Τελευταία, με την αύξηση του αριθμού των μολύνσεων του πληθυσμού ή των διαγνωσμένων φορέων του κορονοϊού, την αύξηση των νοσηλευόμενων ασθενών, καθώς και των συνανθρώπων μας που έχουν χάσει τη ζωή τους από τις βαριές επιπλοκές της πανδημίας, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης βγήκε ξανά και δυναμικά στην επιφάνεια και στον καθημερινό, πια, αγώνα και προσπάθεια δημιουργίας εντυπώσεων, για μικροκομματικό καθαρά όφελος.
Σε πολλά σημεία ομοιάζει εμφανώς με την πολιτική που ακολούθησε τα χρόνια πριν από την άνοδό του στον κυβερνητικό θώκο, υποσχόμενο λαγούς με τη γνωστή τους αμφίεση, με τον πρόεδρό του τότε να ανεβαίνει κηρύσσοντας τον νυν υπέρ πάντων αγώνα πάνω στα τρακτέρ του θεσσαλικού κάμπου, και τόσα άλλα που κατέγραψε η ιστορία και τα υποψιασμένα μέσα μαζικής επικοινωνίας και τα οποία αποτελούν, φυσικά, παρακαταθήκη του συγκεκριμένου πολιτικού σχηματισμού, και έτσι, με τον τρόπο αυτό κατάφερε από το μικρό ποσοστό του 4,5%, να φτάσει στο απίθανο νούμερο, πάνω από 36% των ψηφοφόρων, στα 2015.
Εδώ και ενάμισι χρόνο, όμως, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει επιστρέψει στα έδρανα της αξιωματικής αντιπολίτευσης κερδίζοντας είναι αλήθεια σεβαστό ποσοστό, και το ερώτημα όλων, πολιτικών αναλυτών και δυνητικών ψηφοφόρων του, είναι συνεχώς εάν και πως μπορεί να επιστρέψει στους κυβερνητικούς θώκους, χρησιμοποιώντας ως όπλο τις εκφάνσεις του λαϊκισμού τις οποίες δείχνει να γνωρίζει και χρησιμοποιεί αρκούντως καλά, αν κρίνουμε από τις σελίδες του βιογραφικού του σημειώματος.
Το ερώτημα αυτό γίνεται ακόμα πιο επιτακτικό στις μέρες που διανύουμε κάτω από τον αστερισμό της επικίνδυνης πανδημίας και με τα γνωστά μέχρι τώρα αποτελέσματα, όχι μόνο στον τομέα της υγείας των πολιτών, αλλά και της οικονομικής κρίσης που είναι καθαρά απότοκος της πανδημίας του κορονοϊού.
Τους τελευταίους μήνες γίναμε μάρτυρες μιας οξείας κριτικής και αντιπαράθεσης του ΣΥΡΙΖΑ για τους χειρισμούς της κυβέρνησης απέναντι στην εν εξελίξει πανδημία, στο εθνικό σύστημα υγείας και στην παραπαίουσα οικονομία μικρών και μεγαλύτερων επιχειρήσεων και φυσικά των εργαζομένων σε αυτές.
Επί καθημερινής βάσεως, μικρά ή μεγαλύτερα περιστατικά βρίσκονται στο στόχαστρο των βουλευτών του, αναδύοντάς τα και φέρνοντας στην επιφάνεια της δημοσιότητας, κι’ όλα αυτά σε μια περίοδο κρίσιμη για τη χώρα στην οποία οι πολίτες περισσότερο ενδιαφέρονται για την προσωπική τους τύχη και πορεία και λιγότερο για τα ποσοστά και δημοτικότητα του κάθε πολιτικού σχηματισμού.
Όμως, αν δει κάποιος απερίσπαστα και αμερόληπτα την διαμορφωθείσα κατάσταση, η αξιωματική αντιπολίτευση χρησιμοποιεί παλιές και καταδικασμένες από το χρόνο πρακτικές. Σήμερα, χρονικά, βρισκόμαστε αλλού! Πολλά χρόνια μπροστά από την εποχή του άκρατου λαϊκισμού και της απέχθειας των πολιτών σε κυβερνήσεις οι οποίες έριξαν τη χώρα στα τάρταρα των μνημονίων, της υπερχρέωσης του δημοσίου και των πολιτών σε ξένες τράπεζες και την υποθήκευση της δημόσιας περιουσίας για έναν αιώνα!
Όλα αυτά μπορεί να αποτελούν παρελθόν, πρόσφατο, αλλά είχαν το ανάλογο αποτέλεσμα και στους πολιτικούς που τα χειρίστηκαν, μεταξύ βεβαίως των οποίων περιλαμβάνεται και το σημερινό κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Η όποια προσπάθειά του, σήμερα, με τον τρόπο που αυτή γίνεται, δείχνει να μη βρίσκει ευήκοα ώτα στους πολίτες, τουλάχιστον αν λάβουμε υπ’ όψιν μας τις, κατά καιρούς γενόμενες, δημοσκοπήσεις.
Οι τελευταίες εβδομάδες αναδεικνύουν τον νέο λαϊκισμό που προσπαθεί να εφαρμόσει το κόμμα στο οποίο αναφερόμαστε. Εκμεταλλεύτηκε επιπόλαια την κρίση στα ελληνοτουρκικά προβλήματα κάνοντας λόγο για επέκταση μιλίων σε κάποιες θέσεις, στοχοποίησε αδίκως έναν γνωστό στα τηλεοπτικά παράθυρα επιδημιολόγο γιατρό, ενώ δεν ξεχνάει κάθε λίγο να κάνει λόγο για μεγαλύτερα πακέτα οικονομικών παροχών σε συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες υπενθυμίζοντας μάλιστα σε όλους, με έμμεσο τρόπο, την καταστροφή της μεσαίας τάξης της κοινωνίας με δική του ευθύνη και υπακούοντας στα κελεύσματα των Βρυξελών και της Γερμανίας.
Παράλληλα έκανε πρόταση για υπουργό Υγείας κοινής αποδοχής ωσάν να μην έχει η χώρα εκλεγμένη κυβέρνηση, σε μια περίεργη προσπάθεια να εισέλθει στην κυβέρνηση εκ νέου, μια κίνηση η οποία μπορεί να μην σχολιάστηκε όσο έπρεπε αλλά δεν παύει να κρύβει πολλά, ενώ ζητάει και παραιτήσεις υπουργών με το παραμικρό ολίσθημά τους. Είναι προφανές ότι η κυβερνητική του θητεία, λίγα τού κληρονόμησε ως παρακαταθήκη για το μέλλον του.
Αν ρίξει μια ματιά στους χώρους δουλειάς, στα συνδικάτα, τους φοιτητικούς συλλόγους και σε κοινωνικές ομάδες, θα διαπιστώσει εύκολα ότι η ρητορική που χρησιμοποίησε κάποτε αποτελεί μακρυνό παρελθόν. Το σπουδαιότερο όμως μάθημα που δεν πήρε είναι το γεγονός ότι τα ψηφοθηρικά κέρδη του άκρατου λαϊκισμού επιτυγχάνονται μόνο μια φορά!