Και συνεχίζει ο Διευθυντής της Παιδαγωγικής Ακαδημίας Ηρακλείου Σταύρος Μπουρλώτος στο έγγραφό του για την Ιστορία της Κρήτης:
Μέρος Τέταρτο – Η Κρήτη στα χέρια των Ενετών
Το έτος 1204 οι Φράγκοι της τέταρτης Σταυροφορίας κατέστρεψαν τη Βυζαντινή αυτοκρατορία και μοίρασαν τις επαρχίες της. Το νησί Κρήτη χαρίστηκε στο Βονιφάτο Μαρκίωνα του Μομφεράτου, ο οποίος πούλησε το νησί με συμβόλαιο στους Βενετούς. Η ανταγωνίστρια Δημοκρατία των Βενετών, η Γένουα, αποφάσισε πριν την άφιξη των Βενετών, να κατακτήσει το νησί και γι’ αυτό το σκοπό έστειλε τον Ερρίκο Πεσκατόρι με πλοία και στρατό. Ο Πεσκατόρι ήταν διάσημος πειρατής. Ο Πεσκατόρι φτάνει στην Κρήτη το 1206 και χωρίς να συναντήσει καμία αντίσταση, κατακτά το νησί.
Αφού πληροφορήθηκαν οι Βενετοί την πράξη των ανταγωνιστών τους έστειλαν πλοία και στρατό στην Κρήτη. Ο Πεσκατόρι αρνείται να παραδώσει την πόλη Χάνδακα και ξεκινάει ένας πολύχρονος πόλεμος μεταξύ Γένουας και Βενετίας. Παρά τη βοήθεια που απέστειλε η Γένουα, ο Πεσκατόρι ηττήθηκε και αναγκάστηκε να υπογράψει συνθήκη παράδοσης της πόλης στους Βενετούς. Έτσι το έτος 1210 η Κρήτη είναι οριστικά ιδιοκτησία των Βενετών.
Για τους Βενετούς, το νησί Κρήτη ήταν χρήσιμο από τη μια πλευρά λόγω της γεωγραφικής του θέσης, μια που ήταν στη μέση των εμπορικών δρόμων από την Ιταλία προς τα παράλια της Ανατολής και της Αιγύπτου. Από την άλλη πλευρά, τους ήταν χρήσιμο εξαιτίας των λιμανιών και προϊόντων του. Οι Βενετοί διατήρησαν ως πρωτεύουσα του νησιού την πόλη Χάνδακα, (Ηράκλειο), όπου είχε ο εντεταλμένος δούκας τη έδρα του.
Από τη στάση των ντόπιων, ο νέος κατακτητής γρήγορα κατάλαβε ότι θα χρειαζόταν μακροχρόνιοι αγώνες για να επιβληθεί. Γι’ αυτό το σκοπό, το έτος 1212, 1213 άποικοι από τη Βενετία εγκαταστάθηκαν σε διάφορες περιοχές του νησιού ως άρχοντες, λαμβάνοντας πολλά υλικά αγαθά και κρητικούς αγρότες ως εργάτες, καθώς και ένα σπίτι στην πόλη Χάνδακα ή σε άλλες πόλεις. Ήταν υποχρεωμένοι να πληρώνουν ετησίως ένα μικρό φόρο στην κυβέρνηση, και σε περίπτωση ανάγκης να παρέχουν στρατιωτική βοήθεια.
Οι επαναστάσεις ενάντια στους Βενετούς
Επειδή οι ενέργειες των Βενετών στην Κρήτη έβλαψαν τον ελληνικό πληθυσμό και κυρίως τις άρχουσες τάξεις, οι οποίες έχασαν την περιουσία και τα προνόμιά τους, ξεκίνησε αμέσως μια αντίδραση εναντίον των κατακτητών, η οποία διήρκησε μισό αιώνα με πρωτοστάτες τις οικογένειες των ευγενών.
α) Η εξέγερση των Αγιοστεφανιτών: Η πρώτη εξέγερση εναντίον των Βενετών έλαβε χώρα το 1212. Στην αρχή οι επαναστάτες νίκησαν και κατέκτησαν την πόλη Χάνδακα. Ο δούκας Τιεπόλος δραπέτευσε στο οχυρό Τέμενος. Η επανάσταση εξαπλώθηκε γρήγορα και σε άλλες περιοχές του νησιού και σχεδόν όλο το νησί βρέθηκε στα χέρια των επαναστατών. Σύντομα ήρθε βοήθεια από τη Βενετία. Η πόλη Χάνδακας επανακατακτήθηκε χωρίς αντίσταση από τους Βενετούς και η εξέγερση είχε κατασταλεί.
β) Η εξέγερση των Σκορδύλων και Μελισσηνών: Το έτος 1217 έγινε μια νέα εξέγερση. Η εξέγερση ξεκίνησε από τη δυτική Κρήτη. Ο ισχυρός στρατός του δούκα δέχθηκε ξαφνικά επίθεση κατά τη διάβασή του από ορεινές περιοχές. Δύο στρατηγοί και πολλοί στρατιώτες έχασαν τη ζωή τους, οι υπόλοιποι επέστρεψαν στο Χάνδακα. Εντός μικρού χρονικού διαστήματος, ο δούκας Δελφίνος υποχρεώνεται να υπογράψει με τον αρχηγό των επαναστατών συνθήκη, που τους αναγνώριζε ως φεουδάρχες. Εκείνοι με τη σειρά τους υποσχέθηκαν υποταγή στη Δημοκρατία.
γ) Η εξέγερση των Σκορδύλων, Μελισσηνών και Δρακόπουλων: Η εξέγερση του έτους 1230 ήταν η σημαντικότερη και η πιο επικίνδυνη για την ενετική κυριαρχία. Η εξέγερση ξέσπασε στην επαρχία του Ρεθύμνου, όπου συγκεντρώθηκαν όλες οι οικογένειες των ευγενών της Κρήτης. Οι επαναστάτες ζήτησαν τη βοήθεια του αυτοκράτορα της Νίκαιας, ο οποίος στέλνει τον Ιωάννη Μπατατζή με 33 γαλέρες και μεγάλο στρατό. Οι Βενετοί έστειλαν επίσης μεγάλη βοήθεια και η μάχη μαίνονταν για πολλά χρόνια χωρίς νικητή. Ο ναύαρχος Μπατατζής, εγκαταλείπει αργότερα με το στρατό του το νησί και οι Κρητικοί συνεχίζουν με τον υπόλοιπο στρατό τον αγώνα, έως ότου η δημοκρατία της Βενετίας να εξαναγκαστεί να κάνει μεγαλύτερες παραχωρήσεις και έτσι να λήξει η μεγάλη αυτή εξέγερση, που διήρκησε από το έτος 1230 ως το 1236.
δ) Η εξέγερση του Χορτάτζη: Το έτος 1252 έφτασε στην Κρήτη μια νέα μεγάλη αποικία, η οποία εγκαταστάθηκε στις δυτικές επαρχίες του νησιού. Αυτή την εποχή χτίζονταν η πόλη των Χανίων, πάνω στα ερείπια της παλιάς Κυδωνίας. Η άφιξη της νέας αποικίας προκάλεσε ταραχές και γι’ αυτό το έτος 1273 μια νέα εξέγερση υπό την αρχηγία των αδερφών Χορτάτζη, λαμβάνει χώρα. Τα δύο αδέρφια, που είχαν μεγάλη επιρροή στο λαό, οργάνωσαν την εξέγερση πολύ καλά και έφεραν την ενετική διοίκηση σε δύσκολη θέση. Ο αγώνας διήρκησε για χρόνια και ήταν σκληρός και συχνά ηττήθηκε ο Ενετικός στρατός. Η Ενετική Δημοκρατία έστειλε μεγάλη βοήθεια, υπό την αρχηγία του δούκα Μαρίνο Μοροζίνι. Οι επαναστάτες επιτέθηκαν στην πόλη Χάνδακα, ηττήθηκαν και τους καταδίωξε ο Ενετικός στρατός.
ε) Η εξέγερση του Αλέξη Καλλέργη: Η σκληρή μεταχείριση των επαναστατών από μέρους της ενετικής Δημοκρατίας, προετοίμασε μια καινούργια εξέγερση εναντίον των Ενετών. Μόλις το πληροφορήθηκε η ενετική Δημοκρατία, διέταξε τον Δούκα της Κρήτης να αιχμαλωτίσει τον Καλλέργη και να τον στείλει αμέσως στη Βενετία. Όταν ο Καλλέργης έμαθε γι’ αυτή τη διαταγή, ξεσπά η εξέγερση το έτος 1283. Αυτή δεν ήταν μόνο η σημαντικότερη και μακροβιότερη, αλλά και η πιο καταστροφική για τους Ενετούς. Σε σύντομο χρονικό διάστημα απελευθερώθηκε όλη η ενδοχώρα και οι Ενετοί συγκεντρώθηκαν στα σημαντικότερα οχυρά και στις ακτές.
Όλες οι προσπάθειες του ενετικού στρατού να νικήσουν τους εξεγερμένους, δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα. Μετά από μακρόχρονες σκληρές μάχες, αναγκάστηκε η ενετική Δημοκρατία το έτος 1299 να κλείσει συμφωνία. Σ’ αυτή τη συμφωνία ορίστηκε αμνηστία για τους επαναστάτες, ρυθμίστηκαν οι σχέσεις των διαφόρων κοινωνικών τάξεων της Κρήτης και επιτράπηκαν οι γάμοι μεταξύ Λατίνων και Ορθοδόξων. Ως αντάλλαγμα, ο Καλλέργης υποσχέθηκε πίστη και υπακοή στην Ενετική δημοκρατία.
στ) Εξέγερση των Βάρδα – Καλλέργη – Καψοκάλυβων και Ψαρομιλλίγκων: Το χωριό Μαργαρίτες του Μυλοποτάμου αρνήθηκε να καταβάλλει φόρο, που επέβαλλαν οι Ενετοί για τη ναυτιλία. Η Ενετική Δημοκρατία επικήρυξε τους κατοίκους του χωριού ως στασιαστές. Αυτό έγινε η αφορμή μιας νέας εξέγερσης.
Η εξέγερση εξαπλώθηκε το έτος 1332 σε όλο το νησί. Οι Ενετοί νίκησαν γρήγορα τους επαναστάτες και τους υποχρέωσαν να παραδώσουν τον αρχηγό τους Βάρδα, που θανατώθηκε από τους Ενετούς. Μια άλλη εξέγερση έγινε το 1341 υπό την αρχηγία του Λέοντα Καλλέργη. Οι Ενετοί κατατρόπωσαν και αυτούς τους εξεγερμένους και έφεραν τον αρχηγό τους Λέοντα στο Χάνδακα και τον έριξαν στη θάλασσα. Την ίδια μοίρα είχαν και οι επαναστάσεις των Ψαρομιλίγκων και Καψοκάλυβων.
ζ) Η εξέγερση του Καλλέργη, το τέλος των εξεγέρσεων: Σ’ αυτή την εξέγερση πήραν μέρος και Ενετοί που στράφηκαν εναντίον των συμπατριωτών τους. Οι εξεγερμένοι ανύψωσαν τη βυζαντινή σημαία και διακήρυξαν την ένωση της Κρήτης με τη βυζαντινή αυτοκρατορία. Κέντρο αυτής της εξέγερσης ήταν το οροπέδιο του Λασιθίου και από εκεί οι εξεγερμένοι έκαναν επιθέσεις εναντίον του Ενετικού στρατού. Οι Ενετοί αρχικά είχαν πολύ λίγα στρατεύματα, γι’ αυτό περιορίστηκαν μόνο στην άμυνα και σε μικρές επιδρομές. Οι εξεγερμένοι κατέκτησαν μερικά φρούρια του ανατολικού τμήματος του νησιού.
Αφότου όμως έφτασε βοήθεια για τους Ενετούς, ξεκίνησε η συστηματική καταπολέμηση των εξεγερμένων. Τα Ενετικά στρατεύματα κατέστρεψαν και έκαψαν τα πάντα. Η Ενετική κυβέρνηση κατέστρεψε το οροπέδιο του Λασιθίου ολοκληρωτικά, επειδή ήταν το κέντρο των εξεγερμένων. Η εξέγερση του Καλλέργη ήταν η τελευταία. Η Κρήτη αγωνιζόταν 150 χρόνια με στόχο την απελευθέρωσή της από τους Ενετούς χωρίς να τα καταφέρει.
Μέρος Πέμπτο – O τούρκικος ζυγός
Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους, οι Τούρκοι έψαχναν αφορμή για να κάνουν εκστρατεία εναντίον της Κρήτης. Η αφορμή τους δόθηκε το έτος 1644. Ο Σουλτάνος έστειλε στη Μέκκα ένα πλοίο με προσκυνητές. Αυτό το πλοίο αιχμαλωτίστηκε από Ιωαννίτες ιππότες της Μάλτας και οδηγήθηκε στην Κρήτη, όπου πουλήθηκε ένα μέρος της λείας. Όταν το πληροφορήθηκε ο Σουλτάνος, διέταξε να ετοιμαστεί ένας μεγάλος στρατός, με στόχο την κατάκτηση του νησιού Κρήτη. Στις 24 Ιουνίου του έτους 1645, 50.000 στρατιώτες υπό την αρχηγία του Ισμαήλ Πασά, αποβιβάστηκαν δυτικά των Χανίων. Αφού λεηλάτησαν την πεδιάδα, κινήθηκαν ενάντια στην πόλη των Χανίων, ενώ ο στόλος βομβάρδιζε την πόλη. Μετά από σκληρές μάχες, οι Ενετοί παρέδωσαν την πόλη στις 12 Αυγούστου του έτους 1645. Το Σεπτέμβριο του έτους 1646, πολιορκήθηκε η πόλη Ρέθυμνο από στεριά και θάλασσα, και στις 3 Νοεμβρίου του ίδιου έτους κατακτήθηκε η πόλη. Ο αρχιστράτηγος Χουσεΐν Πασάς προχώρησε και το Μάιο του 1646 στρατοπέδευσε στο ποτάμι Γιόφυρο και πολιόρκησε την πόλη Χάνδακα. Οι Ενετοί επιτέθηκαν στους Τούρκους και τους ανάγκασαν να υποχωρήσουν στο εσωτερικό του νησιού. Ο πασάς Χουσεΐν όμως, μετέφερε από το Ρέθυμνο και τα Χανιά όλα τα κανόνια και έτσι άρχισε η πολιορκία του μεγάλου φρουρίου Χάνδακα.
Όλες οι επιθέσεις του Χουσεΐν Πασά αποκρούστηκαν και μετά από τρίμηνη πολιορκία αποτραβήχτηκε στην Κνωσσό, όπου έχτισε το φρούριο Φορτέτζα ή νέο Χάνδακα και παρέμεινε εκεί έως ότου έρθει νέα βοήθεια. Η πολιορκία της πόλης διήρκησε ως το έτος 1666. Ο Χουσεΐν πασάς αντικαταστάθηκε από το βεζίρη Αχμέτ Κιοπρουλή. Σκληρές μάχες έλαβαν χώρα, τρίχρονες πραγματικά μεγαλειώδεις μάχες έγιναν κάτω από τα τείχη της πόλης, έως ότου τελικά στις 4 Οκτωβρίου του έτους 1669 ο μεγάλος βεζίρης μπήκε στην πόλη βρίσκοντάς τη χωρίς κατοίκους και ερειπωμένη, επειδή ο Μοροζίνι, οι Ενετοί και οι υπόλοιποι κάτοικοι δραπέτευσαν. Η πολιορκία της πόλης Χάνδακα διήρκησε 25 χρόνια, από το 1644 ως το 1669.
Μετά την κατάκτηση του νησιού Κρήτη, οι Τούρκοι το χώρισαν σε τρεις διοικητικές περιφέρειες με κέντρα τις πόλεις Χάνδακα, Ρέθυμνο και Χανιά. Σε κάθε διοικητική περιφέρεια διορίστηκε ένας σουλτάνος, ένας διοικητής, (πασάς), ο ανώτερος όμως ήταν ο διοικητής του Χάνδακα. Το έδαφος της Κρήτης μοιράστηκε ανάμεσα στους κατακτητές, κυρίως στους πασάδες και μπέηδες. Η χριστιανική θρησκεία καταδιώχθηκε και οι κάτοικοι του νησιού υπέφεραν από τις πολλές ταπεινώσεις των κατακτητών. Η ιδιοκτησία των χριστιανών λεηλατήθηκε, γενικά η ζωή τους ήταν γεμάτη φόβο και τυραννία. Γι’ αυτό το λόγο και κάτω από τόσο βαρύ ζυγό, οι κάτοικοι του νησιού κατέπεσαν σε μεγάλη φτώχεια.
Η εξέγερση του Δασκαλογιάννη
Ο Δασκαλογιάννης, από την Ανώπολη των Σφακίων, κήρυξε το έτος 1770 επανάσταση με στόχο την απελευθέρωση της Κρήτης από τους Τούρκους. Οι κάτοικοι των Σφακίων, αφού σχημάτισαν πολλά σώματα, επιτέθηκαν στους Τούρκους και τους σκότωσαν ή τους εκδίωξαν από τα χωριά τους, λεηλατώντας την περιουσία τους. Οι πασάδες των Χανίων, του Ρεθύμνου και του Χάνδακα, συγκέντρωσαν τα στρατεύματά τους, που αποτελούνταν από γενίτσαρους, και επιτέθηκαν στους επαναστάτες στα Σφακιά. Οι επαναστάτες αναγκάστηκαν να αποσυρθούν στην υψηλότερη βουνοκορφή Κράπη, για να αποφύγουν να τους περικυκλώσουν.
Οι Τούρκοι δεν μπορούσαν παρά τις επιθέσεις τους να νικήσουν τους επαναστάτες. Μετά από αυτή την αποτυχία, κάλεσε ο πασάς του Χάνδακα το Δασκαλογιάννη. Αυτός ήρθε με τους αρχηγούς και τους αριστοκράτες των Σφακίων στο Φραγκοκάστελλο, για να συνεννοηθεί με τον πασά για τη λήξη της εξέγερσης. Ο πασάς δεν κράτησε το λόγο του, τους αιχμαλώτισε και τους οδήγησε δεμένους στον Χάνδακα. Ο Δασκαλογιάννης γδάρθηκε ζωντανός και οι υπόλοιποι φυλακίστηκαν στις Ενετικές φυλακές. Αυτό το τέλος είχε η εξέγερση του Δασκαλογιάννη τον Ιούνιο του 1771.
Η εξέγερση του 1866
Μεταξύ του 1771 και 1886 υπήρξαν πολλές εξεγέρσεις εναντίον των Τούρκων αλλά χωρίς αξία και σημασία. Μετά την εξέγερση του Δασκαλογιάννη η σημαντικότερη ήταν το έτος 1866. Ο νέος κυβερνήτης του νησιού Ισμαήλ Πασάς, ανάγκασε τους αρχηγούς και τους αριστοκράτες του νησιού να συγκεντρωθούν στα Χανιά. Αφορμή στάθηκε από τη μια πλευρά η βαριά φορολογία που επέβαλλε και από την άλλη πλευρά η ανάμειξή του στο ζήτημα των μοναστηριών. Υπέβαλλαν στο Σουλτάνο και στους πρόξενους των μεγάλων δυνάμεων υπόμνημα, στο οποίο διαμαρτύρονταν για τη φορολογία, το διωγμό της χριστιανικής θρησκείας και της ελληνικής γλώσσας και γενικά για την μεγάλη καταπίεση των Τούρκων.
Ο Σουλτάνος απέρριψε το υπόμνημα και έτσι ξεκινάει η εξέγερση του έτους 1866. Οι Τούρκοι που ζούσαν στην επαρχία, δραπέτευσαν όλοι στις πόλεις και ξεκίνησαν τις βιαιότητες εναντίον των Χριστιανών. Μεγάλες μάχες έγιναν στα δυτικά τμήματα του νησιού, στα Χανιά, στο Βάμο, στις Βρύσες και οι Τούρκοι αποκρούστηκαν παντού. Στο μεταξύ όμως, η Τουρκία απέστειλε μεγάλη βοήθεια με στρατό και στόλο και με την πάροδο του χρόνου ο τούρκικος στρατός έγινε πολυάριθμος.
Οι εξεγερμένοι είχαν να πολεμήσουν, όχι μόνο τον τούρκικο στρατό, αλλά και τον αιγυπτιακό. Αρχηγοί της εξέγερσης ήταν οι Κόρακας και Χατζημιχάλης. Η άνιση μάχη διήρκησε τρία χρόνια. Μετά ήρθε στην Κρήτη ο αρχιστράτηγος Μουσταφά Πασάς Γκιτριλής. Αυτός επιτέθηκε στους εξεγερμένους στη Μαλάξα και προχωρώντας προς το Σέλινο, έκαψε το Θέρισο. Ο Μουσταφά Πασάς άφησε τον στρατηγό Μεχμέτ Πασά στις Βρύσες Αποκορώνου και ο ίδιος εισβάλλει στο Ρέθυμνο και προχωρά προς τη Μονή Αρκαδίου, που είχαν συγκεντρωθεί 900 πολίτες γυναίκες και παιδιά και 300 επαναστάτες.
Ο στρατηγός Μουσταφά Πασάς τους προτείνει να παραδοθούν. Οι επαναστάτες αρνήθηκαν την πρότασή του και ξεκίνησε η επίθεση στις 8 Νοεμβρίου, αλλά οι επαναστάτες που βρίσκονταν στο μοναστήρι, απέκρουσαν την επίθεση. Η επίθεση ενάντια στο μοναστήρι εντάθηκε και μετά από έντονους βομβαρδισμούς, έπεσε η εξωτερική πόρτα του μοναστηριού Οι Τούρκοι εισέβαλλαν. Εκείνη τη στιγμή, οι πολιορκημένοι έβαλαν φωτιά στην πυριτιδαποθήκη και ένα μεγάλο μέρος του μοναστηριού σωριάζεται σε φλεγόμενα ερείπια, θάβοντας πολλούς από τους άμαχους, αλλά και πολλούς Τούρκους.
Η εξέγερση διαρκούσε ακόμα όταν κάλεσαν πίσω το Μουσταφά Πασά και το Μάρτιο του έτους 1867, ανέλαβε ο Ομέρ Πασάς. Αφού συγκέντρωσε όλο τον τούρκικο και αιγυπτιακό στρατό, επιτέθηκε στα Σφακιά, αλλά οι επιθέσεις του αποκρούστηκαν. Μετά την αποτυχία αυτή, έστρεψε ο Ομέρ Πασάς όλη τη δύναμή του ενάντια στο Λασίθι, που ήταν μέρος διαφυγής αλλά και ο πυρήνας των εξεγερμένων. Τα τούρκικα στρατεύματα συγκεντρώθηκαν στο Καστέλλι Πεδιάδος και στις 21 Μαΐου κατάφεραν να διεισδύσουν στο Λασίθι και να λεηλατήσουν τα πάντα. Μετά την υποταγή του Λασιθίου, τα τούρκικα στρατεύματα κινήθηκαν ξανά ενάντια στα Σφακιά. Παρά τις βαριές απώλειες των εξεγερμένων, δεν κατάφεραν να τα υποτάξουν και η εξέγερση συνεχίστηκε.
Το Σεπτέμβριο του έτους 1867, ήρθε στην Κρήτη ο μεγάλος βεζίρης Ααλή Πασάς, ο οποίος πρότεινε στους εξεγερμένους αυτονομία και τους έδωσε το δικαίωμα να εκλέξουν εκπροσώπους, υπό την προϋπόθεση να απαρνηθούν την ένωση με την Ελλάδα. Ο μεγάλος βεζίρης έδωσε στους εξεγερμένους διορία δύο μηνών για να αποφασίσουν. Οι αρχηγοί και οι αριστοκράτες δε δέχτηκαν τις προϋποθέσεις, και έτσι άρχισαν ξανά οι εχθροπραξίες, που ήταν εντονότερες στο ανατολικό τμήμα του νησιού, όπου η εξέγερση ήταν πιο δυνατή και πιο ζωντανή.
Οι Τούρκοι κατάφεραν να καταλάβουν τις επαρχίες του νησιού και να περιορίσουν τους εξεγερμένους στα ορεινά μέρη. Με την πάροδο του χρόνου όμως, οι εξεγερμένοι, αφού έχασαν το μεγαλύτερο μέρος της δύναμής τους, αναγκάστηκαν να υπογράψουν συνθήκη και έτσι έληξε η εξέγερση.
Η εξέγερση του έτους 1897- Ευρωπαϊκή παρέμβαση – Αυτονομία της Κρήτης
Η Τουρκία μετά από πιέσεις των μεγάλων δυνάμεων, αποφάσισε να εφαρμόσει στην Κρήτη ένα νέο πολίτευμα. Μέσω του συνταγματικού χάρτη της Χαλέπας, δόθηκαν στην Κρήτη συγκεκριμένα προνόμια. Σχηματίστηκε μια Κρητική βουλή, ιδρύθηκε η Κρητική αστυνομία και η Ελληνική γλώσσα ήταν η επίσημη γλώσσα της βουλής, αναγνωρισμένη από τα δικαστήρια. Ο τούρκικος Κρητικός λαός, δεν μπόρεσε να ανεχτεί αυτές τις αλλαγές του πολιτεύματος και τα προνόμια του ελληνικού πληθυσμού. Άρχισε να λεηλατεί τις επαρχίες και τις πόλεις και ιδιαίτερα την πόλη των Χανίων και το χωριό Επισκοπή (Ιανουάριος 1897).
Το ίδιο απειλούσαν να κάνουν και οι Τούρκοι στο Ρέθυμνο και το Ηράκλειο. Η Ελληνική κυβέρνηση, για να βοηθήσει τους Κρητικούς, έστειλε στρατό υπό την αρχηγία του αρχιστράτηγου Βάσσου, ο οποίος αποβίβασε τα στρατεύματά του στο Κολυμπάρι, δυτικά των Χανίων και κατέλαβε το νησί στο όνομα του βασιλιά της Ελλάδας.
Οι Κρητικοί κηρύσσουν τη ένωση του νησιού με την ηπειρωτική χώρα και πολιορκούν τους Τούρκους της επαρχίας, οι οποίοι δεν διέφυγαν στις πόλεις. Στο μεταξύ, οι μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις, έστειλαν παντού στρατεύματα και ιδιαίτερα στις πόλεις Χανιά, (Ιταλοί), Ρέθυμνο, (Ρώσοι), Ηράκλειο, (Άγγλοι), Λασίθι, (Γάλλοι) και ανακοίνωσαν στην τούρκικη και στην Ελληνική κυβέρνηση, ότι τους απαγορεύεται η αποστολή στρατευμάτων στην Κρήτη. Οι μεγάλες δυνάμεις ανακήρυξαν το νησί αυτόνομο, υπό την κυριαρχία του Σουλτάνου. Οι Κρητικοί δεν αποδέχτηκαν αυτή τη λύση και ο πόλεμος συνεχίστηκε σκληρός και κυρίως στις επαρχίες Πεδιάδος και Τεμένους.
Αρχές Απριλίου του 1897, κήρυξε η Τουρκία πόλεμο στην Ελλάδα. Μετά από την ήττα της Ελλάδας, έχασαν οι Κρητικοί κάθε ελπίδα ένωσης με την Ελλάδα και αναγκάστηκαν μετά από μια θυελλώδη συνέλευση στο Ακρωτήρι, να δεχτούν την αυτονομία του νησιού. Οι τέσσερις ναύαρχοι, της Ρωσίας, της Ιταλίας, της Αγγλίας και της Γαλλίας, κλήθηκαν για να συμφωνήσουν το νέο πολίτευμα.
Οι Τούρκοι όμως του Ηρακλείου, έδωσαν την αφορμή για επίσπευση της λύσης που επεδίωκαν οι Κρητικοί για πολύ καιρό. Στις 25 Αυγούστου του έτους 1898, ένα τμήμα του αγγλικού στρατεύματος εγκαταστάθηκε στο Ηράκλειο. Αυτό θέλησαν να το αποτρέψουν οι Τούρκοι με τη χρήση βίας. Οι Άγγλοι αντιστάθηκαν και μετά από μια συμπλοκή σκοτώθηκαν 12 Άγγλοι κοντά στην οδό Πλάνης στο λιμάνι. Ταυτόχρονα χιλιάδες οπλισμένοι Τούρκοι, έκαψαν τα μαγαζιά και τα σπίτια, σφάζοντας τον ελληνικό πληθυσμό και λεηλατώντας τα πάντα. Ο τούρκικος στρατός βοήθησε τους οπλισμένους πολίτες στην καταστροφή αυτή.
Αυτές οι αποτρόπαιες πράξεις, έπεισαν τις μεγάλες δυνάμεις να λάβουν αυστηρά μέτρα, ενάντια στον τούρκικο στρατό. Μεγάλος αγγλικός στόλος, υπό την αρχηγία του ναυάρχου Νόελ, φτάνει στην Κρήτη και καταλαμβάνει το Ηράκλειο. Το ίδιο έπραξαν και οι άλλοι ναύαρχοι των μεγάλων δυνάμεων, με τις υπόλοιπες πόλεις του νησιού, και έτσι το Νοέμβριο του έτους 1898, εγκαταλείπει ο τούρκικος στρατός το νησί. Η Κρήτη απελευθερώθηκε από τον τούρκικο ζυγό..».
* Ο Γεώργιος Α. Καλογεράκης είναι δρ Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Καστελλίου Πεδιάδος