.Toυ Γιάννη Γ. Τσερεβελάκη

Ο Κρόνος, σύμφωνα με την αρχαία ελληνική μυθολογία, ήταν ο ηγέτης της γενιάς των Τιτάνων, των απογόνων της Γαίας και του Ουρανού. Ήταν πανούργος και φιλόδοξος και, με τη βοήθεια της Γαίας, ανέτρεψε τον πατέρα του κι έγινε ο υπέρτατος θεός. Ωστόσο, επειδή φοβόταν μήπως πάθει αυτό που ο ίδιος είχε κάμει στον πατέρα του, κατάπινε τα παιδιά του. Όμως, η γυναίκα του η Ρέα, που ήταν και αδερφή του, έκρυψε το τελευταίο τους παιδί, τον Δία, κι έδωσε στον Κρόνο μια φασκιωμένη πέτρα να την καταπιεί. Έτσι γλίτωσε ο Δίας, που αργότερα ανέτρεψε κι αυτός με τη σειρά του τον Κρόνο κι έγινε ο ηγέτης «ἀθανάτων τε θεῶν χαμαὶ ἐρχομένων τ’ ἀνθρώπων», κατά τη ρήση του Ομήρου.

Όπως είπαμε, ο Κρόνος ήταν, σύμφωνα με τα αρχαία κείμενα, «ἀγκυλομήτης», δηλαδή πανούργος, επειδή έκανε τα πάντα να στρέφονται γύρω από τον εαυτό του, οι «σοφές» πράξεις του δηλαδή απέβλεπαν μόνο σ’ εκείνον, γι’ αυτό και έτρωγε τα παιδιά του. Έτσι, δεν είναι παράξενο που, κατά την Αλεξανδρινή περίοδο και την περίοδο της Αναγέννησης, έστω και από κάποια σύγχυση, στη λατινική γλώσσα η λ. Κρόνος (Cronos) ταυτίστηκε με τη λ. χρόνος (chronos). Όπως δηλαδή ο Κρόνος κατάπινε τα παιδιά του, έτσι και ο χρόνος καταπίνει τα πάντα: ανθρώπους, πόλεις και πολιτισμούς, ήτοι όσα δημιουργούνται «ἐν χρόνῳ». Τα έγχρονα δημιουργήματα είναι, θα λέγαμε, καταδικασμένα να τα καταπιεί ο αδυσώπητος χρόνος-Κρόνος, να περάσουν στην ανυπαρξία, να εξαφανιστούν. Η ιστορία και η καθ’ ημέραν ζωή είναι οι αδιάψευστοι μάρτυρες αυτής της «σκληρότητας» του χρόνου, που δεν φείδεται ουδενός, που παρασέρνει τα πάντα στο πέρασμά του και δεν αφήνει «να φανεί η φανιά τους», όπως έλεγαν οι παλιοί Κρητικοί. Όλοι έχουμε ζήσει το θάνατο δικών μας ανθρώπων, που τους κατάπιε η χοάνη του χρόνου, και όλοι γνωρίζουμε ότι κι εμείς δεν θα γλιτώσουμε από την παντοδυναμία του.  Πόσοι πολιτισμοί, εξάλλου, δεν έχουν εξαφανιστεί στην πορεία των αιώνων, πόσοι αυτοκράτορες, δυνάστες και ηγέτες δεν έχουν πληρώσει «το κοινόν χρέος» όλων των ανθρώπων; Ο χρόνος δεν κάνει εξαιρέσεις, δεν γνωρίζει από παρακάλια, δεν ελέγχεται. Περνά και στο διάβα του παρασέρνει τα πάντα, χωρίς να ρωτά, χωρίς να νοιάζεται.  Αυτή τη δύναμη του χρόνου που φεύγει και παρασέρνει τα πάντα εμείς οι άνθρωποι τη βιώνουμε με παράπονο, με θλίψη ή και με οργή, όπως το λέει ο ποιητής Τάσος Λειβαδίτης :

…Αηδίες-ο χρόνος έγινε για να κυλάει

οι έρωτες για να τελειώνουν,

η ζωή για να πηγαίνει στο διάολο,

κι εγώ για να διασχίζω το Άπειρο με το μεγάλο διασκελισμό

ενός μαθηματικού υπολογισμού,

μονάχα όποιος τα διψάει όλα

μπορεί να με προφτάσει

ό, τι ζήσαμε χάνεται

γκρεμίζεται μέσα στο σάπιο οισοφάγο του χρόνου

και μόνο μια φορά τις νύχτες,

θλιβερό γερασμένο μηρυκαστικό τ’ αναμασάει η ξεδοντιασμένη μνήμη,

όσα δεν ζήσαμε αυτά μας ανήκουν…

Υπάρχει δυνατότητα νίκης πάνω στο χρόνο; Από βιολογική άποψη δεν υπάρχει. Οι άνθρωποι γνωρίζουμε ότι το αναπόφευκτο τέλος κάποια στιγμή θα έλθει. Αυτή η συνείδηση του τέλους ανήκει, όπως φαίνεται, μόνο στον άνθρωπο, κι αυτό είναι που κάνει τη ζωή του τραγική. Ίσως, όμως, έχουμε άλλες δυνατότητες να σταθούμε απέναντι στον χρόνο. Αντί να τον δούμε σαν εχθρό, να τον δούμε σαν «Καιρό», δηλαδή ευκαιρία που μας δίδεται, ώστε να τον αξιοποιήσουμε δημιουργικά. Ένας τρόπος  νίκης πάνω στο χρόνο είναι η δημιουργική πράξη. Θυμούμαι τον εκατοχρονίτη γέροντα που αναφέρει ο Καζαντζάκης, ο οποίος φύτευε ένα δέντρο. Όταν τον ρώτησαν γιατί το φυτεύει, αφού δεν θα προλάβει να γευτεί τους καρπούς του, απάντησε ότι το φυτεύει σαν να ήταν να πεθάνει αύριο και σαν να ήταν να ζήσει ακόμη χίλια χρόνια. Σημασία δεν είχε για το σοφό γέροντα πόσα χρόνια θα ζήσει, αλλά αν, φεύγοντας από τη ζωή, αφήσει κάτι και για τους άλλους. Χωρίς τη δημιουργία, ο χρόνος φεύγει χωρίς σημασία και η ζωή είναι μονότονη. Ας θυμηθούμε τον Καβάφη:

Μονοτονία: Την μια μονότονην ημέραν άλλη

μονότονη, απαράλλακτη ακολουθεί. Θα γίνουν

τα ίδια πράγματα, θα ξαναγίνουν πάλι

οι όμοιες στιγμές μάς βρίσκουνε και μας αφίνουν.

Μήνας περνά και φέρνει άλλον μήνα.

Αυτά που έρχονται κανείς εύκολα τα εικάζει·

είναι τα χθεσινά τα βαρετά εκείνα.

Και καταντά το αύριο πια σαν αύριο να μη μοιάζει.

Υπάρχει, όμως, κι άλλος τρόπος νίκης επί του χρόνου: είναι η πίστη στην Ανάσταση, όπως τη διδάσκει η Εκκλησία. Ο χρόνος σ’ αυτή την προοπτική είναι ένα θείο δώρο και μια ευκαιρία, για να πραγματώσει ο άνθρωπος το σκοπό του, που είναι να ζήσει τη ζωή του Θεού, τη ζωή της αγάπης προς τους συνανθρώπους του και προς όλα τα όντα. Η ζωή στην προοπτική της αγάπης είναι το προανάκρουσμα και προοίμιο της αιωνιότητας. Η πίστη στην Ανάσταση είναι που δεν αφήνει την ψυχή να βυθιστεί στην απελπισία, που γεμίζει με νόημα τη ζωή, καθώς τη συνδέει με την αιωνιότητα. Αλλά, όπως είπαμε, αυτό που προετοιμάζει για την αιωνιότητα είναι η ζωή της αγάπης. Αγαπούμε τη ζωή («και με τα χίλια βάσανα πάλι η ζωή γλυκιά ‘ναι», μας λέει ο εθνικός μας ποιητής), αλλά ζωή χωρίς αγάπη είναι ζωή χωρίς περιεχόμενο. Η αγάπη είναι εκείνη που κάνει τον άνθρωπο δημιουργικό, που τον στρέφει προς  τον συνάνθρωπο και τον κόσμο, που τον κάνει να δείχνει σεβασμό μπροστά στο μυστήριο της ζωής.

Ο νέος χρόνος, που έφτασε ήδη, είναι μια ευκαιρία να ξαναδούμε τη ζωή μας και μέσα στις δύσκολες ώρες που περνάμε, να πιάσουμε και πάλι το νήμα της από την αρχή, να δούμε το χρόνο ως ευκαιρία, ως «καιρό», και «ἐξαγοραζόμενοι τὸν καιρόν», δηλαδή χρησιμοποιώντας σωστά το χρόνο μας, όπως γράφει ο απόστολος Παύλος (Εφεσ. 5,16), να πορευτούμε με αισιοδοξία και πίστη τούτη τη χρονιά, κάνοντας την αγάπη οδηγό μας.