Η αυτογνωσία δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση, τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο. Θα διερωτηθεί κάποιος αν υπάρχει αυτογνωσία σε συλλογικό επίπεδο.

Θα έλεγα ότι υπάρχει, υπό την έννοια ότι σε ένα λαό π.χ. υπάρχουν κάποια χαρακτηριστικά που σχετίζονται με το γεωφυσικό περιβάλλον, τη γλώσσα, τα ήθη και τα έθιμα, τη θρησκεία, τις ιστορικές περιπέτειες και τη συλλογική μνήμη. Αυτά καθορίζουν και την ταυτότητά του.

Αν υπάρχει, λοιπόν, κάποια ταυτότητα σε ένα λαό, τότε ο λαός αυτός οφείλει να τη γνωρίζει, να γνωρίζει δηλαδή ποιος είναι. Ωστόσο, οι λαοί πολύ συχνά ή υποτιμούν ή υπερτιμούν αυτά τα χαρακτηριστικά που καθορίζουν την ταυτότητά τους. Δεν έχουν δηλαδή σαφή εικόνα του εαυτού τους, δεν έχουν αυτογνωσία.

Έτσι, λαοί που υποτιμούν τον εαυτό τους καταδικάζονται στη στασιμότητα και στη μοιρολατρία, ενώ λαοί που υπερτιμούν τον εαυτό τους κινδυνεύουν να πέσουν σε σοβαρά λάθη και να υποστούν μεγάλες ήττες. Η αυτογνωσία, επομένως, είναι εκείνη που συντελεί στην πρόοδο των λαών, οι οποίοι μπορούν να γνωρίζουν τόσο τα αδύνατα σημεία τους και να τα διορθώνουν, όσο και τις αρετές τους και να βασίζονται σ’ αυτές στην ιστορική τους διαδρομή.

Επειδή, όμως, είναι δύσκολη η διαδικασία της αυτογνωσίας, γιατί κανείς δεν παραδέχεται εύκολα τις αδυναμίες και τα λάθη του, γι’  αυτό χρειάζεται πολλές φορές να υπάρξει κάποιος τρίτος, που να δει απ’  έξω τα πράγματα με αντικειμενικότητα και, λειτουργώντας σαν καθρέπτης, να βοηθήσει στο σχηματισμό ης αληθινής εικόνας. Γιατί έκανα αυτό τον Πρόλογο θα φανεί παρακάτω.

Διάβασα πρόσφατα το «Ημερολόγιο 1898» του Γάλλου ταγματάρχη Emile-Honore Destelle (Έκδοση της Εταιρίας Κρητικών Ιστορικών Μελετών, Ηράκλειο 2019).

Ο Destelle υπήρξε στρατιωτικός διοικητής του νομού Λασιθίου και της επαρχίας Βιάννου το 1898, όταν η Κρήτη βρισκόταν υπό τον έλεγχο των Προστατίδων  Δυνάμεων, κατά την τελευταία φάση του κρητικού ζητήματος.

Η περιοχή του Λασιθίου είχε τεθεί τότε υπό την κατοχή των Γάλλων. Το Ημερολόγιο του Destelle αποτελεί μια εξαιρετική μαρτυρία για όσα σημαντικά συνέβησαν στην Κρήτη το 1898, έτος αυτονομίας του νησιού και άφιξης του πρίγκιπα Γεωργίου στην Κρήτη.

Μεταξύ όλων των γεγονότων που καταγράφει ο Γάλλος ταγματάρχης στο Ημερολόγιό του είναι και περιγραφές και σχόλια για τον τόπο, τα τοπία και τους ανθρώπους.

Έτσι, το Ημερολόγιο δίνει τη δυνατότητα να δούμε πώς είδε ένας ξένος τους Κρητικούς χριστιανούς αλλά και τους Τούρκους μουσουλμάνους, πράγμα που ίσως μας δώσει την ευκαιρία να αποκτήσουμε ίσως μια καλύτερη εικόνα για τον εαυτό μας ως Κρητικών. Βεβαίως, οι συνθήκες τότε ήταν εντελώς διαφορετικές, αλλά κάποια στοιχεία του χαρακτήρα μας, όπως θα δούμε, διασώζονται ακόμα.

Ο Destelle χαρακτηρίζει σε πολλές περιπτώσεις τους Κρητικούς πολεμιστές ως γενναίους, αλλά χωρίς τάξη και πειθαρχία, σαν ομάδα πειρατών (σ. 77). Στη σ. 221 γράφει:  «Οι Κρήτες παλικαράδες (χρησιμοποιεί τη λ. περιφρονητικά) είναι οπλισμένοι σαν αστακοί και δεν σταματούν να εξαπολύουν τις χειρότερες απειλές στους δύσμοιρους Τούρκους, που έχουν παραλύσει από το φόβο».

Αλλά και στη σ. 259, αναφερόμενος σε οφειλές του καϊμακάμη προς τους χριστιανούς, δεν φαίνεται να τους πιστεύει:  «Οφείλει κάποια ποσά, αλλά υπάρχει λόγος να είμαστε επιφυλακτικοί με αυτούς τους παλικαράδες, που δεν είναι πολύ λεπτοί ως προς τα μέσα που χρησιμοποιούν για να κοροϊδέψουν τον κόσμο».

Ο Γάλλος ταγματάρχης συχνά κατακρίνει κάποιους «άθλιους χριστιανούς» (σ. 251), επειδή όχι μόνο μάζευαν αλλά και έκοβαν τις ελιές των μουσουλμάνων (σσ. 112, 251, 253, 254), που από φόβο είχαν εγκαταλείψει τα χωριά και είχαν κλειστεί στην Ιεράπετρα,  Μιλάει για την απληστία τους (σ. 253), αν και αλλού τους αποκαλεί και «καλούς ανθρώπους» (σ. 167,  211 κ.α.).

Εκείνο που εντυπωσιάζει κάποιον, καθώς διαβάζει το Ημερολόγιο, είναι η «μεγάλη και γενναιόδωρη» (σ.126) κρητική φιλοξενία, την οποία ο Destelle, όποτε βρίσκει ευκαιρία υμνεί, υμνώντας ταυτόχρονα το κρητικό φαγητό, το κρητικό κρασί (σ. 85 και 91)και το κρητικό μέλι (σ. 91).

Μιλάει για το «φημισμένο κρητικό γεύμα» (σ. 90-91, 126-128, 141), που το αποκαλεί «λουκούλλειο» και το οποίο περιλαμβάνει αρνί κλέφτικο, χοιρινό, τυρί, ανθόγαλο, σαλάτα και φρούτα εποχής. Ίσως γι’  αυτό λέει για τους Κρητικούς ότι έχουν «γερά στομάχια» (σ. 135).

Περιγράφει μάλιστα και τον τρόπο που τρώνε οι ορεσίβιοι Κρήτες: «Οι άνθρωποι που μας περιποιούνται», γράφει, «είναι καλοί ορεσίβιοι, που αγνοούν τα ήθη μας και τρώμε όπως συνηθίζουν οι Κρήτες.

Δηλαδή, μας δίνουν ένα πιάτο για δύο ή τρία άτομα και ριχνόμαστε στο φαγητό χωρίς να ανησυχούμε για το πρωτόκολλο» (σ. 147-148). Βρίσκει, επίσης την ευκαιρία να περιγράψει με θαυμασμό ένα νέο Κρητικό:  «Παρατηρώ αυτό το παλικάρι», γράφει, «και ομολογώ πως είναι πραγματικά όμορφο με την ορεσίβια ενδυμασία, με το στενό μπολερό του, τις φαρδιές τούρκικες περισκελίδες (εννοεί την κρητική βράκα), τα στιβάνια και έναν σκούφο από αστρακάν.

Έχει υπέροχο ανάστημα και η στάση του σώματός του είναι αξιοθαύμαστη. Να προσθέσουμε κι ένα ηλιοκαμένο πρόσωπο με ωραία χαρακτηριστικά, που του δίνουν την όψη αλλοτινού κουρσάρου» (σ. 92).

Σε μια συνάθροιση των προεστών της Βιάννου που γίνεται στην περιοχή Μουρνιές, ο Γάλλος ταγματάρχης ξεχωρίζει τους «όμορφους Κρήτες με την τοπική ενδυμασία» (σ.126). Θαυμάζει την ταχύτητά τους, λέγοντας πως «τρέχουν σαν ελάφια» (σ.125).

Αλλά και για τις γυναίκες της Κρήτης μιλάει επαινετικά:  επαινεί τη νοικοκυροσύνη (σ. 204) αλλά και την ομορφιά τους (σ. 202). Ιδού πώς περιγράφει τις γυναίκες της Καλαμαύκας: «Όλες οι γυναίκες φορούν τη λιτή τοπική ενδυμασία, αλλά είναι πολύ προσηνείς και μερικές έχουν αρκετά ωραία χαρακτηριστικά.

Η οικοδέσποινα είναι ακόμα νέα, αλλά τα χαρακτηριστικά της είναι κουρασμένα, όπως συμβαίνει με όλες τις γυναίκες της περιοχής, που έχουν περάσει τα 25 με 30 χρόνια. Θα είχε υπάρξει πολύ όμορφη» (σ. 89).

Εκείνο που εντυπωσίασε τον Γάλλο ταγματάρχη ήταν η συμπεριφορά των Κρητικών στις μεταξύ τους συζητήσεις για τα κοινά. Με αφορμή μια σύναξη των προεστών της Ιεράπετρας  ο Destelle γράφει: «Αρχίζουμε τις συζητήσεις και, όπως σε κάθε συνέλευση Ελλήνων, λέγονται πολλά χωρίς να λέγεται τίποτα το ουσιαστικό» (σ.135)

. Αλλά και με αφορμή μια άλλη συγκέντρωση προεστών στις Μάλες σημειώνει: «Μπαίνουμε στο χωριό και αρχίζουμε αμέσως τις συζητήσεις με τους δήμαρχους και τους προεστούς.  Συμφωνούμε σε διάφορα θέματα, αλλά οι συζητήσεις έχουν πραγματικά ένα συγκεκριμένο τυπικό (μου θυμίζουν τις μεγάλες συζητήσεις των αρχαίων Ελλήνων στην Αγορά).

Όλοι έχουν δικαίωμα γνώμης και δεν υπάρχει διαχωρισμός τάξεων, όταν πρόκειται για συζήτηση. Αυτός που θα μιλήσει καλύτερα κερδίζει την προσοχή όλων.» (σ. 147).  Αλλά και στην κρητική οικογένεια και τη δομή της αναφέρεται ο Destelle: «Στον τόπο αυτόν», γράφει, «η οικογένεια είναι πολύ αυστηρά δομημένη.

Ο πατέρας είναι τα πάντα και περιβάλλεται από τον μεγαλύτερο σεβασμό από τα παιδιά του και, επίσης, από τη σύζυγό του. Δεν επιτρέπεται στον γαμπρό να κάνει και πολλά, παρουσία του πατέρα, ενώ στα μέρη μας κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει. Οι γυναίκες, επίσης, δεν κάθονται στο τραπέζι για να γευματίσουν, όταν υπάρχουν καλεσμένοι, και περιορίζονται στο σερβίρισμα» (σ. 115).

Ο Destelle βρίσκει την ευκαιρία να αναφερθεί και στους τους Τούρκους, αλλά όχι με τις ίδιες λεπτομέρειες, επειδή το Κοράνι δεν επέτρεπε στους ξένους να μπαίνουν στα σπίτια των Τούρκων.

Υπάρχουν όμως κάποια σημεία του κειμένου από τα οποία μπορούμε να αντλήσουμε πληροφορίες για τους Τούρκους.  Ο Γάλλος περιγράφει τον Τούρκο καϊμακάμη ως εξής: «Είναι πραγματικά ο τύπος του Τούρκου υπαλλήλου.

Φορά μια μακριά μαύρη ρεντιγκότα και το παρουσιαστικό του είναι φροντισμένο (…) Πιστεύω πως αυτός ο άνδρας θα δημιουργήσει προβλήματα διότι δείχνει υποκριτής και συνάμα έξυπνος. Μου εκφράζει τα αισθήματα φιλίας του, αλλά πάντα πρέπει να είμαστε δύσπιστοι με αυτά τα άτομα και να μην πιστεύουμε παρά μόνο τα μισά» (σ. 101).

Θεωρεί τον τουρκικό λαό «πολύ ευρηματικό στα πυροτεχνήματα και τους φωτισμούς» (σ.215), αναφέρεται στο φανατισμό τους (σ.233, 247 και 250) και επισημαίνει την τούρκικη πονηριά, γράφοντας ότι οι Τούρκοι «έχουν πάντα μια άλλη σκέψη στο πίσω μέρος του κεφαλιού τους» (σ.267).

Αλλά και σε άλλο σημείο αναφέρεται στην πονηριά του Τούρκου διοικητή και στη κτηνωδία του Τούρκου στρατιωτικού (σ. 281). Δεν παραλείπει, επίσης, να αναφερθεί στην ανατολίτικη μοιρολατρία (σ. 282), ενώ περιγράφει και τις Τουρκάλες ως εξής: «Είναι μια ευκαιρία», γράφει, «για να δούμε ό, τι καλύτερο έχει να επιδείξει το γυναικείο φύλο στην τουρκική υψηλή κοινωνία. Υπάρχουν γυναίκες όλων των ηλικιών, και πανέμορφες και φρικτές, αλλά οφείλουμε να πούμε πως στην πλειονότητά τους είναι πολύ ωραίες» (σ. 281).

Προσπάθησα να αποδελτιώσω τις αναφορές του Destelle στους χριστιανούς Κρητικούς και στους μουσουλμάνους Τούρκους.

Οι διαφορές μεταξύ τους είναι εμφανείς. Εκείνο πάντως που εντυπωσιάζει είναι ότι πολλά από τα χαρακτηριστικά των Κρητικών που παρουσιάζει ο συγγραφέας του Ημερολογίου παραμένουν ζωντανά και σήμερα:  η φιλοξενία, η γενναιότητα και το δημοκρατικό και φιλελεύθερο πνεύμα αλλά και η ζωοκλοπή, οι ανούσιες πολιτικές συζητήσεις, η εκδικητικότητα  και η επιδίωξη του ατομικού συμφέροντος.

Από την άλλη μεριά, οι μοιρολάτρες μουσουλμάνοι με την ανατολίτικη πονηριά τους. Ένας κόσμος, που έζησε μαζί με τους χριστιανούς για πολλά χρόνια, αλλά που, όπως γράφει ο Ελύτης, «το χώμα δεν έδεσε ποτέ με τη φτέρνα τους» «και το φως δεν έδεσε ποτέ με τη σκέπη τους» «και το μέτρο δεν έδεσε ποτέ με τη σκέψη τους» (Άξιόν εστί).

Ωστόσο, αυτό σημαίνει πως κάθε λαός πρέπει να βρει και να έχει το χώμα του, τη σκέπη του και τη σκέψη του, δηλαδή τα στοιχεία που του δίνουν το χαρακτήρα του, και αυτά τα στοιχεία να γίνονται σεβαστά από τους άλλους λαούς. Κι εμείς ως Έλληνες και Κρητικοί με μια πράξη αυτογνωσίας ας σκεφτούμε ποιοι είμαστε, από πού ερχόμαστε και προπάντων ποιο μέλλον θέλουμε.