Αυτά που παρακολούθησα κι εγώ όπως και πολλοί άλλοι πολίτες στους τηλεοπτικούς μας δέκτες, το Σάββατο στις 11 Νοεμβρίου για τον ΣΥΡΙΖΑ, για πολλούς ξεπερνούν και την πιο προχωρημένη φαντασία. Γιατί κανένας δεν μπορούσε να φανταστεί ή να προβλέψει λίγους μήνες πριν, ότι η κατάσταση θα έφτανε στα όρια πλήρους διάλυσης ενός πολιτικού σχηματισμού που, αν μη τι άλλο, κυβέρνησε και τη χώρα πριν λίγα χρόνια, και μάλιστα εν μέσω φαινομένων γενικευμένης σήψεως. Για ένα νεαρό παρατηρητή, η κατάσταση ή θα τον αφήνει αδιάφορο ή θα του προκαλεί απορίες, χωρίς δυστυχώς απάντηση.
Σε εκείνες τις εσωκομματικές διεργασίες, λοιπόν, είδαμε και ακούσαμε ομιλίες, φωνές από διάφορα στελέχη και γωνιές της αίθουσας, άναρθρες αιφνίδιες κραυγές, κάποια ενδιάμεσα γιουχαΐσματα, μερικοί να κρατούν το κεφάλι τους, άλλοι να το κουνάνε απλώς, οι περισσότεροι να σιγοψιθυρίζουν μεταξύ τους ή κατά μόνας, καταστάσεις πρωτόγνωρες για ένα κόμμα με αρχές και καταστατικό λειτουργίας.
Όμως, για τους μεγαλύτερους ηλικιακά, τίποτα δεν ήταν καινούργιο. Πολλάκις στο παρελθόν, ειδικά στον προηγούμενο, φευ, αιώνα, πολλά από τα παραπάνω ήταν συνηθισμένα φαινόμενα. Συνελεύσεις, ομιλίες, ζητωκραυγές διασπάσεις, διαγραφές και η ζωή συνεχιζόταν. Ο γράφων σπούδασε και τελείωσε την Ιατρική Σχολή της Αθήνας, στη δεκαετία του 1970, τα περισσότερα χρόνια στην περίοδο της στρατιωτικής δικτατορίας.
Το αμφιθέατρο της Φυσιολογίας στο Γουδί, όπου βρίσκονται ακόμα και σήμερα τα εργαστήρια της σχολής αυτής, είχε πάντοτε την τιμητική του, ίσως επειδή ήταν το μεγαλύτερο, δίπλα και κάτω από τα πανύψηλα πεύκα και με το καφενεδάκι στην άκρη ανοιχτό όλη μέρα. Σε κείνο λοιπόν το αμφιθέατρο, στο οποίο έμπαινες και έβγαινες με σχετική ευκολία και χωρίς να γίνεσαι τόσο αντιληπτός, γίνονταν οι περισσότερες συνελεύσεις των φοιτητών σε κλίμα απέραντης ευφορίας αλλά και περίσκεψης.
Ήταν κι’ εκεί συνηθισμένες οι μαζώξεις για άπειρες ώρες, με τσιγάρα στις γωνίες, οι φωνές των διαφωνούντων, οι επιδοκιμασίες και αποδοκιμασίες, για ένα σωρό ζητήματα από το πιο μικρό έως το σοβαρότερο. Για θέματα της σχολής αποκλειστικώς αλλά κυρίως για πολιτικής φύσεως. Ήταν, να μην λησμονούμε, η εποχή στην οποία ανέτειλε δειλά-δειλά το ΠΑΣΟΚ, αλλά την τιμητική είχαν, όπως είναι ευνόητο, τα κόμματα της αριστεράς.
Όσα είδαμε χθες στη συγκέντρωση του ΣΥΡΙΖΑ, στην ουσία ήταν μια μικρογραφία εκείνων των παλιών εποχών. Συζητήσεις, τοποθετήσεις με σειρά προτεραιότητας, καυγάδες, ακραίες συμπεριφορές, ύβρεις, διακοπές, οχλαγωγία, τραμπουκισμοί, αλλά και ευκαιρία για δημιουργία ερωτικών συμπεριφορών και ανάλογων συνάψεων, που ανήκουν στο παρελθόν και στη μνήμη των συμμετεχόντων σε αυτές.
Βεβαίως ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει καμία σχέση με όλα αυτά, παρά το γεγονός ότι διατείνεται ότι προέρχεται ή έχει τις ρίζες του στο γνωστό εκείνο κόμμα του εικοστού αιώνα. Η πορεία του χιλιοειπωμένη, η συμπεριφορά του ακόμα περισσότερο, αλλά ο προορισμός του για μεγάλο χρονικό διάστημα άγνωστος.
Τότε θυμάμαι, υπήρχε η ελπίδα για πτώση της δικτατορίας, η αυριανή μέρα για τη χώρα και για όλους, πολιτικά κόμματα και πολίτες, τώρα είδαμε την κατάντια, την απέραντη θλίψη, έτσι όσα στελέχη του ανήκαν κάποτε σε εκείνον τον σχηματισμό του οποίου η αναφορά του ονόματος είναι νομίζω περιττή, δεν μπορώ να προβλέψω ή να φαντασθώ τι ακριβώς σκέφτονται.
Πώς όλα εκείνα τα ελπιδοφόρα που έζησαν στα χρόνια της νιότης τους έγιναν θρύψαλα που σκορπίστηκαν με ένα φύσημα του αέρα που ήρθε αιφνίδια μαζί με ένα ξενόφερτο ηγέτη, από το πουθενά. Βεβαίως αν επανέλθουμε στην ιστορία του κόμματος, τίποτα δεν ήταν τυχαίο ή απρόβλεπτο συμβάν. Όλα ήταν προδιαγεγραμμένα, αρκεί να μην είχε ο παρατηρητής τις γνωστές παρωπίδες.
Αλλά απίστευτα εκ πρώτης όψεως! Όμως δεν είναι να απογοητεύεται κάποιος. Και μόνο το γεγονός ότι βρίσκεις την ευκαιρία κάποιες φορές να παλινδρομήσεις και να μεταφερθείς σε εκείνα τα όμορφα νεανικά χρόνια, δεν είναι καθόλου αμελητέο!
«Αυτός ο όμορφος κόσμος… Πράγματι, δεν ξέρω τι να σκεφτώ γι’ αυτόν», έλεγε κάποτε ο Χένρι Λονγκφέλοου, ένας εμβληματικός Αμερικανός ποιητής του 19ου αιώνα. «Μερικές φορές είναι όλο χαρά και λιακάδα, και ο ίδιος ο παράδεισος δεν είναι μακρυά.
Και τότε αλλάζει ξαφνικά, και είναι σκοτεινός και θλιμμένος, και τα σύννεφα κλείνουν τον ουρανό. Στη ζωή των πιο θλιμμένων από εμάς, υπάρχουν φωτεινές μέρες σαν κι αυτή, όταν νιώθουμε σαν να μπορούμε να πάρουμε τον μεγάλο κόσμο στην αγκαλιά μας. Μετά έρχονται οι ζοφερές ώρες, όταν η φωτιά δεν καίει ούτε στις εστίες μας ούτε στις καρδιές μας και όλα έξω και μέσα είναι ζοφερά, κρύα και σκοτεινά»!