Ο εχθρός των Ελλήνων στρατιωτών, όπως περιγράφει ο Γεώργιος Χαραλαμπάκης στα ενθυμήματά του, δεν ήταν μόνο οι Ιταλοί στρατιώτες και η υπεροπλία τους. Ήταν οι ατέλειωτες πορείες, ήταν το κρύο, ήταν οι λάσπες, ήταν οι ανεμοθύελλες και οι χιονοθύελλες, ήταν ο ελλιπής ανεφοδιασμός, ήταν η γάγγραινα που σημάδεψε τελικά τη ζωή του. Σημειώνει στα γραφτά του ο Γεώργιος Χαραλαμπάκης:

«…προχωρώ με το πολυβόλο χωρίς να γνωρίζω που πηγαίνω μέσα στη νύχτα. Σε λίγο βρέθηκα δίπλα στο κουτσουναράκι του νερού. Προχώρησα στο χωράφι, ήταν μια έκταση γύρω στο στρέμμα και λόγω του νερού θα το κάνανε μάλλον περιβόλι.

Μέχρι που βρήκα την πεζούλα με τον τράφο, εκεί στη γωνιά του τράφου νοτιοδυτικά το έστησα. Το ύψος ήταν 50 – 60 πόντοι και κάπως με κάλυπτε. Η βραδιά ήταν ξαστεριά, το φεγγάρι βοηθούσε τις κινήσεις μου. Το περιεργάστηκα κάπως, δεν ξέρω τι ώρα πήγε αλλά εκεί με βρήκε το φως της μέρας. Πότε να ακουμπώ το κεφάλι μου στα χερούλια του πολυβόλου, να παίρνω μια ρουφιά ύπνο και πάλι τα μάτια ανοιχτά. Όταν ξημέρωσε είδα τέσσερις στρατιώτες να κρατούν ένα νεκρό Ιταλό στρατιώτη και να τον πηγαίνουν για θάψιμο. Κάπου κάπου μια οβίδα του πυροβολικού να σκάει σε διάφορα σημεία και μερικοί άλλοι πυροβολισμοί.

Θα ήτο 12 με 1 η ώρα, δεν θυμάμαι να έκαναν διανομή ψωμιού. Τις μέρες που είχαμε μάχες, μας έδιναν το όγδοο της κουραμάνας και ένα κομμάτι τυρί. Αυτήν την ώρα γίνεται μάχη στο απέναντι ύψωμα Μετζγκοράνι. Οι Ιταλοί θέλουν να ανακαταλάβουν το ύψωμα. Ομάδες ομάδες ξεκινούν από το απέναντι χωριό Άρτζα Ντι Μέτζο. Τους βλέπω και τους προσβάλω για να διακόψω την προέλασή τους. Ρίχνω την πρώτη ριπή, ρίχνω τη δεύτερη, έριξε και το άλλο πολυβόλο που ήταν πιο κάτω από μένα, σταμάτησαν οι Ιταλοί.

Οι δικοί μας στρατιώτες κάνουν αντεπίθεση και πιάνουν πολλούς αιχμαλώτους. Ύστερα από λίγες ώρες νύχτωσε. Ο αγγελιοφόρος μας ειδοποίησε να πάμε προς συγκέντρωση. Μας είπαν ότι απόψε θα βγούμε στο απέναντι ύψωμα το Μετζγκοράνι. Θα το κρατήσομε εμείς στις αντεπιθέσεις των Ιταλών. Μας είπαν να αναπαυθούμε κάπου και θα ξεκινήσομε στις τρεις τη νύχτα. Εκεί εσμίξαμε με τον φίλο το Χναράκη και πάλι. Προχωρήσαμε να βρούμε κατάλυμα να μπούμε και καθώς προχωρήσαμε βρεθήκαμε σε μια ξύλινη παράγκα, μικρή και γεμάτη ξερά χόρτα.

Ιερείς, γυναίκες και Έλληνες στρατιώτες, όλοι μαζί βοηθούν στη μεταφορά εφοδίων στο μέτωπο του πολέμου
Ιερείς, γυναίκες και Έλληνες στρατιώτες, όλοι μαζί βοηθούν στη μεταφορά εφοδίων στο μέτωπο του πολέμου

Δεν ξέρω αν κάπου κάπου μας έπαιρνε κανένας ύπνος αλλά και πάλι ανοιχτά τα μάτια. Θα είχαν περάσει δυο τρεις ώρες όταν ακούμε τον τραυματιοφορέα Μανόλη Βιτσαξάκη από το Σμάρι να λέει ότι ο διμοιρίτης της δευτέρας διμοιρίας Κωνσταντίνος Κατζαγιαννάκης ετραυματίστηκε και τον έχω κατεβάσει μέχρι το ποτάμι. Ζητώ βοήθεια για να τον μεταφέρουμε. Στο άκουσμα των λέξεων λέω στο φίλο να πάω να τον βοηθήσω. Μου λέει όχι γιατί σε λίγο εμείς φεύγουμε και πού θα μας βρεις.

Πράγματι την ίδια ώρα μας φωνάζουν και παίρνει ο καθένας το πολυβόλο του και αναχωρούμε. Σε απόσταση διαδρομής 1500 – 2000 μέτρα, συναντούμε τον Κατζαγιάννη ξάπλα κάτω να φωνάζει για τους πόνους του. Του μίλησα και με γνώρισε. Μου λέει:

-Πάρε με και πήγαινέ με γρήγορα στο γιατρό.

Εκείνη ακριβώς την ώρα ήρθε ο Βιτσαξάκης με ένα άλλο σύντροφο και τον πήραν. Συνεχίσαμε το δρόμο μας για το ύψωμα. Αν θυμάμαι καλά ήταν 1200 μέτρα το ύψωμα και με μεγάλο κόπο να το ανεβούμε με το πολυβόλο στην πλάτη. Δεν μας έκοβε το βάρος ή ο ανήφορος, όσο η πείνα να μην στυλώνουν τα πόδια. Σαν χάραζε η αυγή, είχαμε σωπατήσει, εκεί που οι άλλοι στρατιώτες κρατούσαν το ύψωμα. Προχωρήσαμε προς τα δυτικά, μια μικρή χαράδρα και έπειτα ένα επίπεδο μέρος. Στο μέρος εκείνο είδαμε πολεμικό υλικό, σπασμένα τουφέκια, φυσίγγια, κάλυκες, κράνη, μπαλάσκες και άλλα. Ένας νεκρός στρατιώτης μας με γαλανά μάτια.

Λίγο πιο κάτω ένας αξιωματικός με 15 – 20 στρατιώτες να προσπαθούν να χτίσουν ένα πρόχειρο προπέτασμα από πέτρες για να προφυλαχθούν. Εκεί είδα τον στρατιώτη να ακουμπά την πέτρα στον τοίχο που χτίζανε και την ίδια ώρα να τον παίρνει ο ύπνος. Ο αξιωματικός να τον χτυπά μαλακά με την διχαλόβεργα που κρατούσε και να του λέει:

-Πάλι μωρέ εκοιμήθηκες;

Προχώρησα λίγο και έψαχνα μέρος να τοποθετήσω το πολυβόλο μου. Βρήκα και αρχίζω να κάνω προεργασία. Από τα ανατολικά έβαλα πέτρες. Νοτικά έβαλα λιγότερες, δυτικά τοποθέτησα το πολυβόλο και από πάνω πέτρες. Έριξα και το μονό ατομικό αντίσκηνο και έφτιαξα χώρο που μόλις εχωρούσαν δυο άτομα, εγώ και ο γεμιστής. Τώρα στη διμοιρία μας υπήρχαν τρία πολυβόλα. Τα δυο τα κανονικά που ήταν Σεντ – Ετιέν και το ιταλικό λάφυρο που ήταν Μπρεντ. Ύστερα από λίγο έρχεται ένας υπαξιωματικός και μου λέει ότι στου στέλνομε 5 στρατιώτες της δευτέρας διμοιρίας να σε εφοδιάζουν με φυσίγγια του ίδιου πολυβόλου.

Θα σου δίδομε συσσίτιο να το παίρνουν από σένα. Το συσσίτιό μας ήταν το όγδοο μιας κουραμάνας και μια φέτα τυρί σαν το χέρι της παλάμης και πολύ αρμυρό. Τα πρώτα φυσίγγια ήρθανε, έφτιαξα τις αλυσιδωτές ταινίες και τις συμπλήρωσα με σφαίρες. Εκεί στο σώπατο με τα σκορπισμένα και κατεστραμμένα πολεμικά υλικά, είναι συγκεντρωμένοι πολλοί από τους στρατιώτες που έμειναν για να κρατήσομε το ύψωμα. Σαν 15 – 20 άτομα και ο Λοχαγός ο Γεώργιος Κάββος. Έχουν στήσει και τα αντίσκηνά τους.

Κοιτάζομε προς το μέρος των Ιταλών. Μια ομάδα από τους Ιταλούς στρατιώτες μαύροι σαν τα κοράκια που ήταν η φορεσιά τους, είναι μαζεμένοι. Σαν να έχουν χάσει τον προσανατολισμό τους. Τους παρατηρούμε πολύ ώρα. Φωνάζει ο Λοχαγός να του πάνε ένα πολυβόλο από τα δικά μας τα Σεντ Ετιέν. Ώσπου να ρίξει την πρώτη ριπή παθαίνει εμπλοκή. Φέρνουν το δεύτερο, το ίδιο. Σε κάθε μάχη που γινόταν ή αντεπίθεση των Ιταλών, να τους χτυπούμε με τα πολυβόλα και αυτά να παθαίνουν εμπλοκή.

Παίρναμε τα κλείστρα, υποχωρούσαμε πιο πίσω να τα φτιάξουμε. Πριν να ταμπουρωθούνε οι Ιταλοί, οι δικοί μας στρατιώτες έκαναν αντεπίθεση με το σύστημα του να φωνάζουν ΑΕΡΑ και να πιάνουν αιχμαλώτους όσους Ιταλούς είχαν βγει για ανακατάληψη του υψώματος. Όταν έπαθε εμπλοκή και το δεύτερο πολυβόλο, λέω στον Λοχαγό να του φέρω το δικό μου, αυτό που είχα πάρει από τους Ιταλούς.

-Φέρε το, μου λέει.

Το πήγα και αφού το τοποθετήσαμε σε ανάλογο τόπο, κάνω να καθίσω στην έδρα και να πολυβολήσω. Μου λέει:

-Φύγε!

Και κάθισε αυτός. Από τις πρώτες ριπές έπαθε κι αυτό εμπλοκή. Οι πρώτες σφαίρες της ταινίας ήταν δικές του, οι άλλες που έφεραν οι στρατιώτες της δεύτερης διμοιρίας ήταν ο κάλυκας ένα χιλιοστό μεγαλύτερος. Είχε μείνει ένας κάλυκας μέσα στη θαλάμη. Παίρνω το πολυβόλο, όχι δεν το αφήνω και να μείνω δίχως όπλο, δεν ξέρω να το βάζω κάτω. Δεν το θεώρησα άχρηστο. Το ξαναπήγα στη θέση που το είχα πριν. Βλέπω σφηνωμένο τον κάλυκα. Το μαχαίρι δεν με βοηθούσε.

Έπιασα δυο μπαγκέτες γιατί η μία δεν έφτανε και τις ένωσα. Μπροστά από την κάνη βάζω τις μπαγκέτες και χτυπώ μια δυο φορές. Ο κάλυκας υποχώρησε, έλεγξα τις ταινίες, ποια φυσίγγια ήταν ξένα, τα έβγαλα και έβαλα τα κανονικά. Όταν ήρθαν οι συνάδελφοι στρατιώτες να μου φέρουν νέα φυσίγγια και να πάρουν το καθημερινό συσσίτιο, τους συνέστησα την προσοχή. Τους έδειξα τα ξένα φυσίγγια και τους είπα να μου φέρνουν τα κανονικά.

Ξημέρωσε η Τρίτη μέρα στο Μετζγκοράνι. Μόλις άρχισε να χαράζει η μέρα, οι Ιταλοί χτυπούν με τους όλμους τους την απέναντι πλαγιά, 200 μέτρα πίσω από μένα, εκεί που ήταν το πολυβόλο του Χναράκη. Από τα πολλά πυρά των όλμων, εγύρισα μια δυο φορές και κοίταξα.

Δεν ήξερα, δεν νόμιζα ότι ο φίλος κάθεται στην έδρα του πολυβόλου. Καμιά οβίδα δεν τον πιάνει. Όλες χτυπούν αριστερά, δεξιά. Έχει επάνω του τίμιο ξύλο, του το έδωσε η μάνα του όταν έφευγε. Περιμένει από στιγμή σε στιγμή να του’ρθει μια από τις οβίδες των όλμων και να τελειώσει. Μια θεία δύναμη του λέει φίλε στρατιώτη φύγε, και πετιέται απάνω και φεύγει τρέχοντας. Δεν πέρασε ένα λεπτό που έφυγε και μια οβίδα έπεσε πάνω στο πολυβόλο και το πέταξε μακριά.

Στρατιώτες μας περιποιούνται έναν συνάδελφό τους τραυματία των μαχών του Ελληνοϊταλικού πολέμου. (Πηγή: Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού)

Το μεσημέρι κόβω μια φέτα τυρί και ψωμί και φεύγω να πάω να δω το φίλο μου το Χναράκη. Όταν περνούσα από το μέρος που ήταν λίγο απυρόβλητο και οι 20 στρατιώτες μας είχαν στήσει τα αντίσκηνά τους, αντίκρισα ένα θέαμα που μου σημάδεψε όλη μου τη ζωή. Ακόμη και σήμερο το βλέπω μπροστά μου. Όλοι οι στρατιώτες ήταν σκοτωμένοι. Τα αντίσκηνα σκισμένα και καμένα από τους όλμους. Στο αντίσκηνο που ήταν πιο ψηλά, και οι τέσσερις στρατιώτες σκοτωμένοι. Ένας να έχει το χέρι του στο μέτωπο σαν να χαιρετούσε, οι σάρκες του άλλου σκορπισμένες παντού.

Ένας σκοπός πιο πέρα για να προφυλαχτεί μάλλον, ακούμπησε σε ένα χαράκι. Πάνω ήταν και δεύτερο χαράκι. Σαν 500 κιλά. Ο όλμος εχτύπησε το χαράκι, κύλισε από πάνω και πλάκωσε το κεφάλι του στρατιώτη. Χαράκι, κεφάλι και κράνος ήταν ένα. Φριχτό θέαμα. Στο άλλο αντίσκηνο πόδια σκορπισμένα, αίματα παντού και σκοτωμένοι. Θα ήταν 15 – 20 οι νεκροί. Βλέπω και ένα αντίσκηνο που δεν είχε πειραχτεί. Φωνάζω:

-Παιδιά, είναι κανείς εδώ;

Άκουσε τη φωνή ο φίλος και άνοιξε την πόρτα του αντίσκηνου.

-Εδώ είμαστε, αυτοί που πομείναμε, γιατί βλέπεις όλοι σκοτωθήκανε.

Μπήκα μέσα στη σκηνή και κάθισα στην άκρη. Είναι μέσα ο Σπέγκας, ο φίλος μου ο Χναράκης και δυο άλλοι στρατιώτες. Ο φίλος με κομμένη την ανάσα μου διηγείται την αγωνία του να αντιμετωπίσει τον θάνατο όταν οι όλμοι πέφτανε βροχή. Σαν τελείωσε του λέω:

-Ήρθα να σε δω και σου έφερα ένα κομμάτι ψωμί και τυρί.

Μου δείχνει μια πετσέτα με ψωμί και τυρί και αυτός και μου λέει:

-Δες το που το έχω βάλει να’ρθω να σε βρω.

Ο πολυβολητής Γεώργιος Μιχαήλ Χαραλαμπάκης. Πήρε μέρος στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο και στο χιονισμένο ύψωμα 1178 έπαθε γάγγραινα. Στο χειρουργείο του νοσοκομείου Ιωαννίνων έχασε τα κάτω άκρα του και παρέμεινε ανάπηρος
Πολυβολητής με τον γεμιστή του στο μέτωπο του πολέμου.

Το μοιραστήκαμε όλοι εκεί και το ένα κομμάτι και το άλλο και σε λίγο έφυγα. Οι μέρες ήταν κάπως καλές, έβγαινε ο ήλιος. Τις μέρες αυτές έγινε ένα κακό περιστατικό. Ο Νικόλαος Ορφανουδάκης από τις Αρχάνες από δίπλα μου άρχιζε να καθαρίζει το πολυβόλο της ομάδας του. Ήταν απόγευμα. Είχε κατεβάσει την κάνη. Το πολυβόλο από την περιστρεφόμενη βάση υποστήριγμα κοίταζε χαμηλά προς τον κατήφορο. Την ταινία της δέσμης από σφαίρες την είχε βγάλει. Μια σφαίρα έχει μείνει στη θαλάμη και τότε έγινε το μοιραίο. Το πολυβόλο εκπυρσοκρότησε.

Σε ένα δυο λεπτά έρχεται ένας στρατιώτης τρέχοντας λαχανιασμένος και λέει ποιος πυροβόλησε. Ο συνάδελφος που είμαστε διπλοσκοποί μπροστά 150 – 200 την έφαγε στο κεφάλι και πέφτει κάτω χωρίς να βγάλει μιλιά. Τρέξαμε όλοι να δούμε τον χτυπημένο και να τον βοηθήσουμε. Ήταν νεκρός, τον ήξερα, ήταν ένα μικρόσωμο παιδί, ροδοκόκκινο στο πρόσωπο, από τα χωριά της Βιάννου και παντρεμένος. Συνεχίζουν οι μέρες με ήλιο, εκεί στο αμπρί μου καθιστός. Τώρα που τα θυμάμαι σκέφτομαι ότι ποτέ δεν εστέγνωσα από τις πρώτες μέρες που μπήκαμε στην Αλβανία, ποτέ δεν εστέγνωσα.

Απόγευμα ήτανε, δεν είχαμε μεγάλες παρενοχλήσεις. Από τα στρατεύματα των Ιταλών, μονάχα κάπου κάπου μια οβίδα του πυροβολικού και ε΄νας όλμος να σκάνε πότε εδώ και πότε εκεί. Εκείνο το απόγευμα τρέχει ένας στρατιώτης από την πίσω μεριά και φωνάζει:

Ετραυματίστηκα, ετραυματίστηκα!

Τον βλέπω και του φωνάζω:

-Τι τρέχει βρε Αριστείδη;

-Ετραυματίστηκα, δες το χέρι μου!

Είχε χτυπηθεί στην παλάμη του χεριού του. Μου λέει ότι ενός όλμος έπεσε κοντά του και τον πήρε ένα βλήμα. Φεύγει για τις πρώτες βοήθειες. Τον Αριστείδη Μαλλιαράκη τον ήξερα πολύ καλά. Ήταν της κλάσεώς μου και υπηρετούσαμε και τότε μαζί. Ο Ορφανουδάκης την άλλη μέρα έφυγε με κρυοπαγήματα.

Ο καιρός άρχισε να χαλάει. Βροχές και χιονόνερο. Το αντίσκηνο πάνω από τις πέτρες ανατολικά και δυτικά το πολυβόλο, δεν κάλυπτε τα πόδια μου. Έβαζα την καραβάνα μου στο κουτσουναράκι που έκανε το νερό πάνω από το αντίσκηνο. Σαν γέμιζε η καραβάνα, το ένα δάχτυλο νερό ήταν θολό και το άλλο λάσπη. Το θολό νερό το έβαζα στο παγούρι για να πίνω γουλιά, γουλιά, ας ήταν θολό, γιατί η δίψα ήτο μεγάλη με το πολύ αρμυρό τυρί που τρώγαμε. Αυτός ο κακός καιρός κράτησε 3-4 μέρες.

Τις περισσότερες ώρες τα πόδια μου ήτο από κάτω από το κουτσουναράκι βρεγμένα και παγωμένα. Τους γυλιούς με τα εσώρουχά μας και τις κάλτσες τα αφήσαμε στην Τρεμπεσίνα. Όταν εξεκινήσαμε τη νύχτα της μεγάλης επίθεσης δεν εσκέφτηκα να βάλω ένα ζευγάρι κάλτσες στη τσέπη μου για να έχω ν’αλλάξω.

Πολυβολητής με τον γεμιστή του στο μέτωπο του πολέμου. Τις νικηφόρες μάχες του Ελληνικού στρατού, ζωγράφισε ο σπουδαίος ζωγράφος  Αλέξανδρος Αλεξανδράκης που πήρε μέρος κι αυτός στον πόλεμο ως στρατιώτης.

Κάπου κάπου τις ώρες της μέρας έκανε και διακοπή η βροχή και βγαίναμε έξω από τα χαρακώματα έτσι να τεντώσομε και να ξεμουδιάσομε. Ενώ οι χοχλιοί βγαίνουν όταν πέφτει η βροχή, εμείς εβγαίναμε όταν η βροχή σταματούσε. Στην περίπτωση που βγαίναμε είμαστε προσεχτικοί να μη δώσομε στόχο στον εχθρό. Ένα πρωί ακούω μια φωνή να με φωνάζει:

Χαραλαμπάκη, εδώ είμαι κι εγώ!

Γυρίζω και βλέπω τον επιλοχία Μανόλη Ζερβό, αυτόν που μου έβγαλε πιστόλι για να περιμένω τα ώνια.

-Καλημέρα κύριε επιλοχία!  Είπες ότι είσαι και συ εδώ; Ναι, για εδώ σου το’δωσαν το όπλο να πολεμήσομε ένα εχθρό που μάχεται την πατρίδα μας.

-Χαραλαμπάκη να με συγχωρείς, μου λέει, παραφέρθηκα τότε, σου ζητώ συγγνώμη και σου προσφέρω μια κουραμάνα της οκάς να γίνουμε πάλι φίλοι!

-Κύριε επιλοχία, εγώ το’χω ξεχάσει κιόλας!

Όταν ήρθανε πάλι οι στρατιώτες της δεύτερης διμοιρίας για να μου φέρουν τα φυσίγγια, κάποιος απ’αυτούς μου λέει ότι χθες είχαμε το σκοτωμό ενός έφεδρου Ανθυπολοχαγού. Έφυγε από το χαράκωμα και τρέχοντας πήγε και κρύφτηκε κάτω από κάτι χαμόκλαδα. Κάποιος από το ιταλικό πολυβολείο τον βλέπει, γυρίζει το πολυβόλο και του ρίχνει μια ριπή. Την νύχτα τον πήραμε με πολλές σφαίρες στο σώμα του. Το βράδυ της ίδιας μέρας, ο καιρός επιδεινώθηκε με πολύ χιονόνερο και περισσότερο κρύο.

Ο γιατρός περνούσε τις μεσημβρινές ώρες κάθε μέρα για να ελέγχει την κατάσταση των στρατιωτών. Με τα πολλά χιονόνερα και την παγωνιά, από τους πολλούς πόνους δεν έκλεισα μάτι. Τα πόδια μου άρχιζαν να πρήζονται.

Ο γιατρός πέρασε από μένα. Μου λέει να βγάλω τα άρβυλα.

-Βάλε την κάλτσα και το άρβυλο και φύγε για το Διοικητήριο κάτω στο χωριό, μου λέει.

Η ώρα θα ήταν 12 το μεσημέρι. Πήρα το δρόμο από τα σκέλεθρα του βουνού με τα σακατεμένα πόδια. Σαν πέρασα τον κατήφορο και έπιασα το σώπατο του εδάφους, βρέθηκα σε ένα ρυάκι. Ήτο μέρα ακόμη. Ακολούθησα το ρυάκι με προφύλαξη. Από το δεξιό μέρος του ποταμού είχε μέρος να βαδίσω χωρίς να πατώ τα νερά που τρέχανε. Σαν εβγήκα από τον ποταμό, εβάδισα μισή ώρα μέχρι να φτάσω στο πρώτο σπίτι του χωριού. Η πόρτα ήτο ανοιχτή, μπήκα μέσα και συνάντησα τον πρωτοξάδελφό μου Ευκλείδη Τζανακάκη, τηλεφωνητή του εβδόμου λόχου. Ο Ευκλείδης δεν με γνώρισε αμέσως στα χάλια που ήμουν.

-Ξάδερφε, τι έχεις; με ρώτησε.

-Τα πόδια μου Ευκλείδη, δε βλέπεις; Μόνο σε παρακαλώ να φροντίσεις τώρα που θα’ρθουν τα μεταγωγικά να με βάλεις σ’ένα από τα μουλάρια και να φύγω για το 5ο Ορεινό Χειρουργείο…».

* Ο Γεώργιος Α. Καλογεράκης είναι δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Καστελλίου