Οι Κρητικοί στρατιώτες της Πέμπτης Μεραρχίας που πολεμούσαν τους Ιταλούς στο μέτωπο, δεν γνώριζαν πώς να προστατευθούν από τα χιόνια. Στην Κρήτη σπάνια χιονίζει και όταν συμβεί, το χιόνι κρατά λίγες ημέρες. Οι στρατιώτες μας δεν γνώριζαν τους κινδύνους της γάγγραινας, όσο και να το τόνιζαν στις οδηγίες τους οι αξιωματικοί τους. Έτσι οι περισσότεροι παγόπληκτοι του Ελληνοϊταλικού πολέμου 1940 – 1941 ήταν Κρήτες.

Στο ύψωμα 1178 της Τρεμπεσίνας, ο στρατιώτης – πολυβολητής Γεώργιος Χαραλαμπάκης από το Καστέλλι Πεδιάδος, παθαίνει κρυοπαγήματα. Αποσύρεται από το μέτωπο και στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο Ιωαννίνων οι χειρούρχοι τον ακρωτηριάζουν στα κάτω άκρα για να σώσουν τη ζωή του. Ο ίδιος ο Γεώργιος Χαραλαμπάκης, θυμάται:

«…το χειρουργείο ήταν στο χωριό Ψάρι. Δεν άργησαν να έρθουν τρία μεταγωγικά και ο Ευκλείδης με τη συνεργασία κάποιου στρατιώτη εφρόντισε και με ανέβασαν στο σωμάρι του ενός μουλαριού. Τα άλλα μουλάρια πήραν δύο ακόμη τραυματίες. Εκείνος που οδηγεί το δικό μου μουλάρι δυσανασχετεί. Παραπονιέται ότι έχω τη δύναμη να περπατήσω. Τα πόδια μου όμως εγώ δεν τα αισθάνομαι και σε κάθε κούνημα του μουλαριού υπέφερα από τους πόνους.

Προχωρήσαμε μέσα στο σκοτάδι της νύχτας. Οι δυο άλλοι ημιονηγοί κρατούν τα χαλινάρια των μουλαριών, τον δικό μου δεν τον βλέπω. Περάσαμε την πλαγιά του βουνού και κατεβαίνομε από τη βορεινή μεριά. Δεξιά διακρίνω να έχει στρατοπεδεύσει το ορεινό πυροβολικό των Κρητών και για καλή μου τύχη φωνάζω μήπως είναι κάποιος Χαραλαμπάκης Κώστας εδώ από το Καστέλλι Πεδιάδας. Στο σώμα αυτό υπηρετούσε ο αδερφός μου ο Κωστής.

Λέω καλή μου τύχη γιατί μου πιάνει την κουβέντα ο διπλανός ημιονηγός. Μου λέει ότι είναι από το Σγουροκεφάλι και ότι η δασκάλα του χωριού τους είναι η Στέλλα Βογιατζάκη από το Καστέλλι και έχει παντρευτεί από το χωριό τους.

13ο Στρατιωτικό Νοσοκομείο Αθηνών (Πολυτεχνείο). Ο Γεώργιος Χαραλαμπάκης αναρρώνει μετά την εγχείρηση και την αποκοπή των κάτω άκρων του στο στρατιωτικό Νοσοκομείο Ιωαννίνων. Ο Γεώργιος Χαραλαμπάκης διακρίνεται στο μέσον ακριβώς της φωτογραφίας, μεταξύ δύο νοσοκόμων και ενός συντρόφου του

Εκείνη τη στιγμή γλιστρά το μουλάρι που είμαι πάνω του και πέφτει κάτω. Ευτυχώς εγώ πετάχτηκα πιο κει χωρίς να πάθω τίποτα. Ο δικός μου ημιονηγός έρχεται, παίρνει το μουλάρι και φεύγει. Μ’αφήνει κάτω πεσμένο και δεν έχω δυνάμεις ούτε να σηκωθώ. Ο Σγουροκεφαλιανός οδηγός το βλέπει. Τρέχει και τον φτάνει, του παίρνει το μουλάρι και γυρίζει πίσω. Με βοηθά και ανεβαίνω πάλι στο σωμάρι και συνεχίζομε την πορεία μας.

Θα προχωρήσαμε 4 ώρες μέσα στη νύχτα και φτάσαμε στο αναρρωτήριο. Μας κατέβασαν και φύγανε. Αρχίζει να πέφτει βροχή πολύ δυνατή. Χτυπούμε την πόρτα και βγαίνει ο γιατρός. Μας λέει ότι έπρεπε να μας πάνε στο Ορεινό Χειρουργείο στο Ψάρι και όχι στο αναρρωτήριο. Μέσα ήταν γεμάτο τραυματίες και άρρωστοι. Δεν μπορούσαμε να μπούμε μέσα. Μας στέλνουν τότε να πάμε στο 5ο Χειρουργείο. Εγώ τότε λέω:

-Ο κύριος Χατζηκώστας;

Μου απαντά:

-Ποιος είστε κύριε;

-Σας γνωρίζω από το αναρρωτήριο του Ηρακλείου.

Μόλις με θυμήθηκε είπε στους τραυματίες:

-Συρθείτε παιδιά!  Κάνετε τόπο να μπούνε οι συνάδερφοί σας μέσα!

Μπήκαμε κι εμείς οι τρεις και περάσαμε εκείνο το βράδυ. Το πρωί μας πρόσφεραν τσάι και ο γιατρός μου έδειξε ένα μονοπάτι 3-4 χιλιόμετρα για να πάω στο Πέμπτο Χειρουργείο. Άρχισα να περπατώ με χίλια βάσανα. Έκανε πέντε βήματα και σταματούσα. Δεν μπορούσα. Ούτε ξέρω πόσες ώρες έκαμα για να φτάσω. Μόλις έφτασα με εξέτασαν. Ο γιατρός είπε ότι η κατάστασή μου είναι σοβαρή και έχω τρίτου βαθμού κρυοπαγήματα.

Έπρεπε να μεταφερθώ με την πρώτη ευκαιρία στο νοσοκομείο. Βγήκα έξω να περιμένω κάποιο μεταφορικό μέσον. Εκεί είδα τον Αριστείδη Λουκάκη, νοσοκόμο γνωστό και φίλο από το Ηράκλειο, είπαμε μερικές κουβέντες και μου λέει:

-Στην κατάσταση που σε βλέπω, φύγε τώρα για να προφτάσεις να βρεις αυτοκίνητο να σε πάρει στο νοσοκομείο.

Ο ζωγράφος Αλέξανδρος Αλεξανδράκης πήρε μέρος στις μάχες με τους Ιταλούς φασίστες στα βουνά της Αλβανίας. Σε ώρες ξεκούρασης και στην ανάπαυλα της μάχης, ζωγράφιζε με το πενάκι του σκηνές από την εποποιία του’40. Στο παραπάνω σκίτσο του Αλεξανδράκη, η μεταφορά των εφοδίων στους Έλληνες στρατιώτες της πρώτης γραμμής
αρχίζει από σήμερα Δευτέρα το Ινστιτούτο Καταναλωτών

Έπρεπε να πάρω πάλι ένα μονοπάτι και μετά 6 χιλιόμετρα να φτάσω στον αμαξωτό. Άρχισα να κατεβαίνω το μονοπάτι σιγά σιγά, όπως μπορούσα. Η ώρα θα ήταν μία με μιάμιση το μεσημέρι. Κούτσα κούτσα έφτασα στον αμαξωτό. Κόντευε να βραδιάσει. Κάτι χτίρια υπήρχαν εκεί, σαν αποθήκες μου φαινόταν. Κάθισα σε μια άκρη. Περνούσαν μεταγωγικά, στρατιώτες με τα μουλάρια, ένας θόρυβος ανθρώπων, μουλαριών, κάρων, μικρών αυτοκινήτων, να πηγαινοέρχονται ασταμάτητα.

Μου είχαν πει ότι σε απόσταση ενός χιλιομέτρου από τον αμαξωτό είναι ένα σπίτι και εκεί μένουν τη νύχτα οι τραυματίες προσωρινά. Περνούν από κει τα αυτοκίνητα και τους μεταφέρουν στο νοσοκομείο στα Γιάννενα.

Στεκόμουν εκεί παρατηρώντας μήπως δω κανένα γνωστό μου να του φωνάξω να με πάει μέχρι εκεί γιατί δεν είχα άλλες δυνάμεις, είχα αποκάμει. Σε μια στιγμή βλέπω κάποιο Γεώργιο Πεδιαδίτη από τα χωριά του Αγίου Νικολάου. Είμαστε κληρωτοί στον ίδιο λόχο στο Ηράκλειο. Του φωνάζω. Γυρίζει, με κοιτάζει αλλά δε με γνωρίζει. Όταν πλησίασε με γνώρισε.

-Έχω αποκάμει με τα πόδια μου Γιώργη, βάλε με σε παρακαλώ στο μουλάρι και πήγαινέ με εκεί που πάνε οι τραυματίες. Δεν μπορώ πλέον να περπατήσω.

Ο φίλος μου με βοήθησε να ανεβώ και με πήγε στο σπιτάκι. Στο σπιτάκι βρήκα και κάποιον άλλο στρατιώτη. Σε μια ώρα ήρθε και τρίτος τραυματίας. Περιμέναμε να περάσει κανένα αυτοκίνητο. Πήγε η ώρα 9, 10, 11, 12, 1 μετά τα μεσάνυχτα, όλα περνούνε φορτωμένα. Το τελευταίο πέρασε δύο η ώρα.

Μετά βίας σταματά και φωνάζει να πάμε γρήγορα γιατί ίσως το πιάσει η μέρα στο αλβανικό έδαφος. Για να πάω από το σπίτι στο αυτοκίνητο έκανα κατσούλια. Με τα γόνατα. Με ανέβασαν πάνω. Το αυτοκίνητο ήταν γεμάτο τραυματίες. Στριμωχτήκαμε όσο μπορούσαμε και ο Θεός βοηθός. Τα σύνορα τα περάσαμε πριν φέξει ο ήλιος. Πριν τα Γιάννενα περάσαμε από ένα φυλάκιο και μας πρόσφεραν τσάι.

Φτάσαμε στα Γιάννενα και μας κατέβασαν στο Νοσοκομείο. Νοσοκόμες μας παραλαμβάνουν και μας τοποθετούν στα κρεβάτια αφού αλλάξαμε τα στρατιωτικά ρούχα.

Δεν θυμούμαι πόσες ώρες κοιμόμουνα αλλά όταν ξύπνησα ακούω στα αυτιά μου ένα ήχο σαν να σέρνονται κλαδιά. Νομίζω ότι είμαι στο μέτωπο και ότι μας κάνουν επίθεση οι Ιταλοί. Παίζω μια και σηκώνομαι στο κρεβάτι και φωνάζω:

-Το πολυβόλο μου!

Κάποιος γιατρός βάζει το χέρι του στο στήθος μου και μου λέει:

-Ησύχασε, δεν είσαι στο μέτωπο αλλά στο χειρουργείο.

Τότε κατάλαβα που βρισκόμουν και ότι ο θόρυβος είναι από τα μηχανήματα του χειρουργείου.

Την άλλη μέρα βλέπω τα πόδια μου με επιδέσμους χωρίς να ξέρω τι συμβαίνει. Την δεύτερη μέρα έρχεται το κλιμάκιο των γιατρών για αλλαγή. Ο νοσοκόμος μου βγάζει τους επιδέσμους και βλέπω τα πόδια μου σκισμένα με τρεις χαρακιές το καθένα. Ο νοσοκόμος με κάποιο ειδικό εργαλείο στην άκρη ενός ψαλιδιού με καθαρίζει και τοποθετεί άλλες γάζες.

Δεν θυμάμαι αν έγιναν τρεις ή τέσσερις αλλαγές, αλλά σε κάθε αλλαγή έβλεπα τα δάχτυλά μου να παίρνουν ένα μαύρο χρώμα.

Ένα πρωί έρχεται ένας γιατρός με δυο αδερφές και σέρνουν ένα καροτσάκι με τα ιατρικά εργαλεία. Έρχονται στο κρεβάτι μου. Οι αδερφές μου λύνουν τους επιδέσμους από τα πόδια. Ο γιατρός κάθεται στο κρεβάτι με την πλάτη γυρισμένη προς τα μένα. Οι αδερφές κάθεται η μια από τα δεξιά και η άλλη από τα αριστερά και μου πιάνουν την κουβέντα. Πόσα αδέρφια είμαστε, πως λένε τον πατέρα μου, πως τη μάνα μου.

Μια ψαλιδιά αισθάνομαι και δίδω ένα τίναγμα στο πόδι μου χωρίς να ξέρω τι κάνει ο γιατρός. Η κουβέντα συνεχίζεται και οι ψαλιδιές το ίδιο. Εγώ να τινάσσω το πόδι μου μετά από κάθε ψαλιδιά. Η μια αδερφή πιάνει τους επιδέσμους και μου δένει τα πόδια. Φεύγουν ο γιατρός με τις νοσοκόμες. Δεν είδα τι έγινε αλλά εκατάλαβα.

Σκεπάζομαι από κορφής με τις κουβέρτες και έκλαψα, έκλαψα, έκλαψα. Και τώρα που το λέω, 61 χρόνια μετά, ένας βαθύς αναστεναγμός βγαίνει από τα στήθη μου.

Στην πρώτη αλλαγή είδα την πραγματικότητα. Έχασα τα δάχτυλα του αριστερού μου ποδιού μετά τμήματος μεταταρσίου και του δεξιού ποδιού πρώτο, δεύτερο, τρίτο δάχτυλο πρώτη φάλαγγα, τέταρτο και πέμπτο ολόκληρα. Μια απώλεια, ένα κομμάτι από το σώμα μου για την πατρίδα.

Δεν θυμάμαι πόσες μέρες έμεινα στο Νοσοκομείο των Ιωαννίνων. Μια μέρα ήρθε διαταγή ότι πρέπει να μεταφερθούμε στα νοσοκομεία των Αθηνών. Μας πήγανε σε ένα λιμάνι και από κει με βαπόρι στον Πειραιά.

Πήγαμε στη συνέχεια στο 13ο Νοσοκομείο στα κτήρια του Πολυτεχνείου. Γνωρίστηκα με πολλούς στρατιώτες εκεί μέσα. Οι περισσότεροι είχαμε κομμένα πόδια από τα κρυοπαγήματα. Γνώρισα και μια νοσοκόμα, σύζυγο του δημοσιογράφου και λογοτέχνη Σβόλου. Μια ταπεινή και σεμνή κυρία, πολύ αφοσιωμένη στα καθήκοντά της. Κάθε πρωί να περάσει από όλους τους αρρώστους, να στρώσει τα κρεβάτια μας και να μας μιλήσει.

13ο Στρατιωτικό Νοσοκομείο Αθηνών. Τέταρτος από αριστερά, (μετά τις τρεις Νοσοκόμες στην πάνω σειρά), ο παγόπληκτος Γεώργιος Χαραλαμπάκης.  Στις 24 Φεβρουαρίου 1941, ο Γεώργιος Χαραλαμπάκης αποσύρθηκε από το ύψωμα 1178 της Τρεμπεσίνας με κρυοπαγήματα. Στη συνέχεια, στο χειρουργείο του Στρατιωτικού Νοσοκομείου Ιωαννίνων, έχασε τα κάτω άκρα του από γάγγραινα και μεταφέρθηκε για ανάρρωση στο νοσοκομείο των Αθηνών
Ο ζωγράφος Αλέξανδρος Αλεξανδράκης πήρε μέρος στις μάχες με τους Ιταλούς φασίστες στα βουνά της Αλβανίας. Σε ώρες ξεκούρασης και στην ανάπαυλα της μάχης, ζωγράφιζε με το πενάκι του σκηνές από την εποποιία του’40. Στο παραπάνω σκίτσο του Αλεξανδράκη, η μεταφορά των εφοδίων στους Έλληνες στρατιώτες της πρώτης γραμμής

Σε λίγο καιρό μεταφερθήκαμε το 15ο Στρατιωτικό Νοσοκομείο στα κτήρια της φοιτητικής λέσχης. Εκεί οι γιατροί μα παρακολουθούν για την πορεία της υγείας μας. Είχανε περάσει μέρες και η πληγή του αριστερού μου ποδιού βρίσκεται πάντα στο ίδιο σημείο. Ο γιατρός διατάσσει να μεταφερθώ πάλι στο χειρουργείο. Άλλη επέμβαση, να κόψει λίγο από το μετατάρσιο.

Για τον τραυματισμό του κάθε στρατιώτη συγκεντρώνεται η υγειονομική επιτροπή και αποφασίζει. Ο Στρατιώτης Χαραλαμπάκης Γεώργιος του Μιχαήλ και της Παρασκευής, κρίθηκε ανάπηρος πολέμου συνεπεία κρυοπαγημάτων, με ποσοστό αναπηρίας 45%. Μου εγκρίνανε 2500 δραχμές αποζημίωση κάθε μήνα.

Στο διάστημα της παραμονής μου στο νοσοκομείο διάβαζα ότι έπεφτε στα χέρια μου. Διάβασα κι ένα ποίημα που μου έκανε εντύπωση, αλλά δε θυμάμαι ποιος το’γραψε. Έγραφε: …θα σηκώσω τα χιλιάδες ακρωτηριασμένα χέρια, πόδια και σπασμένα κεφάλια, για να αντισταθούν στις αιμοβόρες καρδιές σας…

Έγραφα και σε ένα τετράδιο τα περιστατικά του πολέμου, αλλά δυστυχώς δεν το φύλαξα. Θυμούμαι όμως την ημερομηνία που έφυγα από το ύψωμα και σημάδεψε τη ζωή μου.

24 Φεβρουαρίου 1941. Ύψωμα 1178

Από εκείνη την ημέρα είμαι στο κρεβάτι μέχρι τα τέλη του 1941. Τότε μας έρχεται η είδηση ότι όσοι τραυματίες είναι από τους νομούς Ηρακλείου και Λασιθίου και θέλουν να κατεβούν στην Κρήτη, ένα Ιταλικό βαπόρι κάνει τη διαδρομή Πειραιά – Άγιο Νικόλαο και οι ιταλικές υπηρεσίες έχουν τη θέληση να τους μεταφέρουν. Γράφτηκα και ήταν γραμμένοι και ο Σγουροβασιλάκης Αντώνης και ο Μπουμπουλάκης Κωστής. Όλοι από το Καστέλλι.

Ήρθαν και μας πήραν αυτοκίνητα των Ιταλών και πήγαμε στο λιμάνι του Πειραιά. Γινότανε κάποιος έλεγχος και μπαίναμε μέσα. Ο Αντώνης Σγουροβασιλάκης δεν ήρθε γιατί δεν ήταν σωστά γραμμένος και γύρισε πίσω. Ευτυχώς για τον Αντώνη γιατί είχε πάρει πλευρίτιδα και μετά δυσκολίας εγλίτωσε. Η βαλίτσα του όμως είχε μπει μέσα στο βαπόρι και τη συνόδεψα και την έδωσα στην αδερφή του τη Ζαχαρένια. Στο βαπόρι μείναμε τρεις μέρες μέχρι να ξεκινήσει.

Και τις τρεις μέρες μας ταΐζανε τη μια μακαρόνια και την άλλη χυλόφτες. Το Ιταλικό βαπόρι το λέγανε “Μαρίνα”. Το ταξίδι του αυτό ήταν και το τελευταίο. Το Ελληνικό Στρατηγείο είχε μάθει τις ενέργειες των Ιταλών και το παρακολουθούσε το υποβρύχιό μας ο ìΠαπανικολής». Το άφησε να φτάσει στον Άγιο Νικόλαο και όταν αποβιβαστήκαμε εμείς, το βούλιαξε στην επιστροφή.

Οι αρχές του Αγίου Νικολάου μας παρέλαβαν τους τραυματίες και μας ταξινόμησαν σε διάφορα μέρη. Στο σχολείο, σε σπίτια, εμένα με έστειλαν στο Νοσοκομείο. Μας ρώτησαν τι φαγητό να μας ψήσουν και μεις όλοι ζητήσαμε κουκιά άσπρα και καλοψημένα. Τις άλλες μέρες μας έψησαν κρέας. Ο Υπομοίραρχος του Αγίου Νικολάου, Στέλιος Δοκιανάκης, επιμελήθηκε να μου δώσουν διπλή μερίδα. Ο μάγειρας μου έβαλε δυο μερίδες κρέας. Δεν μπορούσα να το φάω και το έδωσα στον Μπουμπουλή να το φυλάξει να το φάμε το βράδυ. Το βράδυ του λέω να φέρει το κρέας και μου λέει ότι το’φαγε.

Στον Άγιο Νικόλαο μείναμε τρεις μέρες. Οι ανάπηροι στρατιώτες του νομού Ηρακλείου εμεσολάβησαν οι αρχές και μας πήραν τέσσερα Ιταλικά αυτοκίνητα μικρής χωρητικότητας. Μας μετέφεραν στο Ηράκλειο και πάλι οι αρχές του Ηρακλείου μας υποδέχτηκαν με κάθε τιμή. Μας έδωσαν ένα πεντακοσάρικο στον καθένα. Όσοι μπορούσαν να φύγουν για τα σπίτια τους και τα χωριά τους το έκαναν. Οι άλλοι μείναμε στο Ηράκλειο σε φιλικά μας σπίτια. Όσοι μείναμε πήραμε εντολή να πηγαίνουμε στων Χανιών την Πόρτα σε ένα μαγειρείο, να παίρνομε δυο μερίδες φαγητό κρέας βοδινό κάθε μέρα δωρεάν.

Εγώ πήγα στο σπίτι της κυρίας Άννας Βλαχάκη που έμενα πριν φύγω για τον πόλεμο. Με δέχτηκαν με χαρά. Η κυρία Βλαχάκη είχε δυο κόρες, την Καλλιόπη που ήτο μαθήτρια στην Παιδαγωγική Ακαδημία Ηρακλείου και τη Μαρία.

Παρασκευή, 27 Οκτωβρίου 2006. Ο ανάπηρος του Ελληνοϊταλικού πολέμου Γεώργιος Μιχ. Χαραλαμπάκης, με τους μαθητές της ΣΤ΄ τάξης του Δημοτικού Σχολείου Καστελλίου
13ο Στρατιωτικό Νοσοκομείο Αθηνών. Τέταρτος από αριστερά, (μετά τις τρεις Νοσοκόμες στην πάνω σειρά), ο παγόπληκτος Γεώργιος Χαραλαμπάκης. Στις 24 Φεβρουαρίου 1941, ο Γεώργιος Χαραλαμπάκης αποσύρθηκε από το ύψωμα 1178 της Τρεμπεσίνας με κρυοπαγήματα. Στη συνέχεια, στο χειρουργείο του Στρατιωτικού Νοσοκομείου Ιωαννίνων, έχασε τα κάτω άκρα του από γάγγραινα και μεταφέρθηκε για ανάρρωση στο νοσοκομείο των Αθηνών

Ο Μπουμπουλής είχε φύγει από τον Άγιο Νικόλαο τη δεύτερη μέρα και είχε φτάσει στο Καστέλλι. Είπε στο σπίτι μας για μένα και ο αδερφός μου ο Κωστής ήρθε να με γυρεύει. Τυχαία συναντηθήκαμε στο καφενείο του Μαυράκη. Φύγαμε την ίδια μέρα για το Καστέλλι. Οι γονείς και η αδερφή μου με υποδέχτηκαν με πολλά δάκρυα. Κοίταζαν τα πόδια μου και κλαίγανε. Τους είπα:

-Μη στενοχωριέστε που γύρισα πίσω με τις πατερίτσες. Ό,τι μου λείπει το έδωσα για την Πατρίδα μου!

Στο Καστέλλι γύρισα τον χειμώνα του 1942 και βρήκα το χωριό μου κατειλημμένο από τους Γερμανούς».

Για όλους τους στρατιώτες μας που δε γύρισαν από τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο, (για την Κρήτη ο αριθμός τους ανέρχεται σε 1141 παλικάρια), αφιερώνουμε το παρακάτω ποίημα της Κύπριας ποιήτριας Ξένης Αγγελίδου:

ΣΤΕΡΝΟΣ ΛΟΓΟΣ

Φύλαξε το κλειδί. Είναι του σπιτιού.

Όταν θα πας ν’ ανοίξεις.

Σε τόπο φύλαξέ το σίγουρο

και κάπου κάπου να το καθαρίζεις.

Δεν πρέπει να σκουριάσει.

Να’ ναι έτοιμο, μόλις σας πούνε

να γυρίσετε…

Έχω κλειδώσει δυο φορές την ξώπορτα.

Πρέπει να την τραβήξεις προς τα έξω,

μην ξεχάσεις…

Εγώ δε θα γυρίσω, όπως το λογάριαζα.

Εσύ θα πας.

Θα ξαναδείς το περιβόλι και την καρυδιά

που φύτεψα…

Πρόσεχε το κλειδί.

Η αυλή μας θα μοσκομυρίζει

γιασεμιά.

Το κλήμα θα’ χει σίγουρα καρπό…

Και μην ξεχάσεις τα βασιλικά στη γλάστρα.

Θα’ ναι όμορφα, χαρά Θεού μες στην αυλή μας.

Μην κλαις.

Μονάχα το κλειδί να το φυλάξεις καλά.

Ξέρεις τι δυσκολία θα’ χεις αν το χάσεις;

Που να’ βρεις μάστορα να σου αλλάξει κλειδαριά,

όταν στον τόπο σου γυρίσεις…

* Ο Γεώργιος Α. Καλογεράκης είναι δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Καστελλίου