Συμπληρώνονται φέτος 83 χρόνια από την έναρξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου. Ενός πολέμου που δόξασε τα Ελληνικά χρώματα αλλά και άφησε πίσω του χιλιάδες νεκρούς και τραυματίες.
Η Πέμπτη Μεραρχία των Κρητών, στις μάχες με τους Ιταλούς, είχε τις μεγαλύτερες απώλειες από όλους τους στρατιωτικούς σχηματισμούς. 1.141 ήταν οι νεκροί Κρητικοί και 2.025 οι τραυματίες και οι παγόπληκτοι. Στα χωριά του πρώην Δήμου Καστελλίου, συχνά βλέπαμε αυτοκίνητα με τη χαρακτηριστική επιγραφή «ανάπηρος πολέμου». Σήμερα, δεν ζει πλέον κανένας από τους ήρωες που πήραν μέρος στον πόλεμο και στις μάχες που δόθηκαν από τους Κρήτες στρατιώτες στα βουνά της Αλβανίας.
Καταγράψαμε όμως πριν από είκοσι χρόνια, τα λόγια των τελευταίων μαχητών, που δεν λογάριασαν ούτε τους εχθρούς, ούτε το κρύο και τα χιόνια, ούτε τις λάσπες, ούτε την πείνα, ούτε τις κακουχίες του πολέμου. Με την ιαχή ΑΕΡΑ ακόμη στο στόμα τους, μας διηγήθηκαν γεμάτοι από συγκίνηση, κάποιες εμπειρίες τους από το μέτωπο του πολέμου:
(+Φραγκιαδουλάκης Στέλιος τ. Γεωργίου, Αγία Παρασκευή, Σεπτέμβρης 2003)
´…με την επιστράτευση εφύγαμε από το χωριό και συγκεντρωθήκαμε στσι Αγιές Παρασκιές. Εκεί εντυθήκαμε στα στρατιωτικά και εφύγαμε για τα Χανιά. Από τα Χανιά εμπήκαμε στα πλοία και εφτάσαμε στην Αθήνα. Από την Αθήνα προπατάρηδες επήγαμε μέχρι την Αλβανία. Ένα μήνα επροπατούσαμε για να φτάξομε. Την νύχτα. Την ημέρα ήτανε τα Ιταλικά αεροπλάνα και εκρυβόμαστε. Μόλις εξημέρωνε, όπου εβρίσκαμε τόπο εκοιμούματε, κάνα δυο ώρες, που να κοιμηθούμε με το κρύο. Μόλις βραδιάσει πάλι να συνεχίσομε.
Εγώ ήμουνα στο λόχο του πυροβολικού. Μου χρεώσανε ένα μουλάρι και εκουβαλούσα όλη μέρα πυρομαχικά στα πυροβόλα μας. Τη δουλειά αυτή έκανα τρεις μήνες συνέχεια. Εφόρτωνα το μουλάρι, επήγαινα στα πυροβόλα και ξεφορτώναμε τις οβίδες και ξανά πάλι πίσω την ίδια δουλειά, μέρα νύχτα. Τρεις μήνες συνέχεια. Στις διαδρομές που έκανα πολλές φορές έβλεπα σκοτωμένους Ιταλούς στην άκρα του δρόμου. Την νύχτα εμαζευόμαστε μερικοί και τσι θάβαμε.
Μια μέρα ένα αεροπλάνο Ιταλικό μας έριξε βόμβες εκεί που είχαμε τα τσαντίρια μας. Άκουσα ένα σφύριγμα και έπεσε μια βόμβα δίπλα στη σκηνή μου. Ήτανε ζήτημα να έπεσε δέκα μέτρα μακριά. Ίσα ίσα που πρόλαβα και έπεσα χάμω. Τα βλήματα επήρανε τη σκηνή και την κάνανε κουρέλια.
Νερό δεν είχαμε. Άμα θέλαμε να πιούμε νερό και μεις και τα μουλάρια, εβγάναμε ένα λάκκο και περιμέναμε να μαζώξει νερό. Επίναμε πρώτα εμείς και ύστερα εσιμώναμε τα μουλάρια να πιούνε. Εγώ έφταξα μέχρι ένα χωριό που λέγεται Ψάρι. Από το Ψάρι και μέσα δεν επήγε το πυροβολικό μας. Τα υψώματα μπροστά τα είχε πιάσει το πεζικό. Οι Ιταλοί είχανε οχυρωθεί στο Τεπελένι και δεν εμπορούσαμε να τσι βγάλομε από κει.
Το πιο μεγάλο κακό που εσυνάντησα στον πόλεμο ήτανε οι ψείρες. Ούτε ο πόλεμος μας φόβισε τσι Έλληνες, ούτε οι κακουχίες, η πείνα, το κρύο, ούτε οι Ιταλοί, ούτε τίποτα δε μας ένοιαξε. Μόνο οι ψείρες. Χιλιάδες ψείρες ήτανε απάνω μας.
Τα ίδια παθαίνανε και οι Ιταλοί. Όταν τσι πιάναμε αιχμαλώτους είχανε κι αυτοί το ίδιο βάσανο.
Όταν έσπασε το μέτωπο εγυρίσαμε όλοι μαζί πίσω. Επεράσαμε ένα μεγάλο ποταμό, τον Αώο. Γέφυρα δεν είχε. Την είχανε χαλάσει οι Ιταλοί. Εμείς εφτιάξαμε μια γέφυρα με βάρκες και πέρασε ο Ελληνικός στρατός.
Εφτάξαμε στο Αγρίνιο. Εβρήκαμε μια αποθήκη του στρατού και είχε κουβέρτες. Πήραμε κουβέρτες, μια ο καθένας, και συνεχίσαμε στην Πελοπόννησο, στο Ναύπλιο. Μέχρι το Ναύπλιο εκατέβασα και το μουλάρι που είχα στο μέτωπο. Στο Ναύπλιο μου το κλέψανε. Από το Ναύπλιο πήγαμε στην Αθήνα. Στην Αθήνα εκάναμε ένα μήνα. Οι Γερμανοί δεν μας επιτρέπανε να κατεβούμε στην Κρήτη.
Λαθραία εμείς εβρίσκαμε καΐκια και φεύγαμε. Εγώ, ο αδερφός μου ο Αριστείδης, και τρεις από την Κασταμονίτσα ο Σταματογιώργης, ένας Ψαράκης Γιάννης και ένας Καλαϊτζάκης εμπήκαμε σε ένα καΐκι και μας κατέβασε μετά από πολλές δυσκολίες στην Σητεία. Από την Σητεία με τα πόδια εγυρίσαμε πίσω στο χωριό μας. Οι Γερμανοί είχανε καταλάβει την Κρήτη. Πρέπει να ήτανε αρχές του Ιούνη του 1941.
Από τους χωριανούς που επήγαμε στην Αλβανία δεν εγυρίσανε τέσσερις. Ο Βαγγέλης, ο Χουρδάκης ο Μανόλης και δυο Χουλάκηδες.
Ο χωριανός μου ο Χουρδάκης ο Μανόλης ετραυματίστηκε και έμεινε μια μέρα σε ένα χαντάκι. Δεν τον επήρανε αμέσως. Όταν τον επήγανε στο νοσοκομείο ήτανε αργά. Είχε χυθεί όλο του το αίμα…”.
……………………………
( + Μπελημπασάκης Γεώργιος τ. Νικολάου, Γεράκι, Σεπτέμβρης 2003)
´…όταν περνούσαμε από το Άργος Ορεστικό για να πάμε στην Αλβανία, εκείνο που θυμούμαι ήταν οι λάσπες. Επερνούσανε μέρες τα δικά μας στρατεύματα και ο δρόμος είχε μισό μέτρο λάσπη. Είχαμε τα πράγματα φορτωμένα στα μουλάρια. Εκάρφωσε ένα μουλάρι στη λάσπη μέχρι τη μέση και ότι κι αν κάναμε δεν εμπορέσαμε να το ξεκαρφώσομε. Στο τέλος το παρετήσαμε εκεί.
…θυμούμαι όταν εμπήκαμε στην Κορυτσά. Όλοι μας χειροκροτούσανε. Και οι Έλληνες της πόλης και οι Αλβανοί. Όλη μέρα εχορεύανε…
…υπηρετούσα στην 3η πολυβολαρχία με λοχαγό τον Παναγιαννάκη Ευθύμη. Ένα μήνα είμαστε σε ένα χωριό που το λέγανε Λέσνια. Από κει πολεμούσαμε τση Ιταλούς. Μας είχανε δώσει άσπρα ρασίδια και τα φορούσαμε για να μη μας βλέπουνε τα Ιταλικά αεροπλάνα. Εκεί έπαθα κρυοπαγήματα και εγύρισα πίσω. Το Μάρτη του 1941…».
……………………………
( + Πετροδασκαλάκης Γιάννης τ. Γεωργίου, Αποστόλοι, Ιούλιος 2002)
´…υπηρετούσα στο 3ο Σύνταγμα ιππικού και αμέσως με την κήρυξη του πολέμου μεταφερθήκαμε στην πρώτη γραμμή. Την πρώτη και μεγάλη μάχη έδωσε το Σύνταγμά μας από τις 16 ως τις 19 Νοεμβρίου 1940 λίγο έξω από την Κόνιτσα, μεταξύ των χωριών Μάζη-Μελισσόπετρα. Πολεμήσαμε με το Ιταλικό Σύνταγμα Αλπινιστών. Την κερδίσαμε αυτή την μάχη. Είχαμε 25 νεκρούς και 400 τραυματίες. Πιάσαμε 2000 Ιταλούς αιχμαλώτους.
Στην διάρκεια της μάχης τραυματίστηκε ο Ανθυπολοχαγός Σαλούρος και έτρεξε να τον βοηθήσει ο συγχωριανός μου ο Αργυράκης Μανόλης του Γεωργίου. Όπως τον τραβούσε για να τον φέρει πίσω μια ιταλική ριπή χτύπησε τον Αργυράκη και τραυματίστηκε βαριά.
Όταν μπαίνεις σε μια μάχη, δεν μπορούν να περιγραφούν τα συναισθήματά σου. Πολεμάς σαν να είσαι μεθυσμένος, σαν να έχεις πιει κρασί. Ένα παράξενο πράγμα. Εκεί το ένοιωσα.
Ο πόλεμος του σαράντα δεν με έβλαψε σωματικά, δεν τραυματίστηκα, μόνο που έβλεπα μετά τα πράγματα διαφορετικά. Άλλαξε η σκέψη μου…”.
……………………………
(+Μαραγκάκης Κώστας του Ιωάννου, Μουχτάρω, Ιούνιος 2003)
´…ο πρώτος τραυματίας που είδα στην Αλβανία ήταν ο χωριανός μου ο Μελισουργάκης Νικόλαος τ. Γεωργίου. Μας λέγανε να βάζουμε στην αριστερή τσέπη τα πράγματά μας, χαρτί για γράμματα, αναπτήρες, ταυτότητες. Ο Νίκος είχε πάρει μια σφαίρα ακριβώς στην τσέπη του. Επειδή όμως είχε μέσα πολλά πράγματα δεν τονε πείραξε, μόνο ελαφρά. Ο Μουσολίνι έβαζε και μας πετούσανε τα αεροπλάνα του προκηρύξεις στα Ελληνικά γραμμένες. Θυμούμαι που γράφανε ότι για τον κάθε ένα Έλληνα στρατιώτη έχει διακόσιες οβίδες.
Τρεις φορές το κατάλαβα αυτό στην Αλβανία. Την πρώτη φορά μ’έστειλε ο λοχίας ο Τζιτζικαλάκης να φέρω νερό. Όπως ανέβαινα την πλαγιά μετά που γέμισα τα παγούρια, με είδανε φαίνεται οι Ιταλοί και μ’αρχίξανε. Μου ρίξανε τσ’ οβίδες που’λεγε ο Μουσολίνι στην προκήρυξη. Ευτυχώς όμως με τη βοήθεια του Θεού δεν εβλάφτηκα. Μόνο ένα μικρό βλήμα εχτύπησε το κράνος μου.
Τη δεύτερη φορά ο Λοχαγός μου Αποστολάκης Ιωάννης μου’δωσε ένα σημείωμα να το πάω στη διοίκηση. Πάλι με εντοπίσανε οι Ιταλοί και μ’αρχίξανε. Όλοι που βλέπανε το κακό με περάσανε για σκοτωμένο.
Ελέγανε ότι αυτός δεν μπορεί να βγήκε από κει μέσα ζωντανός. Εγώ είχα πέσει σ’ένα λάκκο και πάλι δεν με χτυπήσανε. Ο χωριανός μου ο Μακράκης Ματθαίος έγραψε τότε γράμμα στσι δικούς του στο χωριό ότι ο Μαραγκάκης ο Κώστας επήγε στου μπάρμπα του το λόχο. Τάξε και καλά εσκοτώθηκε, γιατί ο μπάρμπας μου ήταν πεθαμένος. Οι αξιωματικοί δεν μας αφήνανε να γράφομε στα χωριά μας ποιοι σκοτωθήκανε κι αυτός το’γραψε συνθηματικά.
Την τρίτη φορά πάλι μ’έστειλε ο Λοχαγός μου ο Αποστολάκης Ιωάννης στη διοίκηση με σημείωμα. Οι Ιταλοί εβάλανε τότε με το πυροβολικό στο σταθμό διοικήσεως και την φορά αυτή παρά λίγο να σκοτωθώ. Έπεσε ένα βλήμα στο ανώφλι της πόρτας, εκεί που ήταν ο σταθμός διοικήσεως και ήρθε μπροστά μας, στα πόδια μας. Δεν έσκασε. Πάλι ο Θεός εβοήθησε…”.
……………………………
(+Χαραλαμπάκης Γεώργιος τ. Μιχαήλ, Καστέλλι, Σεπτέμβρης 2002
ανάπηρος Ελληνοϊταλικού πολέμου)
´…φτάσαμε στα Γιάννενα και μας κατέβασαν στο Νοσοκομείο. Νοσοκόμες μας παραλαμβάνουν και μας τοποθετούν στα κρεβάτια αφού αλλάξαμε τα στρατιωτικά ρούχα.
Δεν θυμούμαι πόσες ώρες κοιμόμουνα αλλά όταν ξύπνησα ακούω στα αυτιά μου ένα ήχο σαν να σέρνονται κλαδιά. Νομίζω ότι είμαι στο μέτωπο και ότι μας κάνουν επίθεση οι Ιταλοί. Παίζω μια και σηκώνομαι στο κρεβάτι και φωνάζω:
-Το πολυβόλο μου!
Κάποιος γιατρός βάζει το χέρι του στο στήθος μου και μου λέει:
-Ησύχασε, δεν είσαι στο μέτωπο αλλά στο χειρουργείο.
Τότε κατάλαβα που βρισκόμουν και ότι ο θόρυβος είναι από τα μηχανήματα του χειρουργείου.
Την άλλη μέρα βλέπω τα πόδια μου με επιδέσμους χωρίς να ξέρω τι συμβαίνει. Την δεύτερη μέρα έρχεται το κλιμάκιο των γιατρών για αλλαγή. Ο νοσοκόμος μου βγάζει τους επιδέσμους και βλέπω τα πόδια μου σκισμένα με τρεις χαρακιές το καθένα. Ο νοσοκόμος με κάποιο ειδικό εργαλείο στην άκρη ενός ψαλιδιού με καθαρίζει και τοποθετεί άλλες γάζες.
Δεν θυμάμαι αν έγιναν τρεις ή τέσσερις αλλαγές, αλλά σε κάθε αλλαγή έβλεπα τα δάχτυλά μου να παίρνουν ένα μαύρο χρώμα.
Ένα πρωί έρχεται ένας γιατρός με δυο αδερφές και σέρνουν ένα καροτσάκι με τα ιατρικά εργαλεία. Έρχονται στο κρεβάτι μου. Οι αδερφές μου λύνουν τους επιδέσμους από τα πόδια. Ο γιατρός κάθεται στο κρεβάτι με την πλάτη γυρισμένη προς τα μένα. Οι αδερφές κάθεται η μια από τα δεξιά και η άλλη από τα αριστερά και μου πιάνουν την κουβέντα. Πόσα αδέρφια είμαστε, πως λένε τον πατέρα μου, πως τη μάνα μου.
Μια ψαλιδιά αισθάνομαι και δίδω ένα τίναγμα στο πόδι μου χωρίς να ξέρω τι κάνει ο γιατρός. Η κουβέντα συνεχίζεται και οι ψαλιδιές το ίδιο. Εγώ να τινάσσω το πόδι μου μετά από κάθε ψαλιδιά. Η μια αδερφή πιάνει τους επιδέσμους και μου δένει τα πόδια. Φεύγουν ο γιατρός με τις νοσοκόμες. Δεν είδα τι έγινε αλλά εκατάλαβα.
Σκεπάζομαι από κορφής με τις κουβέρτες και έκλαψα, έκλαψα, έκλαψα. Και τώρα που το λέω, 62 χρόνια μετά, ένας βαθύς αναστεναγμός βγαίνει από το στήθος μου…».
……………………………
Το χωριό Άρτζα Ντι Μέτζο βρίσκεται στα υψώματα της Τρεμπεσίνας και στους πρόποδες του βουνού Σεντέλι. Είχε καταληφθεί στις 13 Φεβρουαρίου 1941, από το τρίτο Τάγμα του 43ου Συντάγματος. Αποτελούσε την προφυλακή των Ελληνικών δυνάμεων. Ο εχθρός από τότε το σφυροκοπούσε αδιάκοπα, με χιλιάδες βλήματα πυροβολικού και όλμων, καθώς και με συχνούς αεροπορικούς βομβαρδισμούς. Δεκάδες αντεπιθέσεις εξαπέλυσαν οι Ιταλοί για να το ανακαταλάβουν, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Ο τόπος ήταν βραχώδης και απέναντι από την Άρτζα Ντι Μέτζο, σε απόσταση μικρότερη των τριών χιλιομέτρων, βρίσκονταν το χωριό Άρτζα Ντι Σόττο το οποίο κατείχαν οι Ιταλοί. Μεταξύ των δύο χωριών και των αντιμαχομένων, ανοίγονταν πολλές μικρές και μεγάλες χαράδρες.
Αντιγράφουμε από το βιβλίο του Ιωάννου Αναστασίου Βενάρδου, ΤΡΕΜΠΕΣΙΝΑ, κάποιες στιγμές του Ελληνοϊταλικού πολέμου που έγιναν ανάμεσα σ’αυτά τα δύο χωριά, όπως τις έζησε ο ίδιος. Ο Ιωάννης Βερνάρδος ήταν Υπασπιστής του 43ου Συντάγματος μέχρι τις 18 Ιανουαρίου 1941, κατόπιν έγινε Διοικητής του 1ου Τάγματος του 43ου Συντάγματος. Γράφει ο Ιωάννης Βενάρδος στο βιβλίο του:
… ήταν αδύνατο στους άντρες να κυκλοφορούν κατά την διάρκεια της ημέρας. Αδύνατο να σηκώσουν το κεφάλι τους από τα πρόχειρα τακτοποιημένα χαρακώματα από ξερολιθιές, αδύνατο να χρησιμοποιήσουν το μοναδικό σωλήνα όλμου και τα αυτόματα όπλα τους για να παρενοχλούν τους στρατιώτες του εχθρού, οι οποίοι κυκλοφορούσαν απέναντι ανενόχλητοι και έσκαβαν ορύγματα.
Κι αυτό γιατί αμέσως ολόκληρη η αμυντική μας τοποθεσία κατά βάθος και πλάτος σφυροκοπείτο από πυκνή βροχή βλημάτων κάθε είδους και διαμετρήματος. Και ήταν επόμενο οι απώλειες του Τάγματος σε νεκρούς και τραυματίες να ήταν πολύ μεγάλες και καθημερινές. Παρ’όλα αυτά όμως και παρά το δριμύ ψύχος που επικρατούσε, το ηθικό των αντρών διατηρούνταν ακμαίο και όλοι περίμεναν στις θέσεις τους με υπομονή, δυσχερώς επισιτιζόμενοι, στοιχειωδώς καλυπτόμενοι και ακαταπαύστως πληττόμενοι…
…το τελευταίο δεκαήμερο του Φεβρουαρίου έστειλαν από το Σύνταγμα στους άντρες που υπεράσπιζαν την Άρτζα Ντι Μέτζο διάφορα υλικά οχυρώσεως, κυρίως σάκους και λαμαρίνες για να κατασκευαστούν στέγαστρα πολυβολείων και θέσεων βολής.
Καταλαβαίνει κανείς τη δυσκολία αν λάβει υπ’όψιν του ότι το έδαφος ήταν βραχώδες και ότι το γέμισμα των σάκων ήταν αληθινό μαρτύριο για τους στρατιώτες που ήταν γι’αυτό υποχρεωμένοι να πηγαίνουν τη νύχτα να τους γεμίζουν στη χαράδρα Μαρίτσαϊ, και να τους μεταφέρουν πίσω στους ώμους τους γεμάτους.
Αλλά η ανάγκη έκανε ώστε οι συνήθως δύστροποι γι’αυτά Κρητικοί, που τρέφουν περιφρόνηση προς τα εργαλεία και τα υλικά οχυρώσεως αλλά λατρεύουν τα όπλα, να υποταχτούν στην πειθαρχία της τέχνης και να οχυρώσουν με προσοχή τις θέσεις τους, χωρίς να σκεφτούν τον κόπο. Μοναδική εκδήλωση της αδημονίας τους όταν μετέφεραν τα γεμάτα με χώμα σακιά, συνεχώς γλιστρώντας στο πετρώδες έδαφος στη μέση της νύχτας, ήταν οι διάφορες βρισιές και απειλές κατά των Ιταλών…».
* Ο Γεώργιος Α. Καλογεράκης είναι δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Καστελλίου