Μικρός ακόμη, έμαθα από τη μακαρίτισσα μάνα μου να ονομάζω τις βραδινές ακολουθείς της Μεγάλης Εβδομάδας με τη σωστή λέξη “αγρυπνιές”. Κάθε χρόνο, όσο θυμάμαι και όσο ζούσαμε στο χωριό, τις παρακολουθούσαμε όλες οικογενειακώς. Μου άρεσε να μπαίνω στο ιερό της εκκλησίας και να βοηθώ τον παπά σε ό,τι μου ζητούσε. Κάποια Μεγάλη Τρίτη το βράδυ άκουσα μέσα στο ιερό από τ’ άλλα παιδιά πως στο τέλος, λέει, της αγρυπνιάς της Μ. Τρίτης οι ψάλτες ψάλλουν ένα μεγάλο τροπάριο που λέει για μια πολύ αμαρτωλή γυναίκα, μια πόρνη (τη λέξη αυτή την άκουα για πρώτη φορά) που την έλεγαν Κασσιανή και που κάποια στιγμή μετάνιωσε για τις αμαρτίες της και ο Θεός τη συγχχώρησε.
Αυτή την πληροφόρηση είχα, μέχρι που σαν νεαρός πια και αρχάριος ψάλτης έμαθα την αλήθεια: Η Κασσιανή δεν ήταν πόρνη. Αντιθέτως, ήταν μια κοπέλα ευλαβής, ευπρεπής, λογία και θαυμάσια βυζαντινή υμνογράφος, στην οποία οφείλεται και το περιώνυμο τροπάριο της Μ. Τρίτης. “Κύριε, η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή…” του οποίου το περιεχόμενο αναφέρεται στην πόρνη γυναίκα που άλειψε τα πόδια του Κυρίου μας πριν από τα πάθη του μ’ ένα πανάκριβο μύρο από πίστη σ’ αυτόν, σεβασμό, αγάπη και μετάνοια. Επομένως, είναι φανερό πως κάποιος κόσμος αγράμματος ή κακά πληροφορημένος, ταύτιζε το περιεχόμενο του τροπαρίου με τη δημιουργό του. Για περισσότερες πληροφορίες κατέφυγα στην εγκυκλοπαίδεια. Ο,τι έμαθα θα σας το μεταφέρω πιο κάτω ως επίκαιρο, λόγω της σημερινής ημέρας.
Η Κασσιανή, λοιπόν, ήταν βυζαντινή αρχοντοπούλα πανέμορφη, μορφωμένη και πανέξυπνη, με ποιητικό ταλέντο. Εζησε τον 9ο αιώνα, όταν αυτοκράτορας του Βυζαντίου ήταν ο Θεόφιλος και μετέπειτα ο Μιχαήλ ο Γ’. Ο αυτοκράτορας Θεόφιλος ήταν άγαμος. Όταν αποφάσισε να παντρευτεί, περί το έτος 830, με εντολή της μητέρας του Ευφροσύνης, όπως λένε οι παραδόσεις, συγκεντρώθηκαν στην Κωνσταντινούπολη απ’ όλο το βυζαντινό κράτος ωραιότατες παρθένες από τις οποίες ο βασιλιάς Θεόφιλος θα διάλεγε τη μνηστή του. Οι επικρατέστερες, σύμφωνα πάντοτε με την παράδοση, ήσαν δώδεκα και απ’ αυτές ξεχώριζαν δύο: η Κασσιανή και η Θεοδώρα. Στην εκλεκτή του ο Θεόφιλος θα πρόσφερε ένα χρυσό μήλο που του είχε δώσει η μητέρα του.
Σαν έφτασε η μέρα της επιλογής, τα κορίτσια παρετάχθηκαν σε μια γραμμή. Ο Θεόφιλος, κρατώντας το μήλο στο χέρι, εξέταζε οπτικά και από πολύ κοντά μία μία τις υποψήφιες και προχωρούσε. Σαν έφτασε στην Κασσιανή τα ‘χασε! Τέτοια θεία ομορφιά, τέτοια αγγελική μορφή δεν είχε ξανασυναντήσει. Για κάμποσα δευτερόλεπτα έμεινε άφωνος! Όταν συνήλθε, θέλοντας να δοκιμάσει και την πνευματική συγκρότηση της κοπέλας, της είπε, δήθεν αστειευόμενος: “Δια γυναικός ερρύη τα φαύλα”, δηλαδή “δια της γυναίκας έρρευσαν (όλα) τα κακά” εννοώντας προφανώς την προμήτορα Εύα. Όμως, χωρίς να χάσει καιρό η πανέξυπνη, θαρραλέα και ετοιμόλογη Κασσιανή παρετήρησε: “Και διά γυναικός πηγάζει τα κρείττονα!” υπαινισσόμενη την Παναγία Παρθένα, η οποία διά του τόκου της (του Χριστού) έφερε τη σωτηρία.
Ο Θεόφιλος για δεύτερη φορά έμεινε άφωνος. Και φοβούμενος την ομορφιά και προπάντων τη μόρφωση, το θάρρος και την εξυπνάδα της, δεν της έδωσε το μήλο. Το έδωσε στη Θεοδώρα. Η Κασσιανή τότε φαίνεται να είπε: “Αφού δεν έγινα βασίλισσα του πρόσκαιρου τούτου κόσμου, θα γίνω της αιώνιας βασιλείας του κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Έμεινε, λοιπόν, άγαμη και έγινε μοναχή, ιδρύοντας μάλιστα και δικό της μοναστήρι όπως μας πληροφορούν διάφοροι βυζαντινοί χρονογράφοι.
Η Κασσιανή έμεινε αξέχαστη, όχι μόνο σαν μοναχή αλλά και ως ποιήτρια θαυμάσιων θρησκευτικών κυρίως ύμνων, από τους οποίους ο λαϊκότερος είναι το εις την πόρνη ιδιόμελο δοξαστικό των αποστίχων της Μ. Τρίτης “Κύριε, η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή…”.
* Ο Μανώλης Ροδιτάκης είναι τ. εκπαιδευτικός και ειδ. πάρεδρος του Παιδαγ. Ινστιτούτου πτυχιούχου πολιτ. Επιστημών.