Ο Γεώργιος Μιχαήλ Χαραλαμπάκης γεννήθηκε στο Καστέλλι Πεδιάδος το 1915. Το 1936 υπηρετεί την στρατιωτική του θητεία ως εύζωνας στην Προεδρική Φρουρά. Με τα πρώτα σημάδια της έλευσης του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου στην Ελλάδα, η κλάση του επιστρατεύεται στα τέλη Αυγούστου 1940, (μετά τη βύθιση του θωρηκτού μας πλοίου Έλλη στην Τήνο).
Παρουσιάζεται στο Ηράκλειο με τη μονάδα του να σταθμεύει τελικά στη Νεάπολη Λασιθίου. Ακολουθεί την Κρητική Μεραρχία και φτάνει στις αρχές Ιανουαρίου 1941 στο μέτωπο του πολέμου στα χιονισμένα βουνά της Αλβανίας.
Η ειδικότητά του ήταν πολυβολητής. Στην πρώτη γραμμή του μετώπου, ο Γιώργος Χαραλαμπάκης δίδει σκληρές μάχες με τους συντρόφους του. Αφού δεν τον λύγισαν οι μάχες και οι Ιταλοί, ο Γεώργιος Χαραλαμπάκης στο ύψωμα 1178, που το κρατούσε ο Ελληνικός στρατός με πολλές θυσίες, παθαίνει κρυοπαγήματα.
Εγκαταλείπει το μέτωπο ως παγόπληκτος στις 24 Φεβρουαρίου 1941 και στο 5ο Στρατιωτικό Νοσοκομείο Αθηνών οι γιατροί τον ακρωτηριάζουν. Ανάπηρος πολέμου πλέον, ο Γεώργιος Χαραλαμπάκης τη δεκαετία του 1970 γράφει σε ένα τετράδιο πολλών σελίδων τις αναμνήσεις του από τον πόλεμο. Μας εμπιστεύεται τα κείμενά του το έτος 2002 και με μεγάλο σεβασμό, χωρίς να κάνουμε καμιά αλλαγή ή διόρθωση, παρουσιάζουμε το συγκλονιστικό του κείμενο:
´Η γενική κατάσταση των κρατών δεν είναι ομαλή. Από τα γύρω μας κράτη απειλούμαστε, κάποια μέτρα πρέπει να πάρει και το κράτος μας η Ελλάδα και καλεί για μετεκπαίδευση ορισμένες κλάσεις εφέδρων στρατιωτών με τα ψηφία Κ, Ρ.
Η διαταγή έχει δοθεί και όλοι οι κατέχοντες τα γράμματα αυτά τρέχουν να καταταγούν. Ένα μεσημέρι έρχεται ο μικρός μου αδερφός στο Ηράκλειο και μου λέει:
-Τι κάθεσαι αξέγνοιος, καλείσαι στρατιώτης. Το απολυτήριό σου γράφει Κ, Ρ.
Άλλαξα και φύγαμε αμέσως να παρουσιαστώ στη μονάδα ή στο σύνταγμα. Θα’ ταν τέλη Αυγούστου το 1940. Εκεί στην κατάταξή μου βρήκα και τον καλό μου φίλο Γεώργιο Χναράκη. Μας τοποθετήσανε στην τρίτη διμοιρία και μας έστειλαν στην Νεάπολη. Κατασκηνώσαμε σε μια πεζούλα. Σε διάστημα ενός και μισού μήνα αλλάξαμε κατασκήνωση και πήγαμε δυτικά σε μια μικρή εκκλησία, Άγιο Γεώργιο του Ψαθά την λέγανε.
Εκεί μια μέρα με κάποιο συνάδελφο είπαμε να παίξουμε αμάδες και βάναμε δίφραγγα στο μούτσο αλλά μετά από μας τους πρώτους ήρθαν και άλλα 5-6 άτομα. Στο παιγνίδι τους κέρδισα όλους με συνολικό κέρδος 55 δραχμές. Είχα μεγάλη ευθυβολία με το χέρι μου.
Το βράδυ μετά από το συσσίτιό μας, καλώ τον λοχία Γιάννη Χαιρέτη, τον φίλο μου τον Χναράκη, τον Ανδρέα Ανετάκη από το Θραψανό και πήγαμε στην ταβέρνα του Φώτη. Εκεί συναντιόμαστε και τις άλλες μέρες της διαμονής μας στη Νεάπολη. Τα έξοδα ήτο από τα κερδισμένα.
Ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου 1940 η Ιταλία μας κηρύσσει τον πόλεμο. Μπαίνομε σε μια άλλη φάση, τώρα υπηρετούμε την πατρίδα, τώρα καλούμαστε να υπερασπιστούμε τα ιερά και τα όσια της πατρίδας μας την ίδια την Ελλάδα.
Το μεσημέρι ήμαστε συγκεντρωμένοι εκεί στον περίβολο του Αγίου του Ψαθά, χωρίς να δώσω κάποια αφορμή, έκανε μια χειρονομία για αστείο ο Μανόλης Σκληβάκης από το Θραψανό. Με πιάνει από το κεφάλι. Εγώ θέλω να τον φέρω στο χώμα, να τον τουμπάρω. Κάποιος από τους συναδέλφους εκατάλαβε το σκοπό μου και του φωνάζει:
-Θα σε τουμπάρει!
Αυτός γύρισε προς τα πάνω και έπεσε μπρούμυτα κρατώντας με πάντα. Το εθεώρησα προσβολή να του πω να με αφήσει. Βάζω τα χέρια μου στο στήθος του, πατώ με δύναμη τα πόδια μου για να του φύγω, το κεφάλι μου γλιστρά προς τα έξω, κάπου μπερδεύει και ακούγεται ένα δυνατό χρρ σαν να σκιζότανε ένα χοντρό καραβόπανο. Το κεφάλι μου σκίστηκε και τα αίματα τρέχανε ποτάμι. Ο φίλος μου ο Χναράκης με πήγε στο γιατρό. Γιατρό της διμοιρίας είχαμε κάποιο Καρουζάκη. Με πήγανε λοιπόν στο ιατρείο του, εφώναξαν και τον κουρέα για να ξυρίσει το κεφάλι εκεί στη σκισμάδα για να μπορούν να το ράψουν.
Έβαλε ο κουρέας το ξυραφάκι στο καμινέτο για να το απολυμάνει και το χέρι του ξυραφιού πήρε φωτιά, ήταν από πλαστικό. Με δίχως χέρι και όσο μπορούσε ο κουρέας, ονόματι Καλαθάκης, μου ξύρισε το μέρος της πληγής και οι γιατροί άρχισαν να ράβουν. Πιάνουν το σουβλί, πρώτα να τρυπήσουν το δέρμα και ακούω να τεντώνει και μετά δυσκολίας τρυπά, και πάμε για την δεύτερη τρυπιά. Στην τρίτη μου λένε:
-Μωρέ δεν πονείς;
-Ράβε και σώπα, ήτο η απάντησή μου.
Πέντε ράμματα έκαμαν, με έδεσαν με επιδέσμους και φεύγομε με τον φίλο το Χναράκη. Πόνο δεν ένιωθα καθόλου. Ο πόνος είναι ο πόλεμος που θα φέρει καταστροφές και σκοτωμούς.
Το άλλο βράδυ μας καλεί ο Λοχαγός μας Γεώργιος Κάβος, παλικάρι σωστό, μας κάλεσε και μας μίλησε. Μας είπε ότι πρέπει να φύγομε απόψε για το Ηράκλειο, μεταφορικά μέσα δεν είχαμε, θα φύγομε με τα πόδια. Η ώρα θα ήταν 5-6 το βράδυ.
Όλες οι κυρίες των γύρω σπιτιών εβγήκαν με τα πανέρια τα αμύγδαλα και το μπουκάλι τη ρακή να μας πούνε στο καλό και με τη νίκη.
Πήραμε το δρόμο και όσοι είχαν δυνατά πόδια επροχώρησαν. Περάσαμε το χωριό Λατσίδα, το Βραχάσι και κατηφορίσαμε για τον Άγιο Γεώργιο το Σεληνάρη. Όλοι μας ο καθένας που περνούσε με τη σειρά του έμπαινε στο εκκλησάκι, έκανε το σταυρό του, προσκυνούσε την εικόνα. Μια μετάνοια παραπάνω για να μας δίδει δύναμη και κουράγιο ο Άγιος να αντεπεξέλθομε στην πολεμική μας αποστολή.
Συνεχίσαμε το δρόμο μας περνώντας από τα χωριά Μάλια, την Χερσόνησο, για να φτάσομε το πρωί στον Κατσαμπά με ολόπρηστα τα πόδια μας, 55 χιλιόμετρα είναι η διαδρομή Νεάπολη-Ηράκλειο.
Το μεσημέρι με δυσκολία πήγαμε να πάρομε συσσίτιο να φάμε και να πέσομε στα αντίσκηνα για ύπνο μέχρι την άλλη μέρα το πρωί.
Σε λίγες μέρες δόθηκε η διαταγή να μπαρκάρομε για το μέτωπο. Το βράδυ με τη δύση του ήλιου όλο το στράτευμα πέρασε τα στενά σοκάκια της Αλικαρνασσού με κατεύθυνση προς το λιμάνι. Επιβιβαστήκαμε στα βαπόρια και ξεκινήσαμε. Αριστερά και δεξιά είχαμε συνοδεία πολεμικά πλοία.
Φτάσαμε πολύ πρωί στον Πειραιά. Αποβιβαστήκαμε και κατευθείαν για το Χαϊδάρι, εκεί κατασκηνώσαμε. Μετά το μεσημεριανό φαγητό μας δόθηκε άδεια όσοι θέλουν να πάνε στην Αθήνα για μια βόλτα ή και να πάρουν κάτι αν θέλουν. Πάντα παρά με τον φίλο μου Χναράκη, κάναμε τη βόλτα μας, φάγαμε ένα γλυκό και κατόπιν στο λεωφορείο για το Χαϊδάρι.
Είχα ξαπλώσει και κοιμόμουνα, αισθανόμουνα κουρασμένος όταν ηχούν οι σάλπιγγες για συγκέντρωση των στρατιωτών. Μας ανακοινώνεται ότι το 43ο , το 44ο, και το 14ο Σύνταγμα θα συγκεντρωθεί στο σταθμό Λαρίσης και επιβίβαση στα τρένα για Θεσσαλονίκη.
Μπήκαμε σε ένα βαγόνι του τρένου. Από 20 άτομα που χωρούσε μπήκαμε 40, ούτε καθιστοί δεν χωρούσαμε. Στάση στο Αμύνταιο. Κατεβήκαμε και από κει άρχισε η πεζοπορία. Από τις 10 το πρωί που ξεκινήσαμε φτάσαμε πολύ βράδυ σε ένα χωριό, Γαλάτεια το λέγανε.
Ο καιρός ήταν καλός, θα είχαμε καθίσει εκεί δυο-τρεις μέρες όταν άκουσα ότι το πέμπτο σύνταγμα πυροβολικού είναι στην Πτολεμαΐδα. Στο πυροβολικό ξέρω ότι υπηρετεί ο αδερφός μου ο Κωστής. Ο άλλος αδερφός είναι εθελοντής σμηνίτης στη Λάρισα. Έκαμα την αυθαιρεσία χωρίς να το πω στο λοχαγό ή στον επιλοχία ότι θέλω να πάω στην Πτολεμαϊδα να δω τον αδερφό μου.
Ξεκίνησα μετά το μεσημεριανό φαγητό. Όταν επλησίασα στην Πτολεμαϊδα εσυνάντησα τον Μανόλη Παπαδογιωργάκη από τον Ξυδά. Μπήκα στην κωμόπολη και ρώτησα για τον αδερφό μου. Δεν άργησα να τον βρω. Έμενε μαζί με άλλους συναδέλφους του στο σπίτι του αντιπροέδρου του Δήμου. Μου είπαν ότι τους μαγειρεύει κάθε μέρα δικά του φαγητά. Εκείνο το βράδυ μας έφερε ένα τσικάλι γεμάτο να φάνε 10 άτομα. Εμείς ήμασταν τέσσερις.
Το περιεχόμενο του τσικαλιού ήτο χυλόπιτες φτιαγμένες στο σπίτι. Όταν είδα να αδειάζω το πιάτο και με την βαθιά κουτάλα να το ξαναγεμίζουν, μέσα στην απορία μου παίρνω απάντηση ότι κάθε μέρα αυτό γίνεται.
Το βράδυ εκοιμήθηκα εκεί σε μια άκρη. Το πρωί έφυγα και με ακολούθησε ο αδερφός μου. Προς το μεσημέρι είμαστε πίσω στη Γαλάτεια. Ρώτησα τον φίλο μου το Χναράκη και μου είπε ότι δεν με ζήτησε κανείς. Το βράδυ πλαγιάσαμε και ο αδερφός μου μου είπε πολλά και διάφορα. Το πρωί γύρισε και αυτός στην μονάδα του.
Το απόγευμα της ίδιας μέρας ήρθε διαταγή να αναχωρήσομε. Ξεκινήσαμε και βαδίζαμε ανατολικά από ένα αγροτικό δρόμο και στα 15 χιλιόμετρα ίσως και παραπάνω φτάσαμε σε ένα δάσος. Στα αριστερά του δρόμου αμέσως άρχισε η προετοιμασία να στήσομε τα αντίσκηνα, είχε φως ακόμη, δεν είχε σκοτεινιάσει. Σαν φτάσαμε γυρεύω το φίλο για να στήσομε το αντίσκηνο, πουθενά δεν φαίνεται. Έχασε το δρόμο όπως και μερικοί άλλοι. Ο καθένας μας είχε την παρέα του για το στήσιμο του αντίσκηνου. Όλοι ετοιμάζονται κι εγώ είμαι μόνος μου. Λέω στον Μαρκομιχελάκη από τις Αρχάνες:
-Λευτέρη, έχασα το Χναράκη και δεν έχω παρέα να στήσω το αντίσκηνο.
Μου είπε ότι ο Βουρλιωτάκης, και αυτός από τις Αρχάνες, είναι παρέα με τρία άτομα και ψάχνουν τέταρτο.
Πήγα και πέσαμε μετά για ύπνο χωρίς φαγητό. Το πρωί είμαστε στο πόδι και ο λοχαγός μας Γεώργιος Κάβος κάθεται σε μια πέτρα και φωνάζει με παράκληση, όχι με διαταγή κατά τα στρατιωτικά καθήκοντα:
-Παρακαλώ παιδιά να έρθει ένας από τους ημιονηγούς να πάει στο χωριό να φέρει νερό και να πάρει να μαγειρέψομε κανένα όσπριο να φάμε.
Καμιά κίνηση από τους ημιονηγούς. Φωνάζει δεύτερη φορά, αλλά πάλι καμιά κίνηση από κανένα. Όλοι ήταν εκεί γύρω, και οι στρατιώτες και τα μουλάρια. Επικρατεί η αδιαφορία. Για τρίτη φορά φωνάζει ο Λοχαγός και λέει ότι όποιος θα πάει θα του δώσει τρία πακέτα τσιγάρα.
(Ο Χναράκης ήρθε, πηγαίνω κοντά του, είναι πολύ κουρασμένος και άγρυπνος. Επέρασα μου λέει τη νύχτα κάτω από ένα θάμνο).
Τα τελευταία λόγια του Λοχαγού, όχι με στρατιωτική διαταγή αλλά με παράκληση, με συγκινούν. Λόγια που σε κάνουν να πονείς αλλά και να κλάψεις. Ο πόνος χτυπά μέσα σου, μια χορδή του ψυχικού κόσμου σου χτυπά και δίδει τον ήχο και ο ήχος πηγαίνει στο νου και λέει η γλώσσα:
-Θα πάω εγώ να φέρω νερό !
Με δυο βήματα αγάπης και πατριωτισμού παρουσιάζομαι στο Λοχαγό και του λέω ότι θα πάω εγώ να φέρω νερό.
-Πήγαινε και όταν γυρίσεις θα σου δώσω τα τσιγάρα.
-Δεν καπνίζω κύριε Λοχαγέ και δεν πάω για τα τσιγάρα.
Παίρνω ένα μουλάρι και προχωρώ 800 με 1000 μέτρα από χωράφια, μπήκα σε αγροτικούς δρόμους και γύρισα πίσω στη Γαλάτεια, που ήταν ο σταθμός του ανεφοδιασμού μας.
Βρήκα εκεί τον επιλοχία Μανόλη Ζερβό και τον έφεδρο λοχία Τρυπιδάκη από τον Κρουσώνα. Πήρα δυο ξύλινα βαρέλια, τα γέμισα νερό, τα φόρτωσα στο μουλάρι και ξεκίνησα.
Σαν είχα προχωρήσει λίγο τρέχουν ο Λοχίας με τον Επιλοχία να με σταματήσουν. Μου λένε να περιμένω μια ώρα για να ετοιμάσουν τα ώνια οι ημιονηγοί να τα πάρω κι αυτά.
-Κύριε επιλοχία, η ώρα είναι σχεδόν 12, και ο λόχος είναι νηστικός. Ούτε τσάι το πρωί. Θα φύγω και αν νομίζετε ότι παραβαίνω την διαταγή να με αναφέρετε στον Λοχαγό.
Έβγαλε το πιστόλι και μου το πρότεινε τότε. Του λέω:
-Το όπλο σου το δώσανε για μένα ή για τους εχθρούς;
Γύρισα πίσω και πρώτος ο Λοχαγός μου έδωσε συγχαρητήρια. Ο Λοχίας Γιάννης Χαιρέτης πλησιάζει τον Λοχαγό και του λέει να δοθεί προαγωγή στον Χαραλαμπάκη.
Οι μάγειροι έψησαν τη φασολάδα και φάγαμε, εμείναμε εκείνο το βράδυ εκεί και την επαύριο αναχωρήσαμε κοντά στα σύνορα. Είπαν πως είναι η Ελληνική Κλεισούρα, ήτο καταπράσινη από μικρούς θάμνους και έβλεπες τους λαγούς να φεύγουν από δω κι από κει.
Και πάλι την άλλη μέρα πριν ο ήλιος βασιλέψει έτοιμος ο λόχος. Νυχτερινή πορεία. Εκείνο το βράδυ βαδίσαμε πάρα πολλές ώρες. Φτάσαμε σε ένα γυμνό μέρος από δέντρα και χαμόκλαδα. Εστήσαμε τα αντίσκηνα και πέσαμε να ξεκουραστούμε.
Το πρωί, πριν τη φέξη της αυγής, οι σάλπιγγες ηχούν δυνατά. Ο εχθρός κάνει επίθεση με αεροπλάνα. Οι στρατιώτες σηκώνονται και άλλοι δεξιά, άλλοι αριστερά τρέχομε να κρυφτούμε. Οι αξιωματικοί μας φωνάζουνε:
-Πέστε κάτω !!!
Τα αεροπλάνα φανήκανε πίσω από ένα μικρό λοφίσκο ανατολικά. Τρέχομε με το Χναράκη, ένα φύσημα ακούω πάνω μας, οι κλώνοι του δρυ που είναι δίπλα μας σπούνε, η βόμβα έπεσε πάνω στους κλώνους και ύστερα κάτω μα δεν έσκασε.
Πάνω στη λαγκαδιά που φύγανε οι περισσότεροι στρατιώτες πέσανε οι πιο πολλές βόμβες.
Σκοτωθήκανε πολλοί και τραυματιστήκανε άλλοι. Τώρα μπήκαμε στη φάση του πολέμου, πήραμε το βάπτισμα.
Το βράδυ πριν νυχτώσει γίνεται συγκέντρωση λόχου και προσκλητήριο. 13 φονευθέντες και πολλοί τραυματίες. Στους σκοτωμένους ήτανε δυο από το Θραψανό και ένας Σαββάκης από τους Αποστόλους.
Μια μελαγχολία και μια λύπη μας κρατά όλους για τους σκοτωμένους και τους τραυματίες. Την ταφή τους την φρόντισαν άλλοι. Το βράδυ εμείναμε διασκορπισμένοι εδώ κι εκεί.
Ο Λοχαγός και μερικοί αξιωματικοί, εγώ και ο φίλος μου ο Χναράκης εσμίξαμε σε ένα φυσικό οχυρό με δέντρα γύρω-γύρω και από την κάτω πλευρά πέτρες τοποθετημένες με τέτοιο τρόπο σαν να τις έχτισε έμπειρος τεχνίτης. Ύστερα από τα διάφορα που συζητούσαμε για την μεγάλη μας αποστολή, θα ήταν η ώρα 9 το βράδυ, λάμψεις φαίνονται στον ορίζοντα και επακολουθούν οι κρότοι των πολυβόλων και οι οβίδες του πυροβολικού. Τα έβλεπα στους κινηματογράφους και τώρα τα βλέπω στην πράξη.
Από μακριά θαυμάσιο το θέαμα, στο πεδίο της μάχης φόβος και τρόμος. Θα πήγε 12 η ώρα. Οι βομβαρδισμοί από τα πυροβόλα συνεχίζονται κάπου-κάπου. Μια τάφρος ήτο εκεί κοντά, πολλά μέτρα μήκος και εκεί προφυλασσόμεθα, ήτο 1,5 μέτρο βάθος.
Όταν πέφτανε οι οβίδες εγώ γύριζα ανάσκελα για να βλέπω, σαν τέλειωσε ο βομβαρδισμός ο φίλος μου που ήτο πιο πέρα ήρθε και μου έκανε παρατηρήσεις, γιατί να είμαι ανάσκελα. Φωτιά να ανάψομε απαγορευότανε, εδίδαμε στόχο στον εχθρό. Τα καζάνια είχαν κρεμαστεί, το συσσίτιο λίγο, μια κουραμάνα κι αυτή σπασμένη και λίγο τυρί. Παράπονα πολλά και μεγάλα, στο δίκιο τους οι στρατιώτες. Συγκινούμεθα με τον φίλο μου στα παράπονα των συναδέλφων, αυθόρμητα παίρνομε την πρωτοβουλία και λέμε στην διμοιρία μας 33 στρατιώτες τον αριθμό:
-Συνάδελφοι, σας κάνομε μια πρόταση. Αν θέλετε εγώ και ο Χναράκης να μοιράζομε το τυρί.
Δέχτηκαν ομόφωνα. Επιάσαμε το κεφάλι το τυρί και αρχίσαμε να κόβομε όσο μπορούσαμε σε ίδια κομμάτια, τραπέζι δεν είχαμε κι όμως το τοποθετήσαμε σε ένα μέρος σαν τραπέζι. Παρακαλούμε τους συναδέλφους να έρχονται κατά σειρά. Όπως είμαστε αριθμημένοι στο στοιχείο μας του πολυβόλου να περνά ο καθένας να παίρνει το κομμάτι του και τα δυο τελευταία είναι τα δικά μας. Η κουραμάνα, το κομμάτι το τυρί και λίγες σταφίδες…ª
*Ο Γεώργιος Α. Καλογεράκης είναι δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Καστελλίου