Οι διαδόσεις γα συμμαχική απόβαση στην Κρήτη, καθ’όλη τη διάρκεια της κατοχής, επηρέασαν τον Αρχηγό της Αντίστασης καπετάν Μανόλη Μπαντουβά, που είχε λημέρι στην τοποθεσία των Λασιθιώτικων βουνών «Βρύση Χαμέτη». Μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας το καλοκαίρι του 1943, στέλνει έξι από τους άντρες να αιχμαλωτίσουν τρεις Γερμανούς που βρίσκονταν στο φυλάκιο του χωριού Σύμη Βιάννου. Η επιχείρηση έγινε τη νύχτα της 9ης Σεπτεμβρίου 1943.
Στο φυλάκιο τη νύχτα της 9ης Σεπτεμβρίου, βρίσκονταν δυο Γερμανοί. Αντιστάθηκαν και σκοτώθηκαν. Τα γεγονότα της εξουδετέρωσης του φυλακίου της Σύμης ήταν ραγδαία.
Οι Γερμανοί έχασαν την επαφή με τους άντρες του φυλακίου και ο Διοικητής Ηρακλείου Στρατηγός Μίλερ διατάζει ένα λόχο ανδρών να κατευθυνθεί στη Σύμη και να αναζητήσει τους Γερμανούς του φυλακίου. Ο Καπετάν Μανόλης Μπαντουβάς αποφασίζει να εμποδίσει τους Γερμανούς να βαδίσουν προς τη Σύμη. Αποφασίζει, με έναν αριθμό ανταρτών του με επικεφαλής τον Καπετάν Χρήστο Μπαντουβά, να καλύψουν τις διαβάσεις προς τη Σύμη.
Οι αντάρτες χωρίστηκαν σε τέσσερις ομάδες με επικεφαλής τους Χρήστο Μπαντουβά, Γεώργιο Νιργιανό, Γιάννη Ποδιά και Δημήτρη Παππά. Το πρωί της Κυριακής 12 Σεπτεμβρίου 1943, οι Γερμανοί επιχειρούν ανάβαση από τη Βιάννο στη Σύμη. Έχουν μαζί τους ως προπομπό και κάλυψη, Βιαννίτες πατριώτες που τους είχαν συλλάβει νωρίτερα.
Δίδεται μεγάλη μάχη μεταξύ ανταρτών και Γερμανών. Το βάρος της μάχης, σήκωσε στους ώμους τους ο Καπετάν Χρήστος Μπαντουβάς με τους άντρες του.
Οι απώλειες των Γερμανών ήταν συντριπτικές. Πάνω από πενήντα Γερμανοί σκοτώθηκαν και δέκα αιχμαλωτίστηκαν (εκτελέστηκαν αργότερα), ενώ οι απώλειες των ανταρτών ήταν ένας νεκρός και δυο τραυματίες. Ο ίδιος ο Χρήστος Μπαντουβάς, στα ανέκδοτα απομνημονεύματά του, περιγράφει τη μάχη της Σύμης ως εξής: «…εγώ, όπως γράφω και παραπάνω, ήμουν τραυματίας και ήμουνα σε ένα χωργιό της Βιάννου ονομαζόμενο Κρεβατάς.
Και μου στέλνουν ένα αγγελιοφόρο, το Γεώργιο Αγγελάκη και μου λέει να’ρθείς απάνω στο βουνό γιατί είναι ανάγκη και σε θέλει και ο Εγγλέζος. Έφυγα για το λημέρι και όταν επερνούσα από την Απάνω Σύμη με είδε ο γιατρός Σπανάκης και μου λέει: Σε παρακαλώ να μην πας ακόμα στο λημέρι γιατί το τραύμα σου δεν έχει κλείσει και είναι επικίνδυνο. Και του λέω: Όχι, θα πάω και ότι βρέξει ας κατεβάσει.
Επήγα και αντάμωσα και τους άλλους καπεταναίους και με υποδέχτηκαν με χαρές μεγάλες. Ετότες επήγα και εκάθησα μαζί με τον Καπετάν Μανώλη σε ένα παράμερον μέρος και μου λέει: Ο κλήρος έπεσε σε εμάς τους δυο. Εδώ ήταν ο Εγγλέζος και μας είπε ότι εντός σε λίγες ημέρες θα κάμουν αποβίβαση και πρέπει να υποστηρίξομε τα παράλια.
Αλλά οι Γερμανοί το επήραν χαμπάρι και ίσως να έρθουν και αύριον και να μας χτυπήσουν γιατί επήραν χαμπάρι και για την εξόντωση του φυλακίου. Είναι και ένας λόχος Ιταλοί στις Μουρνιές και δεν θέλει να παραδοθεί. Και μου λέει: Εσύ τι λες; Και του λέω: Εγώ θα πάρω τους άνδρες μου και θα κατεβώ στην Κάτω Σύμη και να στέσω καρτέρι των Γερμανών. Εγώ έχω νταλαβέργια με τους Γερμανούς. Εσύ άμε να πάρεις τους Ιταλούς.
Εφώναξα τους διμοιρίτες μου, τον Γεώργιον Μεταξάκη και τον Γεώργιον Χατζάκη και τος είπα την απόφαση που είχαμε πάρει και με μεγάλη χαρά εδέχθηκαν και δεν έβλεπαν την ώρα που θα ξεκινούσαμε. Εσυνεννοήθηκα με τον Νιργιανόν Γεώργιον και με τον Ποδιά εάν έβρισκα μεγάλη αντίσταση να κατεβούν και να με βοηθήσουν.
Εγώ μάλιστα είχα και ένα ανιψιό μου τον Ζαχαρία Αποστολάκη, παιδί της αδερφής μου, που τον είχα στην Ομάδα του Ποδιά να τον παρακολουθεί γιατί δεν του είχα εμπιστοσύνη. Εξεκινήσαμε και έστειλα τον γιατρό Χατζάκη να πάει μπροστοφυλακή και να παρακολουθεί τις κινήσεις των Γερμανών και να μας ειδοποιήσει και όταν θα ήταν η κατάλληλη στιγμή να επιτεθούμε.
Προτήτερα είχαμε κουβεδιάσει με παράγοντες βιαννίτες ότι, αν θα χτυπήσομε τους Γερμανούς, θα επακολουθήσουν επεισόδια και έπρεπε να φύγουν οι κάτοικοι από τα χωργιά. Και εμείναμε σύφωνοι και έφυγαν πράγματι. Αλλά μετά τη Μάχη τος έπαιξαν μηχανή οι Γερμανοί ότι δεν θα τους πείραζαν και εκατέβηκαν στα σπίθια τος. Και ετότες έγινε το μεγάλο κακό.
Το διάστημα αυτό είχα τη γυναίκα μου και την κόρη μου στον Κρεβατά στου Ζωάκη το σπίτι και έστειλα τον Γρυλιωνάκην Εμμανουήλ για να την προστατέψει εάν εκινδύνευε, αλλά δεν επήγε. Ευτυχώς που οι χωρικοί που είχαν μεγάλον πατριωτισμόν και την επροστάτεψαν. Αυτό δεν θα το ξεχάσω ποτέ μου, με τι αγάπη και με τι καλοσύνη που την περιέβαλαν.
Εν τω μεταξύ ο γιατρός (Χατζάκης) μας ειδοποίησε ότι οι Γερμανοί εφάνηκαν προς τα Αμιρά και αμέσως ετοποθέτησα τους άντρες μου σε κατάλληλα σημεία που ολόκληρη στρατιά να περνούσε από εκεί δεν θα έμενε ένας. Διότι ήτο ένα στενό και άμα ήθελα να μπουν μέσα δεν μπορούσαν να γυρίσουν πίσω και έτσι ήτο καταδικασμένοι.
Διαμοίρασα τους αντάρτες σε δυο κλιμάκια και εκράτησα 4 άντρες και τον σημαιοφόρον, ένα παιδί μέχρι 16 ετών, Απόστολον Τσαγκατάκην, αλλά πολύ τολμηρόν.
Αυτοί που είχα στην Ομάδα μου ήταν οι περισσότεροι από την Επαρχία Βιάννου. Ομαστικώς ήταν οι Βροντινήδες, οι Βουργάκηδες, ένας Μανώλης Μεταξάκης, Απόστολος Χαμηλάκης, Νικόλαος Τσαγκατάκης από τη Ρίζα, Σπυρίδων Τσικαλουδάκης και Ιωάννης Τσικαλουδάκης από τον Άγιο Βασίλειο, τον Γεώργιο Κοζόνη, τον Ζαχαρία Βαρδάκη και τον Μανώλη Μανουσάκη από την Κάτω Σύμη και από τη Βιάννο τον Νικόλαο Παπαμαστοράκη, από τα Αμιρά τον Μανώλη Χριστοδουλάκη και τον Πέτρο Παντουβάκη, το Μανώλη Λαμπράκη από το Αρκαλοχώρι και άλλους πολλούς που μου διαφεύγουν τα ονόματά τους.
Τον Γεώργιο Μεταξάκη από τον Παρσά τον είχα και ομαδάρχη. Αυτός ήτον πολύ μορφωμένος και εφάνηκε πολλές φορές χρήσιμος. Είχα εντολή δώσει να μην πυροβολήσει κανείς παρά όταν θα δώσω το σύνθημα για να μπουν όλοι οι Γερμανοί μέσα στην χαράδρα. Και έτσι έγινε.
Όταν επέρασε και ο τελευταίος στρατιώτης, έπαιξα έναν πυροβολισμόν και όλοι μαζί αρχίσαμε τη μάχη. Οι Γερμανοί τα έχασαν. Εκοίταζαν να κατεβούν προς το ποτάμι τους έβαζαν από επάνω. Εγύριζαν προς το άλλο μέρος τους έβαζαν οι άλλοι. Έρχονταν προς τον δρόμον για να μπουν στη Σύμη τους εβάζαμε εμείς οι 4 με ένα πολυβόλον και δεν επρόλαβαν να βγάλουν τα όπλα τους από τα καλύμματα.
Έτσι τους εβρίσκαμε μετά σκοτωμένους. Οι Γερμανοί όταν επερνούσαν από το Κεφαλοβρύσι ήταν Κυριακή 12 Σεπτεμβρίου και ελειτουργούσε ο Παπά-Μαθιός Γιαλιαδάκης και τον επήραν με τα άμφια και 11 ανθρώπους για να τους οδηγήσουν εκεί που ήταν οι Μπαντουβάδες.
Με όλον που ο Παπάς εδιαμαρτύρονταν, αυτοί δεν τους άφησαν. Όπως έχω γράψει, οι Γερμανοί επίταξαν ζώα και τα φόρτωσαν πολεμοφόδια και τρόφιμα διότι είχαν στο νου τους να κάμουν μεγάλη επιχείρηση και γι‘ αυτό οι Γερμανοί που έρχονταν από τα Αμιρά δεν είχαν λάβει τα κατάλληλα μέτρα, μον’ έρχονταν μπουλούκι-ασκέρι γιατί άλλοι εκατέβαιναν από τον Ομαλόν.
Αλλά τα βουνά είναι τόσο δύσβατα που άμα δεν ξέρεις δεν μπορείς να περάσεις εύκολα. Και όταν εγινόταν η Μάχη άκουγαν μα δεν επρόφθασαν. Η Μάχη εβάσταξε περίπου 4 ώρες.
Οι Γερμανοί που εδώσαμε τη μάχη ήταν ένας Λόχος, περίπου 200 άντρες, αλλά μια στιγμή έπαψαν τα πυρά. Εν τω μεταξύ είχα ειδοποιήσει να έρθουν ενισχύσεις, αλλά δεν ήρθαν παρά ο Γεώργιος Νιργιανός με 25 άντρες. Ο Ποδιάς δεν ήρθενε. Και τού’λεγε ο ανιψιός μου ο Ζαχαρίας Αποστολάκης να κατεβούν και να βοηθήσουν και αυτός του απαντά:
Δεν πάω πουθενά, τον θείο σου τον αιχμαλώτισαν και τον εκτέλεσαν. Εν τω μεταξύ εκατέβηκα ακριβώς εκεί που είναι η βρύση, το Κουτσουνάρι όπως το λένε οι χωργιανοί και αυτή τη στιγμή βλέπω τον παπά-Μαθιό να έρχεται κατ‘ επάνω μου και του λέω: Εσύ έφερες τους Γερμανούς; και του εγύρισα το όπλον κατεπάνω του και μου λέει:
Να σου φιλήσω το χέρι σου που μου γλίτωσες την ζωή μου και άλλων 11 που είναι κρυμμένοι στους βάτους. Και μου λέει: Πρόσεξε γιατί είναι κρυμμένοι Γερμανοί μέσα στα νερά και είναι και τραυματισμένοι πολλοί. Και άρπαξε ένα τουφέκι ο παπάς και έρχεται μαζί μου.
Αυτή την στιγμή επαρουσιάσθη ένας με άσπρο κουστούμι. Και αυτός ποιος είναι; Και μου λέει: Είναι ο διερμηνέας. Αμέσως του λέγω να βγει απάνω σε ένα χαράκι και να φωνάξει στους Γερμανούς (ότι είμαστε Άγγλοι στρατιώτες και) να παραδοθούν γιατί, όπως μου είχε πει ο παπάς, ήταν κρυμμένοι μέσα στα νερά και κάπου-κάπου έπαιζαν και κανένα πυροβολισμόν.
Θα ήτον μεγάλη παράλειψή μου να μην αναφέρω τον Γεώργιον Μαστραντωνάκη που και αυτός προσέφερε πολλά στον αγώνα. Τον έστειλα να γυρίσει πίσω τα ζώα που είχαν οι Γερμανοί επιτάξει, αλλά δεν επρόσεξε και τον ετραυμάτισε ένας Γερμανός στο πόδι που είναι και ακόμα ανάπηρος. Έστειλα και τον πήραν και τον επήγαν στο λημέρι.
Επήγε να γυρίσει τα ζώα ο Μανώλης ο Χριστοδουλάκης από τα Αμιρά αλλά και αυτός ετραυματίσθη στο λαιμό και επήγε και τα εγύρισε ο Μιχάλης Βουρεξάκης. Ήταν χωροφύλακας αλλά ήρθε και εκατατάχτηκε στο αντάρτικον όπως και άλλοι χωροφύλακες ο Γεώργιος Πετράκης από το Σκινιά, ο Αλέκος Γεωργακάκης, ο Πώλος Βερναδάκης, ενωματάρχης και άλλοι πολλοί που μου διαφεύγουν τα ονόματά τος.
Εβγήκε λοιπόν ο διερμηνέας και εφώναζε: Ίγγλις σολτάτο, μόνο αυτό εκατάλαβα και έβλεπα από διάφορα μέρη και εξεπρόβαιναν οι Γερμανοί. Εκείνη τη στιγμή μου φωνάζει ο Νιργιανός: πέσε κάτω γιατί σε σημαδεύει ένας Γερμανός.
Αυτά βέβαια έγιναν αστραπιαίως και επρόλαβε και εσκότωσε τον Γερμανόν ένα παιδί από το Απεσωκάρι, ονομαζόμενος Κώστας Ψαράκης και έτσι εγλίτωσα. Εν τω μεταξύ επερισυλλέξαμε 12 Γερμανούς, ήταν πλέον βράδυ και εφύγαμε προς το Συκολόγο γιατί δεν εμπορούσαμε να γυρίσομε πίσω επειδή εκατεβαίνανε οι Γερμανοί από τη μπάντα του Ομαλού. Οι Γερμανοί αιχμάλωτοι μας είπαν ότι έχουν κάπου 3 χιλιάδες Γερμανοί περικυκλώσει τα βουνά. Ίσως να το είπαν για να μας τρομοκρατήσουν. Όταν εκατεβαίναμε προς το Συκολόγο προς τις Βολιάρες – Αγίους Θεοδώρους εκεί είναι ένας ερειπωμένος μύλος και επήγαν και εκρύφτηκαν τέσσερις Γερμανοί, αλλά από εκεί που είχα τοποθετήσει σκοπούς σε ένα ψηλό ύψωμα τους είδαν και μας ειδοποίησαν ότι είναι κρυμμένοι και να πάμε να τους συλλάβομε. Επήγαμε και τους αιχμαλωτίσαμε και από εκεί ετραβήξαμε και εβγήκαμε στον Αβδελιάρη.
Όταν εσυναντηθήκαμε με την υπόλοιπη Ομάδα εφιληθήκαμε και αγκαλιαστήκαμε που μας εβοήθησε ο Θεός και είχαμε λίγες απώλειες. Είχαμε 2 τραυματίες (Μαστραντωνάκης και Χριστοδουλάκης) και ένα σκοτωμένο, ονομαζόμενο Απόστολο Βαγιωνάκη από τους Μύθους Ιεραπέτρας. Οι Γερμανοί μας περιεργάζονταν και διά του διερμηνέα ερώτησαν:
Τόσοι παρτιζάνοι μόνο είσαστε; Ναι, τους λέω, και πάλι δια του διερμηνέως. Μας λένε: Εμείς είχαμε πιο καλό οπλισμό και δεν εκατορθώσαμε να σας νικήσομε.
Εμείς είμαστε ψηλά και οι Γερμανοί χαμηλά και έτσι όλοι που είχαν σκοτωθεί ήταν χτυπημένοι στο κεφάλι και γι‘ αυτό είχαν πολύ τρομοκρατηθεί. Την πρώτη φορά που μας επεσήμαναν με τα κιάλια, μας επέρασαν για Ινδούς διότι είχαμε κάνει φέσια με τα κασκόλ που μας είχαν ρίξει (οι Άγγλοι) με το αεροπλάνο και με τα κορδόνια είχαμε κάνει φούντες και είχαμε μεγάλα μουστάκια.
Ενόμιζαν – φαίνεται – ότι ήθελα’κάμουν μια επίθεση και να μας συλλάβουν. Εν τω μεταξύ τους έστειλα απάνω στο λημέρι και τα όπλα που είχαμε περισυλλέξει.
Εγώ έμεινα πίσω με μερικούς άντρες βραδυπορούντες. Εκεί είχα και τον Δημήτρη Παπά και τον Βασίλη Πλαγιωτάκη και επολέμησαν γενναία και αυτοί όλα τα παιδιά που έτυχαν σε εκείνη τη μάχη που ήτον και μοναδική (εννοεί σε ένταση και σπουδαιότητα). Επολέμησαν σαν λιοντάργια, δεν μπορώ να κάμω διάκριση σε κανένα. Οι περισσότεροι ήσαν από την Επαρχία της Βιάννου και της Ιεραπέτρας.
Οι Γερμανοί εκατέβηκαν από τον Ομαλόν και επερικύκλωσαν την Απάνω Σύμη, αλλά εμείς εν τω μεταξύ είχαμε φύγει από τον κλοιό. Είχαμε στήσει τη σημαία μας σε ένα ψηλόν βράχον, αλλά δεν τολμούσαν ούτε να προχωρήσουν, ούτε να μας βάλουν. Εμείς εβγαίναμε περήφανοι προς το λημέρι μας.
Εκατέβηκε ο μακαρίτης ο Μπουτζαλής και ο Καράς και ο αξάδερφός μου, ο Καπετάν Μανώλης και μια στιγμή με άρπαξαν και με εσήκωσαν στους ώμους τους και με φιλούσαν και εζητωκραύγαζαν.
Και με πήγαν σηκωτό στο λημέρι εκεί που ήταν όλο το αντάρτικο μαζεμένο και είχαν σουβλιστά αρνιά. Ακριβώς στο Λάπαθον στην εκκλησία Αγίους Αποστόλους επήγαμε, εκάμαμε τον σταυρό μας που ενικήσαμε και δεν είχαμε πολλές απώλειες. Εν τω μεταξύ εκαθήσαμε και εφάγαμε…».
Μετά τη μάχη της Σύμης, οι Γερμανοί ξεχύθηκαν στην ύπαιθρο του νομού Ηρακλείου, αναζητώντας τους αντάρτες που συμμετείχαν σ’αυτήν, απειλώντας, τρομοκρατώντας και συλλαμβάνοντας όποιον συναντούσαν.
Στην Παναγιά Πεδιάδος, ένα χωριό στις υπώρειες των Λασιθιώτικων βουνών όπου οι κάτοικοι τροφοδοτούσαν το αντάρτικο της Δίκτης, οι Γερμανοί συνέλαβαν τρεις πατριώτες. Τον Μανόλη Βιδάκη του Νικολάου, τον Σήφη Κανακουσάκη του Νικολάου και τον Ματθαίο Κατσαδάκη του Γεωργίου. Τους οδήγησαν αρχικά στο Φρουραρχείο Καστελλίου, στη συνέχεια στο Ηράκλειο και τελικά τους έκλεισαν στο κολαστήριο της Αγυιάς Χανίων.
Με ένα έγγραφο της Kreiskomandantur Ηρακλείου, ο Φρούραρχος ενημερώνει τον Νομάρχη Ηρακλείου Ιωάννη Πασσαδάκη για την τύχη πέντε πατριωτών, που είχαν κλειστεί στις φυλακές της Αγυιάς. Ο Φρούραρχος καλεί με τη σειρά του τον Νομάρχη, να ειδοποιήσει τους Προέδρους των Κοινοτήτων των πέντε εκτελεσμένων Κρητικών. Ο Φρούραρχος αναφέρει:
«Kreiskomandantur, Ηράκλειο τη 23/12/1943
Αφορά: Εχθρικήν στάσιν του πληθυσμού εναντίον της Κατοχής
Οι Έλληνες: 1) Εμμανουήλ Βιδάκης εκ Παναγιάς 2) Ιωσήφ Κανακουσάκης εκ Παναγιάς 3) Ματθαίος Κατσαδάκης εκ Παναγιάς 4) Εμμανουήλ Λαμπράκης εξ Αρκαλοχωρίου
5) Εμμανουήλ Δισμπυράκης εκ Καμαρών
Κατεδικάσθησαν υπό του Στρατοδικείου εις θάνατον, λόγω εχθρότητος προς τον Στρατόν Κατοχής ή ευνοίας προς τον εχθρόν και λόγω απηγορευμένης κατοχής όπλων. Η απόφασις δια τους μεν τέσσερας πρώτους εξετελέσθη την 14 Δεκεμβρίου δια δε τον πέμπτον την 30 Νοεμβρίου. Να ειδοποιηθώσιν οι Πρόεδροι των ως άνω Κοινοτήτων. Δημοσίευσις εις τον τύπον δεν πρέπει να γίνη.
Ο Φρούραρχος».
(πηγή: Αρχείο Γερμανικής Στρατιωτικής Διοικήσεως Κρήτης, Φ6, δεσμίς 3-5, αριθ. 226-227, 23 Δεκεμβρίου 1943)
Τραγικές πρωταγωνίστριες των παλικαριών από την Παναγιά Πεδιάδος, οι γυναίκες τους Μαρία Βιδάκη ή Καραγκούνενα, Μαρία Κατσαδάκη και Αικατερίνη Κανακουσάκη. Τον Νοέμβριο, πάνω στην απόγνωσή τους, πήραν τα γαϊδουράκια τους, φόρτωσαν δυο τρία φτάζυμα η κάθε μια, παξιμάδια, ένα τυρί, διάφορα είδη προσωπικής καθαριότητας των συζύγων τους, ρούχα, ένα ματσάκι δίκταμο από τα Παναγιανά βουνά και ξεκίνησαν για τις φυλακές της Αγυιάς στα Χανιά.
Το ταξίδι μεγάλο, κράτησε έξι ημέρες. Όπου βραδιάζονταν εκεί και κοιμόντουσαν. Οι Γερμανοί είχαν συλλάβει τους άντρες τους και τους είχαν στην πιο σκληρή φυλακή της Κρήτης. Στο κρύο και την παγωνιά δεν έδιδαν σημασία. Έφτασαν στη φυλακή. Η θέα τους προξένησε δέος. Στην πύλη αναζήτησαν τους υπεύθυνους, με μοναδικό αίτημα να δουν τους συζύγους τους.
Ο Γερμανός αξιωματικός αφού τις άκουσε τις έδιωξε με απότομο και βίαιο τρόπο λέγοντάς τους με διερμηνέα ότι οι άντρες σας θα τουφεκισθούν. Τουλάχιστον να τους δώσετε αυτά που κρατούμε, είπαν. Ο Γερμανός αρνήθηκε και πάλι. Οι τρεις γυναίκες κλαίγοντας αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στην Παναγιά. Άλλες έξι ημέρες ταξίδι.
Συνολικά, το ταξίδι από την Παναγιά στην Αγυιά και πάλι πίσω στην Παναγιά, κράτησε δώδεκα μέρες. Δώδεκα μέρες δρόμος για τις τρεις γυναίκες, την Καραγκούναινα, τη Μαρία Κατσαδάκη και την Αικατερίνη Κανακουσάκη. Δεν τα παράτησαν όμως. Αρχές Δεκεμβρίου έκαναν ξανά το ίδιο ταξίδι. Παναγιά – Αγυιά Χανίων πάλι με τα γαϊδουράκια τους.
Με τα ίδια πράγματα φορτωμένα. Το κρύο και η παγωνιά διαπερνούσε τα κορμιά τους. Για δεύτερη φορά οι Γερμανοί δεν τους επέτρεψαν να συναντήσουν τους άντρες τους. Εκείνες για δεύτερη φορά επέστρεψαν στο χωριό τους την Παναγιά. Ώσπου τους ήρθε η είδηση με ένα σημείωμα του Νομάρχη Ηρακλείου Εμμανουήλ Ξανθάκη προς τον Πρόεδρο του χωριού τους, ότι τα αγαπημένα τους πρόσωπα εκτελέστηκαν στις 14 Δεκεμβρίου 1943.
Ο πόνος απλώθηκε στα πρόσωπά τους, τα μαύρα ρούχα ήταν το ντύσιμό τους για όλη την υπόλοιπη ζωή τους. Ο βάρβαρος κατοχικός και ναζιστικός στρατός, με μια εκτέλεση στον λόφο της Αγυιάς που οι κρατούμενοι είχαν ονομάσει «Γολγοθά», είχαν προκαλέσει ένα ακόμη έγκλημα, από τα δεκάδες που έκαναν στην Κρήτη.
Διοικητής του Φρουρίου Κρήτης και αποκλειστικός υπεύθυνος για την εκτέλεση των τριών συντρόφων από την Παναγιά, του Μανόλη Βιδάκη, του Σήφη Κανακουσάκη και του Ματθαίου Κατσαδάκη, ο εγκληματίας Μπρούνο Όσβαλντ Μπρόγερ.
*Ο Γεώργιος Α. Καλογεράκης είναι δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Καστελλίου