Οι μαντινάδες της Κρήτης είναι το πιο γνωστό και το πιο συνηθισμένο ποιητικό είδος του τόπου μας. Είναι γραμμένες σε ίαμβο 15/σύλλαβο και τις συναντούμε σε πολλές κοινωνικές εκδηλώσεις του λαού της Κρήτης: σε γλέντια, γάμους, βαφτίσια, χαρές και λύπες, πανηγύρια. Σε ώρες θλιβερές τραγουδιούνται σαν μοιρολόγια. Μα και τις ώρες της εργασίας-τρυγητός και λιομάζωμα, τραγουδιούνται από εργάτες και συντροφιές ή και από μεμονωμένα άτομα όπως η κοπελιά την ώρα που φτιάνει τα προικιά της…

Είναι δηλ. η μαντινάδα το μέσον έκφρασης των συναισθημάτων του λαού μας. Είναι το καταφύγιο για να ξεδώσει εκφραζόμενος σε έντονες καταστάσεις και σε στιγμές που η ψυχή του φορτίζεται με πλήθος έντονων συναισθημάτων. Γι’ αυτό ακριβώς οι μαντινάδες έχουν βάθος, πλούσια φιλοσοφία, γνήσιο συναίσθημα και πυκνό περιεχόμενο. Είναι το πιο αντιπροσωπευτικό είδος που δημιούργησε και δημιουργεί ο Κρητικός στη μεγάλη πλειοψηφία του.

Γι’ αυτό μια παροιμία λέει: «Όπου Κρητικός και ρίμα, κι όπου μαντινάδα Κρήτη». Όπου κι αν ζούνε Κρητικοί και στην πιο απομονωμένη γωνιά της Γης ζουν και εκφράζονται με τις μαντινάδες. Τις θεωρούν σαν το συνδετικό κρίκο με την Πατρική Γη, σαν τον ομφάλιο λώρο που τους ενώνει με τη μητρική ύπαρξη και απομυζούν μ’ αυτές τη δύναμη και την πνοή τους για να αντέξουν στις δυσκολίες της ξενιτιάς. Για να μη ξεκόψουν από τη Γενέτειρα και την ιδιαίτερη Πατρίδα, για να διατηρήσουν άσβηστη την ελπίδα που σιγοκαίει στα βάθη της ψυχής τους για επιστροφή.

 

-Κι αν είμαι Κρήτη αλάργο σου γροικώ σε και θωρώ σε

και σ’ έχω θάρρος και πρεπιά, κορώνα και φορώ σε.  

-Κρήτη μου κι αν εμίσεψα δεν είν’ από δικού μου

 κι όπου σταθώ κι όπου βρεθώ δε βγαίνεις απ’ το νου μου.  

-Δεν τσι ξεχνώ τσι χάρες σου Κρήτη στα ξένα που ‘μαι

 κι απ’ όταν εχωρίσαμε θέτω και δεν κοιμούμαι.

– Κρήτη δεν κάνω χώρια σου δε ζω δίχως εσένα

 ζάλο ντο ζάλο μ’ ακλουθάς εις τα παντέρμα ξένα. 

-Ούλες τσι μέρες τσι καλές λιγώνομαι την Κρήτη

 μα τη Λαμπρή στην ξενιτιά δε με χωρεί το σπίτι. 

-Λιγώνομαί σε Κρήτη μου τη Μεγαλοβδομάδα

 κι οντέ την άφτω τση Λαμπρής στα ξένα τη λαμπάδα

(από το βιβλίο «Αντιλαψίδες», Μιχ. Καυκαλά)

 

Οι λίγες μαντινάδες που παραθέσαμε σαν μια πρώτη γεύση δείχνουν το βάθος και τη λαχτάρα της ψυχής του Κρητικού και στην προκειμένη περίπτωση του ξενιτεμένου Κρητικού.

Η μαντινάδα είναι το ποιητικό εκείνο είδος του τόπου μας που ακολουθεί πορεία ρέουσα μέσα στο χρόνο. Δεν είναι δηλαδή δημιούργημα και προνόμιο μιας συγκεκριμένης εποχής. Είναι φαινόμενο αέναο, αφού αιώνια κι αέναα είναι και τα ανθρώπινα συναισθήματα: έρωτας, χαρά, λύπη, πόθοι, αγωνίες, ελπίδες.

Απέραντα κι αμέτρητα τα θέματα της μαντινάδας και πιο πολύ τα θέματα αγάπης. Στίχοι με πλούσια ψυχική ζεστασιά, όπως πλούσιος είναι κι ο συναισθηματικός κόσμος του λαού μας:

 

-Ως είν’ η σπίθα λαμπερή στη χόβολη χωσμένη

 ετσά ‘ναι κι η αγάπη μας κρυφή μα μπιστεμένη.  

-Σαν τηνε νιώσεις τη μαθιά τση κοπελιάς να καίει

πως σ’ αγαπά σου μολογά κι ετσά λοής το λέει.

-Του νου μαντεύγεις τσι βουλές κι άφτεις τσι πεθυμιές μου

και βάρσαμο ‘σαι στσι πληγές, σπλάχνος στσι παιδωμές μου.

 

Κι ενώ άλλα ποιητικά είδη της Κρήτης (ριζίτικα-δημοτικά) δημιουργήθηκαν αιώνες πριν και μεταδόθηκαν από στόμα σε στόμα κι από γενιά σε γενιά, η μαντινάδα είναι το είδος εκείνο που «ρέει» συνεχώς μέσα στο χρόνο.

Δηλαδή όχι μόνο περνά από γενιά σε γενιά αλλά και δημιουργείται συνεχώς από τους ριμαδόρους του τόπου μας. Είναι δηλ. οι μαντινάδες κομμάτια από τις ρίζες μας και μέρος από την πηγή της δικής μας ζωής. Είναι με λίγα λόγια «το αέναο προσφιλές ποιητικό μέσον για την έκφραση του ψυχικού κόσμου του λαού μας».

Στο σημείο αυτό ας αναφέρουμε μερικές μαντινάδες που εκφράζουν διάφορα συναισθήματα των ανθρώπων του λαού μας:

Έρωτα: Εκεί που ο ήλιος δεν περνά κι ούτε φεγγάρι φτάνει

πρέπει του για να κατοικεί όποιος αγάπη χάνει.

 

Χαρά: Θα ‘μαστε πάντα ταίρι μου δεμένοι ταιριασμένοι

 αγαπημένοι στη ζωή και γλυκοσαλισμένοι.

 

Λύπη: Είναι στιγμές που η καρδιά κτυπάει δίχως αίμα

 άμα σκεφτώ πως στη ζωή δα ζούμε χωρισμένα.

 

Αβάστακτο πόνο: Κτύπα καρδιά μου δυνατά σαν σιντερά τ’ αμόνι

 που το χτυπούν με τη βαρά και κείνο δε σαμώνει.

 

Πόθο: Θέλω του κόσμου τ’ αγαθά και σένα αρχόντισσά μου

να βρίσκομαι στο πλάι σου ελπίδα και χαρά μου.  

 

Αγωνία: Αλίμονο στην κοπελιά άμα πολυκαιρίζει,

 αγκάλιαστη κι αγλύκατη στον κόσμο τι κερδίζει;

 

Όρκο: Ποτέ στο νου δεν ήβαλα να σε κακολογήσω

 καλιά να πέσω να πνιγώ σαν το κερί να σβήσω.  

-Να τρέμω ως το φυλλόδεντρο ψηλά στο κορφαλάκι

αν είπα λόγο για τα σε να στάζει το φαρμάκι

 

Κατάρες: Μερού νυχτού να κείτεται σε τρίπυρο στρωσίδι.

 που ‘κοψε την αγάπη μου με δίκοπο λεπίδι.  

-Να μη θωρεί αναπαμού στ’ αναστενάγματά του

μόνο να σειέται η κλίνη του στον πόνο τση καρδιά του.

 

Έπαινος: Συ βγήκες πρώτος χορευτής μέσα στην επαρχία

έχεις τη χάρη στο χορό, έχεις και την αξία.

-Οι κοντυλιές ορίζουνε τα ζάλα τ’ αλαφρά σου

 κι όλοι ποκαμαρώνουνε τα κάλλη τα δικά σου.

 

Ασυγκράτητη αγάπη: Ποιος ποταμός, ποια θάλασσα, ποια βρύση

 θολωμένη, θα μου τη σβήσει τη φωτιά που μου ‘χεις αναμμένη.

-Άχι το φως των αμαθιώ και γιάντα σκοτεινιάζει

οντέ δ’ ακούσω μια φωνή τσ’ αγάπης μου να μοιάζει.

 

Ριζικό-τύχη: Πόσες καρδιές ποθούν να ζουν στη ζήση όπως πρέπει

 κι όμως η μοίρα η σκληρή δεν τους το επιτρέπει.

 

Προδομένη αγάπη: Προδότη της αγάπης μου, κει που ‘μαι μη σιμώνεις

 εδά που πάλιωσε η πληγή μη μου την καινουριώνεις.  

-Ψάχνω γυρεύω, ερευνώ, ρωτώ, ζητώ, κοιτάζω,

 πού βρίσκεται η λησμονιά να πάω να μη στενάζω.

 

Αμαρτωλή αγάπη: Η αμαρτία ‘ναι γλυκιά την ώρα που την κάνεις

μ’ αλήθεια και στην πλερωμή πύρινο δάκρυ βγάνεις.

Ποτέ να μη το μαρτυράς τι κρύβεις στην καρδιά σου

κι αν κλαις να χύνεις πάντοτε κρυφά τα δάκρυά σου.

 

Και πάλι η βαθιά αγάπη: Όποιος αγάπη ένιωσε μια μοναχή και μόνο

ζει και γερνά και ξεψυχά στον εδικό της πόνο.

-Δεν παίζω μπλιο μου των πουλιώ γιατί τα ξεταιριάζω

 από δικού μου ξέρω ντο πως βαριαναστενάζω.     

 

Επιπόλαιη αγάπη:

-Τι τονέ νοιάζει τον παξέ πως δα χαθεί τ’ αηδόνι

 που με λογιώ-λογιώ πουλιά βραδιάζει ξημερώνει.

– Ξένα φτερά ‘χεις και πετάς και φαίνεσαι μεγάλη

 μα δα γοργομαδήσουνε να χαμηλώσεις πάλι.

-Μην τα μετράς τα λάθη μου μα λάθη του σεβντά ‘ναι

 κι αποξεχνούνται μονομιάς ελίγα γή πολλά ‘ναι.  

-Πριν αγαπήσεις κοίταξε να βρεις ένα λιμάνι

 που καταιγίδα και βοριάς ποτέ να μη σε πιάνει.

 

Και στο σημείο αυτό ας κάνουμε μια παρένθεση για να ξεχωρίσουμε τα γνωστά ποιητικά είδη της Κρήτης που αναφέραμε πιο πριν, δηλ. ριζίτικα, δημοτικά και τη διαφορά τους από τη μαντινάδα.

Ποιος δεν έχει ακουστά ή ποιος Κρητικός δεν έχει σιγοτραγουδήσει τον αετό της Κρήτη: «Σε ψηλό βουνό σε ριζιμιό χαράκι κάθεται ένα αϊτός…» ή το «Αγρίμια κι αγριμάκια μου… λάφια μου μερωμένα, πέστε μου πού ‘ν οι τόποι σας και που ‘ν τα χειμαδιά σας.

Γκρεμνά ‘ναι μας οι τόποι μας λέσκες τα χειμαδιά μας, τα σπηλιαράκια του βουνού είναι η κατοικιά μας εε, αγρίμια κι αγριμάκια μου…».

Αυτά δημιουργήθηκαν κάποια εποχή κι έμειναν στην ιστορία της ποιητικής δημιουργίας της Κρήτης.

Ας αναφέρουμε άλλο ένα παράδειγμα δημοτ. τραγουδιού (από το βιβλίο του Πάρι Κελαϊδή «Ριζίτικα για τα Σφακιά» τόμος β’) Ο πλουσοΓιώργης:

Τον πλουσοΓιώργη ηύρηκα στα όρη κι εκοιμάτο είχε T’ αέρι πάπλωμα και τα χαλίκια στρώμα και τ’ αργυρό ντου το σπαθί ώριο προσκεφαλάδι. Οι Σφακιανοί περνούσασι κι οι Σφακιανοί του λέσι:

´Ηντα γυρές Γιώργη επά εις την ξερομαδάρα;»

«Τα στείρα μας εχάσαμε κι ήρθα να τα γυρεύω».

Σημ. (στείρα λέγονται τα πρόβατα που δε γέννησαν ποτέ ενώ αυτά που γέννησαν κι αρχίζουν ν’ αποκόβουν το γάλα λέγονται έγγαλα. Οι βοσκοί αντίστοιχα λέγονται στειροβοσκός ή στειράρης και γκαλανόμος)1 «Εγύρεψα ντα στα βορνά και νοτικά δεν τα ‘βρα κι έπιασ’ αντάρα στα βουνά και καταχνιά στσι ρίζες και πορπατώ θλιφτά θλιφτά και παραπονεμένα».

Είναι ένα από τα πολλά ριζίτικα της Κρήτης. Αναφέρεται σ’ ένα συγκεκριμένο πρόσωπο. Το εμπνεύστηκε ο στιχουργός του μια συγκεκριμένη εποχή κι έμεινε στο σύνολο των ριζίτικων για πάντα, μια και καταγράφηκε και διασώθηκε. Δηλαδή η διαφορά του από τη μαντινάδα είναι ότι έχει μια συγκεκριμένη χρονικά δημιουργία. Η μαντινάδα όμως όσο παλιά κι αν έχει γραφτεί είναι πάντα επίκαιρη γιατί και το περιεχόμενό της με τα συναισθήματα που εκφράζει πάντα υπάρχουν στο λαό μας. Είναι, λοιπόν, αλληλένδετη με αυτά, τα ακολουθεί, τα πλαισιώνει, τα εκφράζει, γι’ αυτό είπαμε, έχει μορφή ρέουσα μέσα στο χρόνο που διαβαίνει.

Στο παραπάνω ριζίτικο που είπαμε, ενώ ο Γιώργης «ο πλούσος» όπως αποκαλείται, είναι ένας συγκεκριμένος βοσκός κάποιας εποχής, αντίθετα το περιεχόμενο της μαντινάδας έχει πάντα επικαιρότητα, είναι πάντα τωρινή, παρούσα, δημιουργούμενη ή δημιουργημένη στη συναισθηματική ζωή των ανθρώπων του λαού μας. Εδώ κλείνομε την παρένθεση για τα ριζίτικα.

Συνεχίζομε με μαντινάδες σειρές. Ένα είδος πολύ συνηθισμένο στις μαντινάδες της Κρήτης που το περιεχόμενό τους στρέφεται γύρω από το ίδιο θέμα που μπορεί να είναι σατιρικό, ερωτικό κλπ. Πρώτα μια σειρά με μαντινάδες, σατιρικές μπορούμε να πούμε όπου ένας θεόφτωχος νέος που θέλει να παντρευτεί, σκέφτεται όμως και τις συνέπειες που συνεπάγεται τούτη η επιθυμία του.

1Πληροφορίες από το βιβλίο

του Πάρι Κελαϊδή, Ριζίτικα για τα Σφακιά τόμος β’