Κυβερνησιμότητα: ένας νεολογισμός που «εισπήδησε», τελευταία, στον δημόσιο διάλογο. Ο όρος φαίνεται να προτάθηκε από ένα εξοικειωμένο με τα αυτοκρατορικά αγγλικά και ίσως τον εμπνεύστηκε από το governance (κυβέρνηση) για να δηλώσει την ικανότητα της διακυβέρνησης (governability) των κρατών μελών της ΕΕ.

Κυβερνήσιμος δεν είναι αυτός που μπορεί να κυβερνήσει, αλλά εκείνος,  που μπορεί να κυβερνηθεί. Η κυβερνησιμότητα κατά συνέπεια σχετίζεται άμεσα με τη διαλειτουργικότητα (interoperability) των κυβερνητικών υπηρεσιών, οργάνων και δομών δηλαδή της ικανότητας τους να ανταλλάσσουν δεδομένα με τις εφαρμογές ελεύθερου λογισμικού για την υλοποίηση της κυβερνητικής πολιτικής. Είναι δηλαδή χαρακτηριστικό της κυβέρνησης και όχι της αυτοδιοίκησης, που είναι δομή τοπικής εξουσίας, που σύμφωνα με τη συνταγματική τάξη, δεν διαθέτει εξουσία αυτοτελούς θέσπισης και εφαρμογής κανόνων δικαίου διά των οποίων αναδεικνύεται η ικανότητα εφαρμογής του κυβερνητικού έργου, δηλαδή η κυβερνησιμότητα.

Οι αυτοδιοικητικές υπηρεσίες, φορείς και πρόσωπα φυσικά και νομικά, με την άσκηση των καθοριζομένων αρμοδιοτήτων, δεν επιτελούν κυβερνητικό έργο για να τους αναγνωριστεί κυβερνησιμότητα. Ασκούν διοίκηση και διαχείριση των τοπικών υποθέσεων λόγω τεκμηρίου αρμοδιότητας, που επιτάσσει δομές δράσεις και σχήματα συναινέσεων και συνεργασιών όλων των αιρετών αυτοδιοικητικών οργάνων για την διαμόρφωση, λήψη και εφαρμογή αποφάσεων που απαιτεί η διοίκηση των τοπικών θεμάτων και υποθέσεων. Δράσεις και δομές, που επηρεάζει αναντίρρητα η εφαρμογή του εκλογικού συστήματος της απλής αναλογικής, στον αυτοδιοικητικό χώρο, γιατί:

Διαμορφώνει αυτοδιοικητικό περιβάλλον χωρίς ιδεοληψίες και παραταξιακές λογικές (εξαρτήσεις, υποταγές, κηδεμονίες κυριαρχίες, ιδιότυπες ομηρίες, μαντριά κ.ά.). Ενδυναμώνει τον ρόλο και τον λόγο των συμβούλων στην μετεκλογική διαχείριση της εξουσίας, επιβάλλοντας κουλτούρα συνεργασιών και συναινέσεων Διαφοροποιεί τον ρόλο της συμπολίτευσης και αντιπολίτευσης που δεν θα ορίζει πλέον η προκλητική κατανομή των εδρών αλλά το εκλογικό σώμα με την ψήφο του.

Οι πλειοψηφίες και μειοψηφίες θα αναδεικνύονται και θα εκφράζονται στη διάρκεια των συζητήσεων των θεμάτων και τη λήψη των σχετικών αποφάσεων. Οι «διακριτοί ρόλοι» και η «υπευθυνότητα» των αιρετών οργάνων, θα εξασφαλίζουν υπεύθυνη, αμερόληπτη και κατά συνείδηση έκφραση γνώμης και ψήφου που σήμερα είναι ζητούμενο.

Εξαναγκάζει τη συμπολίτευση, τον μέχρι σήμερα εκφραστή «της αρχής του ενός ανδρός» να αποδεχτεί αυτοδιοικητικό περιβάλλον, νέας κουλτούρας συναινέσεων και συνεργασιών, εξάλειψη των πρακτικών ηγεμονίας-κυριαρχίας και εγκατάλειψη των μονοπαραταξιακών λογικών του δόγματος «αποφασίζουμε και διατάσσουμε.

Επιβάλλει στην αντιπολίτευση, τον μέχρι σήμερα αρνητή των πάντων και ανεύθυνο συντελεστή του τοπικού γίγνεσθαι, να κατανοήσει ότι γίνεται συμμέτοχος αλλά και συνυπεύθυνος διαχειριστής των τοπικών θεμάτων και υποθέσεων.

Τον αντιδραστικό και ανεύθυνο κατά κανόνα ρόλο και λόγο της αντιπολίτευσης, ο οποίος τερματίζεται, διαδέχεται η υπεύθυνη αντιπαράθεση θέσεων και αντίλογος, που δεν θα υπηρετούν ετσιθελικές και προειλημμένες αποφάσεις που σήμερα αποτελούν κατεστημένο.

Επικλήσεις, ότι πλειοψηφούσες παρατάξεις καθίστανται όμηροι μειοψηφούντων, υπηρετούν την συνέχιση του κυβερνητικού ηγεμονισμού και στερούνται λογικής.

Στο νέο αυτοδιοικητικό περιβάλλον, περιφερειάρχες και δήμαρχοι των παρατάξεων που μειοψηφούν, λόγω της άμεσης εκλογής τους, της ισοτιμίας της εκλογικής ψήφου και της κατάργησης της ενός ανδρός Αρχής, πρέπει να θεωρούνται πρώτοι μεταξύ ίσων. Αναφορές, ότι θα πρόκειται για όργανα μαριονέτες, αφού θα αδυνατούν να ελέγχουν εχθρικά συμβούλια, χωρίς την ενίσχυση των αρμοδιοτήτων τους δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, γιατί εκλέγονται να υπηρετήσουν τον θεσμό, ως εκτελεστικά του όργανα και όχι να ηγεμονεύσουν του αυτοδιοικητικού χώρου ως κυρίαρχοι εχθρικών ή φιλικών Συμβουλίων.

Ο κυρίαρχος δήμαρχος και ο ηγεμόνας περιφερειάρχης, δεν υπηρετούν θεσμούς αλλά καθεστώτα, στα οποία φυσικά και δεν περιλαμβάνεται η Αυτοδιοίκηση, ένας θεσμός οικειοθελούς προσφοράς στα κοινά.

Η θεώρηση άλλωστε, των περιφερειαρχών και δημάρχων ως πρώτων μεταξύ ίσων, χωρίς την έπαρση, αλαζονεία και ετσιθελισμό, που το σημερινό καθεστώς συντηρεί, καθιστά κυρίαρχο τον ρόλο και όχι τα πρόσωπα που έρχονται και παρέρχονται. Πιθανές διαφωνίες συμβουλίων και μονοπρόσωπων εκτελεστικών οργάνων μπορεί και πρέπει να επιλύονται με δημοκρατικές και μόνο διαδικασίες, με τον τελευταίο λόγο σε ενδεχόμενα αδιέξοδα, που αφορούν κρίσιμα θέματα και υποθέσεις, να ανήκει στο εκλογικό σώμα και στα τοπικά δημοψηφίσματα.

Η ατολμία των υπευθύνων της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, να υιοθετήσουν θεσμικά μέτρα και ριζοσπαστικές τομές, που θα εξασφάλιζαν την απρόσκοπτη εφαρμογή του νέου εκλογικού συστήματος, είναι αυτή που επέτρεψε άμεσα την εργαλειοποίηση του νεολογισμού της κυβερνησιμότητας από την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας και τη νομοθεσία μέτρων, με σοβαρότατες όμως επιφυλάξεις για τη δημοκρατική και  συνταγματική τους νομιμοποίηση, που εξασφαλίζουν την πλειοψηφία σε δημάρχους και Περιφερειάρχες, των μειοψηφούντων παρατάξεων. Στα θεσμικά μέτρα και στις ριζοσπαστικές αυτές τομές, περιλαμβάνονται:

– Η θεσμοθέτηση χωριστού ψηφοδελτίου για την άμεση εκλογή περιφερειαρχών και δημάρχων και ενιαίου για την εκλογή περιφερειακών και δημοτικών συμβούλων.

– Η θέσπιση ενδο-αυτοδιοικητικών προκριματικών διαδικασιών για επιλογή όλων των υποψηφίων αιρετών αυτοδιοικητικών οργάνων από τις τοπικές και μόνο κοινωνίες.

– Η κατανομή της τοπικής εξουσίας από τα Περιφερειακά και Δημοτικά Συμβούλια με νέα διαδικασία, μακράν της σημερινής και ο έλεγχος της εξουσίας από δημάρχους και περιφερειάρχες. Μια νέα διαδικασία με αυτοπροτάσεις ενδιαφερομένων, όπου κυρίαρχο ρόλο θα έχουν οι θεσμοί και όχι τα πρόσωπα, με πρωταγωνιστές τα αυτοδιοικητικά Συμβούλια και τους νεοεκλεγμένους συμβούλους χωρίς παρεμβάσεις των αρχηγών των παρατάξεων. (Σχετικό άρθρο Εφημερίδα «ΠΑΤΡΙΣ» 24/4/2018).

– Η καθιέρωση της συλλογής υπογραφών ως μέσον, δράση και σχήμα:

-Ενεργούς συμμετοχής του δημότη-πολίτη στο αυτοδιοικητικό γίγνεσθαι,

– διαδικασία έκφρασης, καταγραφής και ανάδειξης της συλλογικής βούλησης

-διοργάνωσης και υποστήριξης πρωτοβουλιών δημοτών.

Ο καθορισμός ανώτατου ορίου συνολικής αυτοδιοικητικής θητείας.

Η απλή αναλογική ως εκλογικό σύστημα είναι γεγονός και τα θεσμικά όργανα της αυτοδιοίκησης οφείλουν να το αξιολογήσουν πέρα και έξω από δεξιόστροφες ή  αριστερόστροφες ιδεολογίες  και να το αξιοποιήσουν για μια αυτοδιοίκηση άμεσης δημοκρατίας, στην υπηρεσία του δημότη-πολίτη και όχι του κράτους, όπου:

-Τα αυτοδιοικητικά συμβούλια θα αποφασίζουν πράγματι για όλα τα θέματα, εκτός  εκείνων που αναφέρονται στις αρμοδιότητες των δημάρχων και περιφερειαρχών, όπως έχει διατυπωθεί στο σχέδιο “Καλλικράτης”, όχι και στο διάδοχο «Κλεισθένης-1».

-Θα πρυτανεύσει επιτέλους η υπευθυνότητα, με την ουσιαστική έννοια, που ξεπερνά την τυπική υποχρέωση αναγνώρισης και αποδοχής ευθύνης και αναφέρεται στην συνειδητή αξιολόγηση των συνεπειών της ευθύνης, που θα ελέγχει κάθε αιρετό  αυτοδιοικητικό όργανο, πέρα και έξω από παραταξιακές-κομματικές γραμμές και ιδεοληψίες για να επιτευχθούν οι αναγκαίες εκείνες συνεργασίες συναινέσεις και συμπεριφορές που επιτακτικά έχει ανάγκη η αυτοδιοίκηση για την αποτελεσματική λειτουργικότητα των οργάνων και των υπηρεσιών της

Τα πρόσφατα κυβερνητικά μέτρα για την αντιμετώπιση δήθεν των συνεπειών της εφαρμογής της απλής αναλογικής, μπορεί να αποκαθιστούν έστω και μερικώς την κυριαρχία και ηγεμονία των περιφερειαρχών και δημάρχων.

Όμως, κατά γενική ομολογία παραβιάζουν ωμά τη ούληση του εκλογικού  σώματος και προκαλούν τους δημοκρατικούς και συνταγματικούς κανόνες.

Αλήθεια…! πόσο δικαιώνονται, οι κυβερνητικές διακηρύξεις, για απόλυτο σεβασμό της λαϊκής βούλησης και των δημοκρατικών και συνταγματικών κανόνων με την καθολική αυτή διαπίστωση και την εργαλειοποίηση της «κυβερνησιμότητας», ενός νεολογισμού για τη νομιμοποίηση προειλημμένων κομματικών αποφάσεων;

 

*Ο  Μανώλης Κομπολάκης είναι τ. ειδικός σύμβουλος νομάρχη, τ. δημοτικός σύμβουλος

e-mail: [email protected]