Είναι πλέον γεγονός ότι στο Ηράκλειο της κρίσης οι τέχνες ανθούν. Για την ακρίβεια, τις τέχνες -τις αληθινές τέχνες- δεν τις γεννά η καλοπέραση και ο πλούτος, πόσο μάλλον εκείνη η πρόσκαιρη δανεισμένη πολυτέλεια που μας οδήγησε σαν κοινωνία στην υποτέλεια. Οι μεγάλες εμπνεύσεις -στο μέτρο του καθενός- έρχονται όταν το κοινό, όχι απλώς μπορεί, αλλά θέλει, έχει ανάγκη να σε ακούσει, να σε μελετήσει ή να σε παρακολουθήσει, αναλόγως την τέχνη για την οποία κοπιάζεις.
Μια τέτοια εμπειρία ήταν και η θεατρική παράσταση της Ομάδας Θεατρικής και Παραστατικής Τέχνης «Το Σανίδι» με τίτλο «Δύο γυναίκες χορεύουν» του Ζουζέπ Μαρία Μπενέτ Ζουρνέτ, που παρακολούθησα στο αγαπημένο – και προσωπικά – θεατράκι του Θεάτρου Κρήτης, υπό την αιγίδα^του οποίου ήταν και η παράσταση.
Κάθισα στο πλάι της σκηνής. Ένιωσα ότι από εκεί θα ήμουν σε θέση να δω αυτό που ήθελα εγώ. Παρατηρώ το σκηνικό. Λιτό, ουσιώδες, χωρίς κατασκευές. Αντικείμενα σκόρπια γύρω. Ένα παλιό ραδιόφωνο με ένα αντίστοιχο λαμπατέρ, δεξιά ένα παλιό μεγάλο τραπέζι. Μια πολυθρόνα στο κέντρο και μια χαμηλή βιβλιοθήκη γεμάτη… κόμικς(!) Το έργο αναφέρεται στη ζωή δύο -φαινομενικά- άσχετων γυναικών που όπως αποδεικνύεται, όταν θα αρχίσουν να κατανοούν η μια την άλλη, θα δουν ότι η μοίρα τους είναι πολύ πιο κοινή από όσο νομίζουν.
Στις ερμηνείες των ρόλων ήταν η Κωνσταντίνα Σαρρή και η Φαίη Ταμιωλάκη.
Η δεύτερη, αν και πολύ νέα ηλικιακά, κατάφερε να δυεισδύσει κάτω από το δέρμα του ρόλου και να μας μεταδώσει, μέσα από την διάφάνη νεανικότητά της, εκείνο τον απύθμενο, τον βουβό πόνο που συνεχώς καλύπτεται από μια υποχρεωτική ευγένεια και ένα χαμόγελο, αλλά στην πραγματικότητα αυτός ο πόνος είναι έτοιμος, ανά πάσα στιγμή, να προκαλέσει την οργή της για το άδικο που της όρισε τη ζωή. (Αξίζει εδώ να αναφέρουμε ότι ο ρόλος της Φαίης Ταμιωλάκη ήταν διττός.
Η σκηνοθεσία του έργου είναι αποτέλεσμα της συνεργασίας της με την Έφη Δράκου). Σκηνοθετικά, το έργο απλώθηκε ισόρροπα σε δύο διαστάσεις με τους συσχετισμούς να ποικίλλουν ανάλογα με την εξέλιξη και την κρισιμότητα των στιγμών. Μπράβο τους για αυτό και ιδιαίτερα στη Φαίη που είναι πολλά υποσχόμενη στο χώρο για το μέλλον.
Στον άλλο ρόλο, της “κακιάς” γριάς, η Κωνσταντίνα Σαρρή είναι αυτό που λέμε η ενσάρκωση. Η Σαρρή -τη γνωρίζω προσωπικά- μετρά 20 και πλέον χρόνια στο χώρο. Είναι μια ηθοποιός τριών διαστάσεων.
Στο συγκεκριμένο ρόλο μάς έπεισε άνετα πως αυτή η γριά που υποδύεται ενώ δηλώνει αμετανόητα κακιά και στριφνή, στην πραγματικότητα πρόκειται για έναν βαθειά πληγωμένο άνθρωπο που όχι μόνο η ζωή, αλλά και τα παιδιά της ακόμα, της γύρισαν την πλάτη. Ο λόγος της άλλοτε μεστός, άλλοτε σουρεαλιστικός κι αεράτος, κι άλλοτε πάλι φιδίσιος και γραφικά κακεντρεχής. Αναπνοές και κίνηση εξαιρετική! Μπράβο Σαρρή!
Ένα μπράβο πρέπει να πούμε εδώ στην ψιμυθιολόγο Άννα Χιλετζάκη που φρόντισε να “φορτώσει” επιτυχώς το πρόσωπο της γριάς με τις απαραίτητες δεκαετίες, καθώς επίσης και στις ποιοτικές φωτογραφίες του Μάνου Πολιτάκη που επιμελήθηκε και την αφίσα. Συγχαρητήρια σε όλους όσοι συνετέλεσαν για αυτή την παράσταση.
Μιχάλης Μπαλαμούτσος (θεατρόφιλος).
Αναλυτικά οι συντελεστές είναι:
Μετάφραση: Μαρία Χατζηεμμανουήλ. Σκηνοθεσία: Έφη Δράκου, Φαίη Ίν.μιωλάκη. Σκηνικά – Κοστούμια: Αννα Χιλετζάκη. Μουσική επιμέλεια: Γιάννης Χαριτάκης. Επιμέλεια video: Μαρία Παπαδάκη. Φώτα – Ήχος: Ζαχάρης Περογαμβράκης. Φωτογραφία -Αφίσα: Μάνος Πολιτάκης Επιμέλεια Αφίσας: Σοφία Σαπουντζάκη. Ψιμυθιολόγος: Αννα Χιλετζάκη. Ραδιοφωνική παραγωγή: beep productions Υπεύθυνη Σκηνής – Κρατήσεων: Στέλλα Κουφάκη.