Σταθμό στην ιστορία της Αντίστασης των Ανωγείων αποτελούν οι μορφές των Ανωγειανών γυναικών. Η ιστορία ακόμη δεν έχει σκύψει να καταγράψει συνολικά τη μεγάλη προσφορά της γυναίκας των Ανωγείων τα χρόνια 1941-1944.
Μια σημαντική Ανωγειανή μορφή, ήταν η Ζαφειρένια Ξυλούρη ή Μπαμπακιούδενα. Στο πρόσωπό της συνδέονται η γυναίκα του αντάρτη, η μάνα που μεγάλωνε τα παιδιά της με υπερηφάνεια και καρτερία, η Ανωγειανή που τροφοδοτούσε το αντάρτικο, η γυναίκα που είδε το χωριό της να εξαφανίζεται και να δημιουργείται πάλι από την αρχή, η χαροκαμένη μητέρα που είχε την «τιμή» να ξεψυχήσει το παιδί της ο Στεφανής στα χέρια της από το βόλι ενός βάρβαρου εχθρού.
Βάρβαρος γιατί δε σεβάστηκε ούτε τα μικρά παιδιά, ικανοποιώντας τη δίψα του για αίμα και πόνο, πατώντας πάνω στις αθώες παιδικές ψυχές.
Ο γιος της Μπαμπακιούδενας, ο Στεφανής Ξυλούρης σε ηλικία εννιά χρονών, ήταν ο πρώτος νεκρός του ολοκαυτώματος των Ανωγείων. Έπεσε νεκρός από το βόλι ενός Γερμανού στρατιώτη της Βέρμαχτ, την Κυριακή το πρωί στις 13 Αυγούστου 1944. Για τον Στεφανή, ο Σταύρος Βιτώρος ή Αγκούτσακας γράφει τη μαντινάδα:
Αν με το γιο σου θα βρεθείς Ξυλούρη Ζαφειρένια
τ’ Άδη που τη συγκίνηση θα παίξουν τα μπεντένια
και ο Χαράλαμπος Σκουλάς ή Χουμάς λέει:
“Όταν εκαίγαν το χωριό ήτανε μαύρη μέρα
κι ο Στεφανής του Μπαμπακιό πήρε την πρώτη σφαίρα
Τον Απρίλιο του 2004, η Ζαφειρένια Ξυλούρη – Σκουλά του Εμμανουήλ ή Μπαμπακιούδενα, μας αφηγείται για τον θάνατο του γιου της Στεφανή:
´…το πρωί όταν ξημέρωσε η μέρα ήρθανε και είπανε να πάνε απάνω όλα τα γυναικόπαιδα. Το διατάξανε οι Γερμανοί. Ο άντρας μου ήτανε αντάρτης στο βουνό. Άντρες στο χωριό δεν υπήρχανε. Όλοι ήτανε αντάρτες.
Οι Γερμανοί εβρήκανε πολλά γυναικόπαιδα στο χωριό. Αν ήθελα δε βρούνε τόσα πολλά γυναικόπαιδα οι Γερμανοί στο χωριό, ήθελα μας εσκοτώσουνε. Άμα επήγαμε στο σχολείο, μας είπανε να πάμε να πάρομε από το σπίτι μας κάτι ότι ήθελα μπορούμε να σηκώνομε. Πως ήθελα μας εφύγουνε δεν το ξέραμε βέβαια. Ήρθαμε μεις, ήρθενε και το παιδί μου, αυτό μου κλούθανε αυτό ήτονε εννιά χρονών.
Το λέγαμε Στεφανή. Τότε εγώ είχα τρία παιδιά. Το άλλο βράδυ είχαμε φύγει πάλι από τα σπίτια μας και είχαμε πάει απέναντι και εξομείναμε έξω. Επεριμέναμε να έρθουνε οι Γερμανοί. Τα παιδιά ενομίζανε ότι ήθελα να πάμε πάλι έξω από το χωριό να ξομείνομε. Εγώ ήμουνε μέσα στο σπίτι και έγκυος οχτώ μηνών. Γύρευγα να πάρω ρούχα για τη γέννα μου. Μπαίνει ο Στεφανής και μου λέει:
-Μάνα, ήντα να πάρω;
Είχαμε δυο γειτονάκια, το Μιχάλη και το αδερφάκι του το Γιώργη το Μπροκάκη. Του φωνιάζανε του Στεφανή. Το παιδί εγώ δεν τ’άκουσα που φώναζε του δικού μου. Είπα το Στεφανή μου:
-Πάρε παιδί μου το πάπλωμα και πήγαινε.
Δεν εκατάλαβα πως τα παιδιά δεν ήθελα γιαγύρουνε στο σχολειό μόνο να πάρουνε απάνω προς το βουνό. Το παιδί επήρε το πάπλωμα και εγώ στο σπίτι μέσα εγύρευγα τα ρούχα που μου χρειάζουνται. Τα βάνω σ’ένα τσουβάλι. Γροικώ τον πυροβολισμό κι ήμουνε μες στο σπίτι. Το παιδί μου ήτονε στο γύρο του δρόμου, στην καμάρα, εκεί που είναι ο Άγιος Νεκτάριος. Εγώ δεν άκουσα πως τους φώναξε ο Γερμανός.
Το γειτονάκι μας επήρε τον Στεφανή και πηγαίνανε προς τα πάνω να βγούνε έξω από το χωριό. Εγώ έβαλα το τσουβάλι τα ρούχα στον ώμο, το σηκώνω και εβγήκα και προχώρησα προς τη μεριά της καμάρας. Εκεί που πήγαινα μου λέει του Μίχαλου η μάνα, η Ελένη Σκουλά:
-Έ καημένη, εσκοτώσα το.
Εγώ εξαφνιάστηκα, δεν εκατάλαβα και επήγαινα. Πάω και το βρίσκω πεσμένο στο δρόμο. Ήτανε πηγεμένες μερικές γυναίκες, πολλά παιδιά εστέκανε από πάνω του. Ο Γερμανός είδε τα παιδιά ότι δεν επηγαίνανε προς το σχολειό, τους εφώναξε αλλά αυτά δεν εδώκανε σημασία και επυροβόλισε. Η σφαίρα εβρήκε το δικό μου παιδί, τον Στεφανή μου.
Επήγα και το βάνω στα γόνατά μου. Η σφαίρα το βρήκε στο λαιμό. Ο Στεφανής μου άνοιξε το στόμα του και ετελείωσε. Έρχεται ο Γερμανός με το όπλο. Μου λέει να φύγω. Εγώ δεν έφευγα και τον έβριζα. Αυτός το καταλάβαινε πως τον έβριζα. Μου λέει ο Γερμανός ότι κι εγώ καπούτ. Εγώ δεν έφευγα μόνο έκλαιγα. Επήρα το πρόσωπο του Στεφανή μου και το καθάριζα από τα χώματα και εμοιρολογούμουνε.
Του’πλυνα το πρόσωπο με τα δάκρυά μου. Ύστερα δε μ’αφήκανε οι γυναίκες μόνο με πήρανε και φύγαμε. Το παιδί μου έμεινε εκεί πεσμένο. Έμεινε ξοπίσω η πεθερά μου και δυο τρεις άλλες γυναίκες. Εμείς οι υπόλοιπες επήγαμε στο Αρμί στο σχολειό.
Οι Γερμανοί δεν εφήνανε να πάρουνε το παιδί από κεια. Η πεθερά μου η Μαγδαληνή Ξυλούρη εβρήκε μια τση ανιψιά, Κατερίνη Γιαννιούδαινα τήνε λέγανε και πήγανε στους Γερμανούς και τος λένε να πάρουνε το παιδί. Ελέγανε τω Γερμανώ να πάρουνε το παιδί να το πάνε στην εκκλησία. Οι Γερμανοί δεν αφήνανε μόνο τσι στείλανε στο φυλάκιο και τον έδωκε χαρτί ο υπεύθυνος και έτσι το πήρανε.
Το πήγανε μες στην εκκλησία. Και έκαμενε έξε μερόνυχτα μες στην εκκλησία άθαφτο. Άμα το πήρανε το παιδί και το πήγανε στην εκκλησά, η πεθερά μου ήρθε κι αυτή στο σχολειό. Μας επήγανε οι Γερμανοί στο Γενή Γκαβέ. Εκεί εξωμείναμε. Το πρωί μας εβάνουνε στον αμαξωτό, μας επροπατούσανε και επήγαμε στο Πέραμα.
Όλα τα γυναικόπαιδα του χωριού. Εκεί μας εφήκανε σ’ένα λιόφυτο. Ήτανε σπερνό τση Παναγίας. Μας εφέρανε οι αθρώποι ελιές, ψωμί, πατάτες, ό,τι είχανε. Μετά μας επήρανε οι Μυλοποταμίτες στα σπίτια ντως. Κάθε οικογένεια έπαιρνε και μια από τις δικές μας, μας το κάνανε πολύ καλά. Εγώ δεν επήγα στο Πέραμα Ήρθε ένας και τόνε λέγανε Σαρρή και γνώριζε τον αδερφό μου το παπά – Γιάννη.
Μας επήρε και μας επήγε σ’ένα δικό του σπίτι στο Μελιδόνι. Του άντρα μου δεν του λέγανε την αλήθεια πως εσκοτώσανε οι Γερμανοί το Στεφανή μας. Μόνο του λέγανε άλλα. Μια μέρα του λέει η Λακιώτενα:
-Έ καημένε Μανόλη, παίζουσί σε. Το κοπέλι σου σκοτώσανε οι Γερμανοί.
Ο άντρας μου εγύρευγε τότε να με βρει. Δεν εκάτεχε ούτε εγώ που ήμουνε, ούτε τα παιδιά. Το κοπέλι ήταν ακόμη μες στην εκκλησία της Παναγίας εδώ στα Ανώγεια στο Περαχώρι. Το χωριό έρημο. Μόνο τρεις γυναίκες ηλικιωμένες ερχόντανε κάθε μέρα κι επαίρνανε τρόφιμα από τα δικά ντως σπίτια. Η Κρυστάλλη η Σταυρακάκη, η θεια μου η Μαριόρα και η Πατάρενα.
Και εκεί που είναι τώρα το κατηχητικό, ήτανε νεκροταφείο παλιό. Ήρθενε ο άντρας μου στο Μελιδόνι και με βρήκε. Έμαθε που ήμουνε. Εγώ έκλαιγα. Εκεί μου’πε ότι θα’ρθει στα Ανώγεια να θάψει το κοπέλι.
Οι Γερμανοί κάθε πρωί ήρχουντανε στο χωριό, εγκρεμίζανε και εκαίγανε τα σπίτια και κάθε βράδυ επηγαίνανε στα Σίσαρχα. Ο άντρας μου ήρθε και ήτανε εδώ στην γειτονιά μια κοπελιά Χρυσαυγή τήνε λένε και επήγανε μες στην εκκλησία να πάρουνε το παιδί. Το λάδι του ήτονε χυμένο μες στην εκκλησία. Και το παιδί ήτονε μαύρο κατάμαυρο. Καλλιά που δεν το’δα, μου’λεγε μετά η Χρυσαυγή.
Ο άντρας μου είπε στη Χρυσαυγή να τόνε βοηθήσει να το πάνε στο νεκροταφείο. Εβοήθησέ ντονε η Χρυσαυγή Ξυλούρη. Ήρθε επαδέ στο σπίτι μου να βρει ένα ρούχο να του βάλει και δεν έβρισκε. Όλα τα’χανε παρμένα. Σκέψου δα που είχα όλη τη προίκα μου εδώ. Δεν εβρήκε ρούχο μόνο ένα παλιό γαμπά. Το πήγανε στο νεκροταφείο. Και μόλις εφτάξανε έπιασε ο άντρας μου να βγάλει μια πλάκα και να το θάψει. Εκεί ήτανε και οι τρεις γυναίκες, η Κρυστάλλη, η Μαριόρα και η Πατάραινα. Και μόλις έπιασε να σηκώσει τη πλάκα να βάλει το παιδί ο άντρας μου, φωνιάζει μια γυναίκα απέναντι:
-Γερμανοί μόνο φύγετε !
Μόλις το’πε από πάνω από το δρόμο σ’ένα πρινάρι ήτονε οι Γερμανοί προβαρμένοι. Αφήνει ο άντρας μου το παιδί άταφο και φεύγει. Και παίρνει κάτω. Στου Σμπρουλογιώργη τα σπίτια εμπέρδεψαν τα πόδια του κι εγανάχτησε να τα ξεμπερδέψει.
Και όντεν επέρνανε την εκκλησία τση Παναγίας του βάνανε με το πολυβόλο οι Γερμανοί και επήρε τσι σφαίρες ο ρούκουνας τση εκκλησιάς. Ο ρούκουνας τση Παναγίας εσκότωσε τσι σφαίρες. Και το παιδί το θάψανε οι τρεις γυναίκες και η Χρυσαυγή. Στο παλιό νεκροταφείο.
Ήρθε μετά ένας Παπαδογιάννης που γνώριζε ένα μου αδερφό το Λευτέρη και έρχεται και μας παίρνει και πάμε στην Αγυιά. Εκάναμε εκειά δυο τρεις ημέρες. Μετά ήρθε η κουνιάδα μου η παπα – Γιάννενα και με πήρε και πήγαμε στον Άη –Γιάννη. Από τον Άη – Γιάννη επήγα στην Αξό. Εκεί εγέννησα και έκαμα ένα κοριτσάκι. Και επέθανε κι αυτό στο χρόνο απάνω. Όντεν ήμουνε στην Αγυιά, τα Ανώγεια εφαίνουντανε από κει και εθώριες μαύρους καπνούς και εβγαίνανε από το χωριό μας.
Οι Γερμανοί εκαίγανε πρώτα τα σπίτια και μετά τα ρίχνανε. Μια μέρα από την Αξό εθέλανε να’ρθούνε στο χωριό η πεθερά μου και η μάνα μου μήπως βρούνε τίποτα από τα σπίτια μας. Εγώ τόνα ακλούθουνα και εμπήκαμε ποταμό ποταμό να’ρθούμε στ’Ανώγεια. Εφτάξαμε. Εγώ δεν ήρθα στο σπίτι. Αυτές ήρθανε μα εγώ επήγα στο νεκροταφείο. Απάνω στον τάφο του παιδιού μου έκλαιγα.
Κι εκειά που έκλαιγα και ήμουνε μοναχή στο νεκροταφείο θωρώ έναν άνθρωπο ψηλό με τα θερινά ρούχα και έρχεται και μ’αγκαλιάζει Στρέφομαι και βλέπω τον αδερφό μου τον παπά – Γιάννη. Ξυρισμένο. Δεν τόνε γνώρισα στην αρχή γιατί δεν τον είχα θωρώντας ξυρισμένο. Από δω έφυγε παπάς και μετά έγινε στη Μέση Ανατολή αλεξιπτωτιστής.
Σαν εγίνηκα εννιά μερών λουχούνα, ήρθενε ο πατέρας μου και μας επήρε και επήγαμε στο Κεραμούτσι. Από κει ήτανε τση μάνας μου ο πατέρας. Και κάμαμε στο Κεραμούτσι ένα χρόνο. Στο χρόνο απάνω ο άντρας μου επολέμησε κι έκανε ένα μικρό σπιτάκι εδώ στ’Ανώγεια και εγυρίσαμε πίσω…».
Στις 13 Αυγούστου 2006, ο Δήμος Ανωγείων πραγματοποίησε εκδήλωση αποκαλυπτηρίων μνημείου αφιερωμένου στον Στεφανή Ξυλούρη. Το μνημείο στήθηκε στο σημείο ακριβώς που σκοτώθηκε από τα στρατεύματα κατοχής. Κεντρικός ομιλητής ήταν ο Κοινωνιολόγος Γιαννάκος Ξυλούρης (του Ανάστο).
Μεταξύ άλλων ο Γιαννάκος είπε: ´…1944, 13 Αυγούστου, προπαραμονή της Παναγίας, ημέρα Κυριακή, 8 η ώρα το πρωί, στην Πλάκα, εδώ ακριβώς που στέκω, στο Περαχώρι, στα Ανώγεια του Πάνω Μυλοπόταμου, στην Κρήτη, μια παρέα παιδιών 6-7-8 χρονών τρέχουν ή ετοιμάζονται να παίξουν…
…οι Γερμανοί τα βλέπουν γιατί έχουν κυκλώσει το χωριό και ετοιμάζονται να το κάψουν. Ένας κόσμος με παιγνίδια για παιδιά – θα ήταν ή έπρεπε να ήταν – τα όνειρά τους…
…παιγνίδι τους φαίνεται πως ήταν, γιατί φορτωμένα όπως είναι, με ένα στρώμα που κρατούσε το ένα, με μια κουρελού και ό,τι βρεσκούμενο ρούχο, το άλλο, νόμιζαν, θα έπαιζαν…
…πες μου θεια, την ρώτησα, σεβόμενος τη φόρτιση της στιγμής, έξε μέρες το κοπέλι άταφο μέσα στην εκκλησά, κι ο άντρας σου; Ο άντρας πού ήτανε;
-Ο άντρας μου παιδί μου ήτανε στις ανταρτοσύνες ! τρεις φορές ήρθε να το θάψει μα τον επεριμένανε οι σκύλοι με ταχυβόλα…
Ο πληθυντικός του ουσιαστικού Ανταρτοσύνες, βάρυνε περισσότερο παρά όλο το πλήθος των ουσιαστικών που γνώριζα από όλα τα διαβάσματά μου. Έβαλα μέσα τη Ρωμιοσύνη, την Αντρειωσύνη, τη Δικαιοσύνη, την Καλοσύνη, τη Μεγαλοσύνη, την Ιεροσύνη, την Παλικαροσύνη, τη Ντομπροσύνη, την Αδελφοσύνη, μα ακόμα νιώθω πως δεν ισοφάριζαν το βάρος που είχε πέσει στις πλάτες του Μπαμπακιό, ήξερα βαθιά μέσα μου, πως ήταν ασήκωτο αυτό που ο ίδιος ζούσε και πως ήταν κάτι παραπάνω από όλα αυτά που εγώ είχα διαβάσει.
Μέτρησαν και ξαναμέτρησαν, ημερολογιακά, τα χρόνια και τους μήνες κι ο Στεφανής ήταν, λέει, μικρότερος απ’ότι έλεγε ο νόμος. Τους αιώνες που πέρασαν όταν ο Στεφανής με ανοιχτά μάτια κοίταζε τη μάνα του την ώρα που ψυχορραγούσε δεν τους μέτρησαν, δεν τους υπολόγισαν, και ο Στεφανής ήταν λέει ανήλικος, επομένως δεν θεωρήθηκε θύμα πολέμου, έτσι έλεγαν τα χαρτιά. Ο Στεφανής επομένως, κι ας τον σκότωσαν οι Ναζί, δεν ήταν θύμα πολέμου, ήταν απλά ένα παιδί που ήθελε να παίξει, αλλά έπαιξε με το θάνατο…
Κι όμως θεια Μαπαμπακιούδενα, έχω εγώ να πω μια τελευταία λέξη γι’αυτούς που κρατούν στα χέρια τους τις τύχες της ανθρωπότητας:
Αν ποτέ συνειδητοποιήσετε τι έχετε κάνει και τι συνεχίζεται να κάνετε…
Κι αν ποτέ μετανιώσετε…
Αν ποτέ…
Κι αν ποτέ, σας βγάλει ο δρόμος από τα Ανώγεια, από το Περαχώρι, περάστε από το φτωχικό της Ζαφειρένιας, της Μπαμπακιούδενας, να πείτε, της μάνας του Στεφανή, της Υφήλιας μάνας και έχει αυτή ακόμα και Αποθέματα Κουράγιου και Περισσεύματα Αγάπης και Ψυχικό Μεγαλείο να γλυκαίνει τον πιο αβάσταχτο Ανθρώπινο πόνο για τα εγκλήματα που έχετε διαπράξει εναντίον της Ανθρωπότητας… και ίσως σας συγχωρέσει…ª.
Η Ζαφειρένια Ξυλούρη-Μπαμπακιούδενα πέρασε στην αιωνιότητα στις 30 Ιανουαρίου 2014. Λίγα λόγια της αφιέρωσε η ανιψιά της Γεωργία Μιλτιάδη Ξυλούρη: «Κυριακή 13 Αυγούστου 1944.
Η μέρα που σημάδεψε για πάντα τη ζωή σου και τα κατοπινά σου βήματα. Οι Γερμανοί μπήκαν στα Ανώγεια. Σας συγκεντρώνουν γυναίκες και παιδιά στις πλατείες, λίγο πριν το κάψιμο του χωριού, για να ξεκινήσετε την πορεία προς τα χωριά του Κάτω Μυλοπόταμου. Οι κάννες των όπλων των Γερμανών σημαδεύουν τα κεφάλια σας. Εσύ, έγκυος 8 μηνών, μαζί με τα τρία σου μικρά παιδιά τον Γιώργη, τη Λευτερία και τον Στεφανή. Μες στη φασαρία και την αναταραχή όπου είστε όλοι μαζεμένοι στο Λιβάδι, ακούγονται πυροβολισμοί και σούσουρο.
Εσκοτώθηκε ο Στεφανής του Μπαμπακιό στην Πλάκα». Ο γιος σου ο Στεφανής είναι μόνο 8 χρονών. Τρέχεις μες στην παραζάλη και συναντάς το παιδί σου πεσμένο κατά γης. Τον ακουμπάς στα χέρια σου και ξεψυχά. Κείνη τη στιγμή ένας Γερμανός στρατιώτης σου ακουμπά το όπλο στο κεφάλι και σου λέει ράους – φύγε. Όλα γυρνάνε στο κεφάλι σου, ο Στεφανής νεκρός, το μωρό στην κοιλιά σου, τα άλλα σου παιδιά. Και κάνεις τη σωστή επιλογή. Φεύγεις με τα άλλα σου παιδιά ακολουθώντας τον δρόμο όλων των Ανωγειανών, τον δρόμο της κατοχής, της ξενιτιάς.
Σε όλες σου τις αφηγήσεις, η μέρα αυτή σημάδεψε τη ζωή σου. Σε είχα ακούσει πολλές φορές να λες Γιατί παιδί μου να αφήσω το Στεφανή μου να φύγω και να μη σκοτωθώ μαζί του; Σου’λεγα και σου λέω ότι έκανες τη σωστή επιλογή, την επιλογή για την οικογένειά σου, την επιλογή για τη ζωή!
Έλεγες, την κατάρα μου να’χουν όσοι θέλουν τον πόλεμο. Τρόμαζες όταν άκουγες περιστατικά πολέμου από όλο τον κόσμο. Και πάντα έκλαιγες και συμπονούσες τις μάνες του πολέμου.
-Δε θέλω να πεις τίποτα για μένα όταν ποθάνω, θέλω μόνο να πεις για το Στεφανή μου, έλεγες.
Σου’κανα το χατίρι για τελευταία φορά θεία Μπαμπακιούδενα, θεία Ζαφειρένια, θεία ηρωίδα. Γενναία γυναίκα, δείγμα μιας εποχής και μιας γενιάς που πέρασε. Δυστυχώς αφήνεις πίσω μεγάλο και δυσαναπλήρωτο κενό. Αφήνεις όλους εμάς σε καιρούς δύσκολους να τους αντιμετωπίσουμε χωρίς το θάρρος και την ανδρεία των παλιών.
Τα παιδιά σου ο Γιώργης, η Λευτερία, ο Πολύδωρος, τα εγγόνια σου και τα δισέγγονά σου πρέπει να είναι διπλά και τριπλά υπερήφανοι που αξιώθηκαν να σε είχαν μάνα και γιαγιά, να ακούσουν τις αφηγήσεις σου και τον πόνο σου, να μάθουν από τη στάση ζωής σου και τη λεβεντιά σου.
Όλοι εμείς οι συγγενείς και οι φίλοι σου σε αποχαιρετούμε έχοντας γνώση ότι αποχαιρετούμε μια εποχή, μια γυναίκα, ένα σύμβολο που πάντα μας έλεγε:
-Όχι στον πόλεμο, ναι στην ειρήνη!
Στο καλό θεία Ζαφειρένια.
Πέθανε η Μπαμπακιούδενα στα ενενηνταεφτά της
για να τσι πω λόγια πολλά και για τη λεβεντιά της.
Στη πάνω πάντα τση κορφής εβγήκες τση ζωής σου
όρθια, για τον άντρα σου και για το Στεφανή σου.
Τα χιόνια λιώνα τσι κορφής η στο περπάτημά σου
γιατί τιμούσανε κι αυτά η το ανάστημά σου.
Στα μαύρα η μοίρα σε’ντυσε πο μικροπαντρεμένη
κόρη αντάρτων και αδερφή με κότσια προικισμένη.
Να θυσιάσεις ήθελε το πρώτο σου κοπέλι
και μ’ένα τρόπο βάναυσο που εχθρός εχθρού δε θέλει.
Την εποχή τσι καταχνιάς και τσι σκλαβιάς μας πάλι
μόχθιε κι η μοίρα σου ταχτά πο κάτω να σε βάλει.
Μέρα τ’Αυγούστου Κυριακή καλά ξημερωμένα
μπήκανε Ούννοι στο χωριό τα νύχια τους κραδαίνα.
Ένας αρίθμητος στρατός το κύκλωσε οπλισμένος
και ο σκοπός του στο χωριό γραπτός συγκεκριμένος.
Τήρησαν το πρωτόκολλο όλοι κακοί δεν ήσα
λίγοι, το αίμα το πολύ η το αθώο χύσα.
Ένας κακούργος Γερμανός τσι δεκατρείς τ’Αυγούστου
το γιο σου τον εκτέλεσε έτσα για χάρη γούστου.
Μια δεκαριά χρονώ’τανε παιδάκι τοσοδούλι
να γίνει αιχμή του δόρατος σκέψης κακής πεδούλι.
Αν μπόρου με το βλέμμα τση άνθρωπο να σκοτώσει
άσχημο τέλος του φονιά του γιου τζη ’θελα δώσει.
Που την ανθρώπινη οργή η μητρική υπερέχει
σύνορα μέτρα και σταθμά εκτός τειχών της έχει.
Στην αγκαλιά της το’βαλε για να το περιθάλψει
να λούσει με το δάκρυ της να ντύσει και να θάψει.
(Σταύρος
Βιτώρος – Αγκούτσακας)
* O Γιώργος Α. Καλογεράκης είναι Δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Θραψανού