, φίλε;
Λακεδαιμόνιος: Ακριβώς, μα την ποθεινότατη Εστία, από την αρχή ως το τέλος της «Οδύσσειας» έτσι ο Όμηρος την παρουσιάζει.
Σωκράτης: Ο Τηλέμαχος, με τη σειρά του, σέβας δεν φαίνεται πως δείχνει προς τους γονείς του και με δύναμη του χαρακτήρα, αποβάλλοντας, καλέ μου, την αρχική του νωθρότητα, δεν γυρεύει να μάθει για τον πατέρα του αφενός και να βγάλει από τη μέση τους μνηστήρες που διαγουμίζουν την κληρονομιά του αφετέρου;
Λακεδαιμόνιος: Σωστά μιλάς, γιε του Σωφρονίσκου!
Σωκράτης: Ο ίδιος ο Οδυσσέας, πολυμήχανος και φιλόπατρης, παλεύει κι αγωνίζεται, μόνο με τη θεά Αθηνά στο πλευρό του, από την ώρα που κούρσεψαν οι Αχαιοί το Ίλιον μέχρι τη στιγμή που θα γυρίσει στην Ιθάκη με όλα τα στοιχειά της φύσης και ξεπερνά κάθε εμπόδιο. Και σαν φτάσει, με την ευστροφία του παγιδεύει και εξολοθρεύει τους μνηστήρες και ξαναπαίρνει το σπιτικό του στα χέρια του.
Λακεδαιμόνιος: Ναι!
Σωκράτης: Τι να σου πω για τους συντρόφους του γιου του Λαέρτη; Τα ξέρεις και συ, ε;
Λακεδαιμόνιος: Φυσικά, μα το Δία! Άμυαλοι άνοιξαν τους ασκούς του Αιόλου. Ανόητοι και ανυπάκουοι κατέσφαξαν τα βόδια του Ήλιου. Λαίμαργοι έφαγαν τους λωτούς των Λωτοφάγων και τα μαντζούνια της Κίρκης. Μόνοι τους άνοιγαν το δρόμο για τις περιπλανήσεις τους και το οικτρό τους τέλος.
Σωκράτης: Βέβαια, έχουμε και τους μνηστήρες, με πρώτο τους τον Αντίνοο. Ξεδιάντροποι κι αλαζόνες λεηλατούν το βιος του Οδυσσέα και ορέγονται τη γυναίκα του. Πήραν, μα τον Κέρβερο, το θάνατο που άξιζε στην άσωτη ζωή τους, έτσι δεν είναι, φίλε;
Λακεδαιμόνιος: Ναι.
Σωκράτης: Στον αντίποδα, δε θέλω, Λακεδαιμόνιε, να ξεχάσουμε και τον Εύμαιο που και πιστός δούλος του Οδυσσέα αποδεικνύεται και σαν αληθινός του φίλος φέρεται.
Λακεδαιμόνιος: Έχεις δίκιο, Σωκράτη, και ας κλείσουμε, μα το Δία, με τη φρόνηση του γερο- Νέστωρα της Πύλου και με τους ευγενείς και φιλόξενους Φαίακες σ’ αντίθεση με τους ανδροφάγους Λαιστρυγόνες και το μισόξενο και λαίμαργο Πολύφημο.
Σωκράτης: Έχεις δίκιο, γιε του Κίμωνα, μόνον που εγώ, μα την χήνα, θάθελα να συμπληρώσουμε και την διδακτική για όλους μας κάθοδο του Οδυσσέα στον Κάτω Κόσμο και όσα είδε και συνομίλησε εκεί.
Λακεδαιμόνιος: Συμφωνώ, φίλε μου! Μετ’ απ’ όσα είπαμε οι δύο μας τώρα, δεν έχω καμιά, μα τον Ποσειδώνα, αμφιβολία ότι η «Οδύσσεια» του Ομήρου θα φανεί θησαυρός για την ψυχή και το πνεύμα του Στησαγόρα μου.
Σωκράτης: Βέβαια, κι αν ακολουθήσει τους ανθρώπους του έπους, στους οποίους σταθήκαμε για τον ψυχικό και τον πνευματικό τους πλούτο, θα είναι ίδιος όπως ο Ηρακλής που διάλεξε το μονοπάτι της Αρετής και σαν τη φίλεργη μέλισσα που παίρνει απ’ τα λουλούδια τη γύρη που την ωφελεί. Και έτσι, και τον εαυτό του ο γιος σου, Λακεδαιμόνιε, θα βοηθήσει και στους άλλους ανθρώπους θα κάνει καλό.
Λακεδαιμόνιος: Ναι, Σωκράτη μου! Έφτασε, όμως, η ώρα να πηγαίνω, πρέπει ν’ αρχίσω να ετοιμάζομαι για την εκστρατεία στην Κέρκυρα. Να προετοιμάσω τα χρειαζούμενά μου, να βρω τους τριηράρχους μου και να πάω να μιλήσω και να ενθαρρύνω και το πλήρωμα των πλοίων μου, τους άντρες που θα πάρω μαζύ μου, γιατί στη θάλασσα οι Κορίνθιοι είναι δύσκολος αντίπαλος. Δε θέλω κανείς να μου καταλογίσει το παραμικρό αν ο μη γένοιτο – η επιχείρησή μου αποτύχει και εξαιτίας ήττας μου να με συκοφαντήσουν για λακωνοφιλία και σαν τον πατέρα μου, τον Κίμωνα, να μ’ εξοστρακίσουν οι δημαγωγοί…
Σωκράτης: Άντε, πήγαινε, και εγώ, μα τον Κέρβερο, το γνωρίζω πόσο, παρά το όνομά σου, Λακεδαιμόνιέ μου, αγαπάς πολύ την πατρίδα σου, την Αθήνα μας…