Ο πολυβολητής Γεώργιος Χαραλαμπάκης, συνεχίζει στο κείμενο των ενθυμημάτων του να περιγράφει τις μάχες στα υψώματα της Τρεμπεσίνας, τη δράση των λόχων των πολυβολητών, τους φαντάρους που με την ιαχή ΑΕΡΑ προχωρούσαν αφήνοντας πίσω τους φόβους και τους δισταγμούς τους, διάφορα περιστατικά ηρωισμού αλλά και τη συμπεριφορά των Ιταλών που αιχμαλωτίζονταν από τα Ελληνικά στρατεύματα:
´Οι αρχηγοί των λόχων και ο ταγματάρχης Κουρής πήγαν να ανιχνεύσουν τον τόπο που θα εξορμούσαμε να δώσομε την μάχη για να καταλάβομε το απέναντι ύψωμα. Πόσες μέρες παραμείναμε εκεί στην βορινή πλαγιά της Τρεμπεσίνας δεν θυμάμαι, ίσως και δυο βδομάδες.
Ένα απόγευμα μας ειδοποίησαν ότι απόψε θα κάνομε την επίθεση να δώσομε τη μάχη. Εδώ τώρα γιγαντώνεται η ψυχή, το αίσθημα του πατριωτισμού, της αγάπης για την πατρίδα και την οικογένεια γιγαντώνεται η ψυχή, το αίσθημα του πατριωτισμού, της αγάπης για την πατρίδα και την οικογένεια γιγαντώνεται.
Παρατεταγμένοι οι λόχοι από τα αριστερά προς τα δεξιά, 6ος λόχος, 7ος λόχος, 3ος λόχος. Πίσω η πολυβολαρχία με διμοιρίτη τον ανθυπολοχαγό Γιάννη Σεργάκη από τη Νεάπολη Λασιθίου. Όλοι παρατεταγμένοι μέσα στο σκοτάδι της νύχτας περιμένομε για να δοθεί το σήμα. Όλοι με ένα δέος, μια προσευχή περιμένομε. Ο Χναράκης έρχεται κοντά και μου λέει:
-Σε παρακαλώ φίλε Γιώργη, αν τραυματιστώ μη μ’αφήσεις.
Τα λόγια περιττεύουν αφού προηγείται η φιλία μας. Το σήμα δόθηκε. Οι λόχοι ξεκίνησαν. Όλα τα ξεπερνούσαμε, πέτρες, θάμνους και άλλα. Δυο ώρες θα βαζίζαμε ανηφορικό μέρος και κατόπιν μια κατηφοριά που κράτησε όλη τη νύχτα. Ένας μεγάλος θόρυβος ακουγότανε σαν να χαλούσε ένα κομμάτι του βουνού. Η μέρα άρχιζε να χαράζει. Οι πρώτοι πυροβολισμοί ρίχνονται από τους Ιταλούς εναντίον μας. Οι δικοί μας στρατιώτες φωνάζουν ΑΕΡΑ! και προχωρούν. Εμείς οι πολυβολητές είμαστε πίσω τους και τους καλύπταμε με τα πολυβόλα.
-Χαραλαμπάκη! φωνάζει ο ανθυπολοχαγός, τοποθέτησε το πολυβόλο του Χναράκη στη δεξιά πλευρά!
-Κύριε ανθυπολοχαγέ, το πολυβόλο του Βιτσαξάκη ας κινηθεί προς τα κάτω! του λέω.
Αρχίζομε και ρίχνομε τις πρώτες ριπές. Οι Ιταλοί φεύγουν και χώνονται στα μεγάλα δέντρα. Ρίχναμε μπροστά από το πεζικό μας στα 1000 – 1200 μέτρα. Ξανά μετακίνηση πολυβόλων. Μπήκαμε στα πρώτα σπίτια. Το χωριό έμαθα αργότερα ότι το λέγανε Άρτζα Ντι Σόμπρα. Το πολυβόλο του Χναράκη δυτικά ενός σπιτιού δίπλα σε μια μαυρομουρνιά και του Βιτσαξάκη στο χείμαρρο ενός ποταμού. Λέω το πολυβόλο του Χναράκη γιατί ο Πετρουγάκης Γιάννης ο πρώτος πολυβολητής είχε αρρωστήσει και παρέλαβε ο δεύτερος σκοπευτής ο Χναράκης. Ένας που λεγόταν Σπ…, υποδεκανέας από την Αλικαρνασσό, ήτο για τα πλιάτσικα.
Αν του δίνανε τον βαθμό του υποδεκανέα στα πλιάτσικα του πάει. Όπως και ο λοχίας Σ… από τη Μίλατο. Την ώρα της μάχης τον χάσαμε. Μετά παρουσιάστηκε. Ο Σπ… λοιπόν δεν ξέρω ποιον βρήκε στο σπίτι που είχαμε τοποθετήσει το πολυβόλο, ή άντρα ή γυναίκα, και πληρώνει 40 δραχμές και παίρνει μια όρνιθα. Εδώ γίνεται μάχη και αυτός γυρεύει όρνιθα. Την έσφαξε, τη μάδησε και την έβαλε σε ένα τσικάλι. Εγώ πάω κι έρχομαι από το ένα πολυβόλο στο άλλο. Οι Ιταλοί μας ρίχνουν συνέχεια. Κι εμείς το ίδιο. Βλέπω πως τα φυσίγγια τελειώνουν. Τον ανθυπολοχαγό δεν τον βλέπω. Την απόφαση την παίρνω απάνω μου. Φωνάζω τον Αντώνη τον Παπαδάκη από τη Μαθιά:
-Αντώνη, έλα να πάμε για σφαίρες!
Ήρθε κι ένας άλλος στρατιώτης από το δικό μας πολυβόλο και τρεις στρατιώτες από το πολυβόλο του Βιτσαξάκη. Ξεκινούμε. Είχε πάει μεσημέρι. Μπροστά εγώ και πίσω οι άλλοι. Βαδίσαμε κάπου δυο χιλιόμετρα χωρίς να ξέρομε που ήταν τα πολεμοφόδια. Φτάσαμε σε κάτι πεζούλες. Από απόσταση βλέπω κάτι κασόνια. Στην απάνω πεζούλα τα κασόνια. Πάμε να τα πάρομε, οι Ιταλοί μας εντοπίζουν και μας ρίχνουνε. Με τρόπο συρθήκαμε και κατεβάσαμε μια κάσα. Με το σκαπανικό ανοίγω την κάσα, δεν ήταν δικά μας φυσίγγια. Κατεβάζομε και δεύτερη κάσα. Στη δεύτερη πετύχαμε. Ήταν τα δικά μας.
– Γεμίσετε τα κιβωτίδιά σας! Γεμίσετε τα σακίδια για το ψωμί: Βάλτε στις τσέπες σας! Πάρετε όσα μπορείτε! τους φωνάζω. Ώρα να γυρίσουμε πίσω.
-Πηγαίνετε εσείς και εγώ έρχομαι σιγά σιγά!
Πήρα στον ώμο μου ένα κασόνι και γύριζα πίσω. Στο γυρισμό είδα τους σκοτωμένους στρατιώτες μας και τους τραυματισμένους. Να πονεί η ψυχή σου. Είδα ένα παλικάρι ίσαμε κει πάνω να είναι το δεξί του χέρι τραυματισμένο και επιδεμένο. Οι τραυματίες περίμεναν τους τραυματιοφορείς να τους πάρουν και τους μεταγωγούς να μεταφερθούνε στα νοσοκομεία. Εκτός από τους σκοτωμένους και τους τραυματίες συνάντησα και τρεις στρατιώτες, αναφέρω παρακάτω γι’αυτούς. Ας κοιτάξουμε τώρα δυο φάσεις στην πόρτα της ζωής μας. Πολεμική σύρραξη γίνεται, μάχη σκληρή.
Για να στηριχτεί η μάχη θέλει τους καλούς στρατιώτες πολεμιστές. Την ώρα της μάχης με σκοτωμούς και τραυματίες και τόσα άλλα φριχτά γεγονότα, είναι και κάτι άλλοι με διαφορετικό φρόνημα από τους πρώτους. Αυτοί που μόλις εμπήκανε στη μάχη ζητούνε μια κότα για να τη ψήσουνε ενώ άλλοι πολεμούνε. Αυτή είναι η πρώτη φάση. Εμείς για να πάμε να πάρομε τα πυρομαχικά από τις πεζούλες και να τα φέρομε πίσω, κάναμε δυο ώρες. Με κόπο και με κίνδυνο. Στο γυρισμό μου με το κασόνι στον ώμο, βλέπω τον πρώτο χωριανό μου. Αφού τον είδα και με είδε του λέω:
-Τι κάνεις εδώ; Πού είναι ο λόχος σου;
-Εκεί πέρα είναι αλλά εγώ ξέφυγα και βρίσκομαι εδώ.
Αντί να μου πει κρύβομαι, μου είπε ξέφυγα. Πιο κάτω βλέπω ένα άλλο συνάδελφο μπρούμυτα σε ένα μεγάλο χαράκι του ενός μέτρου ύψος. Η κάνη του τουφεκιού του προς τα πάνω και πατεί τη σκανδάλη και παίζει εβίβες. Εσταμάτησα για λίγο και τον κοίταζα. Του ρίχνω μια κλωτσιά με το πόδι μου και τότε γυρίζει και με βλέπει. Εγώ τον εγνώρισα και του λέω:
Εσύ δεν είσαι ο γιος της τάδε; Σήκω να πας στο λόχο σου!
Η μάνα του ήτο Καστελλιανή, ζούσαν στο Ηράκλειο και τα καλοκαίρια ερχόντανε στο Καστέλλι. Ο τρίτος από τους στρατιώτες που συνάντησα ήταν κοντοχωριανός.
-Μπρε συ Γιώργη, τι κάνεις εδώ, πού είναι ο λόχος σου;
Ήξερα ότι ανήκε στον λόχο των όλμων και έπρεπε να βρίσκεται σε άλλο μέρος και όχι εκεί.
-Οι όλμοι εχάλασαν και διαλύθηκε η ομάδα, μου είπε.
Εκ των υστέρων είδα τον αρχηγό της ομάδος των όλμων ανθυπολοχαγό Παναγιωτάκη από τη Βόνη και τον ρώτησα:
-Μα αχρηστεύθηκαν οι όλμοι σας και το διαλύσετε;
-Όχι, μέχρι τέλους ελειτουργούσαν.
Αυτή είναι η δεύτερη φάση. Το συμπέρασμά μου είναι ότι είτε πόλεμος γίνεται, είτε είναι ειρήνη, λίγοι προσφέρουν υλικά και ψυχικά.
Εγύρισα από την αποστολή των πολεμοφοδίων και φτάνω στα πολυβόλα μας. Ο Χναράκης έχει μετακινήσει το πολυβόλο πιο κάτω. Ο Σ… με υποδέχεται με μια φλυτζάνα ζουμί από τη βραστή κότα. Τέτοια ώρα τέτοιο πράγμα. Θαυμάσιο, μου δίδει άλλη μια για το Χναράκη. Την πηγαίνω και του λέω:
-Πιες τη και πήγαινε σε μια γωνιά του σπιτιού να κοιμηθείς λίγο, εγώ θα κάτσω στη θέση σου.
Οι στρατιώτες μας που κάνανε την κυρίως επίθεση είχανε πολλά θύματα. Είχανε πιάσει 40 Ιταλούς αιχμαλώτους και τους είχαμε βάλει σε ένα ποταμό και τους φυλάσσαμε. Μετά τη μάχη επλησίασα τσι Ιταλούς και είδα ότι ένας φορούσε γάντια, σε καλή κατάσταση. Τα δικά μου ήτανε σκισμένα. Του πήρα τα γάντια και του’δωκα τα δικά μου. Μόλις τα’βαλα, είδα ότι ήταν γεμάτα ψείρες. Τα πήγα στον ποταμό και τα’πλυνα. Το πολυβόλο του Χναράκη έχει στόχο το απέναντι χωριό Μαριτσάνη. Απόσταση 1000 μέτρα περίπου. Κάπου κάπου παρουσιάζεται ένας Ιταλός να φεύγει προς τα κάτω προφυλασσόμενος από τα
φυλλώματα των δέντρων. Άρχισα να ρίχνω ριπές. Ο γεμιστής Κωστής Μυτάκης από τη Γάλυπε μου λέει:
-Γιώργη, πέρα από το χωριό από μια μικρή πλαγιά κατεβαίνει μια μεγάλη φάλαγγα Ιταλών!
Βάζω κλισιοσκόπιο 1600 μέτρα, φωνάζω του Μαρκόπουλου να τηλεμετρήσει και στο δεύτερο πολυβόλο να κάμει το ίδιο. Πρώτες ριπές και η κάθε ταινία του πολυβόλου τρεις ριπές. Οι Ιταλοί άλλοι πέφτουν άλλοι φεύγουν. Παρουσιάζεται και άλλη φάλαγγα, το ίδιο. Ακόμη και τρίτη κατεβαίνει. Ο τηλεμετρητής φωνάζει:
Κλισιοσκόπιο 1600 μέτρα!
Αυτό που είχα βάλει εγώ. Πρέπει να κάναμε μεγάλη ζημιά στους Ιταλούς γιατί με τα κιάλια βλέπαμε πολλούς σκοτωμένους χάμω. Μας εντοπίσανε όμως και αρχίσανε να μας χτυπούνε με όλμους. Οι όλμοι των Ιταλών θέλουν να μας εξουδετερώσουν και αρχίζουν τις βολίδες. Πέφτουν όλες γύρω μας, μια δεξιά μας, μια αριστερά. Άλλη βολίδα μπροστά σε απόσταση τρία μέτρα. Τα χώματα μας έλουσαν. Εμείς είχαμε πέσει χάμω. Σταματώ τις ριπές γιατί και η φάλαγγα των Ιταλών σταμάτησε. Ένας όλμος έπεσε στη στέγη ενός Αλβανικού σπιτιού σε απόσταση 20 μέτρων πίσω μας και ξεσμύλωσαν οι Αλβανοί. Τρέχουν και φωνάζουν να πάνε να κρυφτούν. Οι στέγες των Αλβανικών σπιτιών είναι με πλάκες τοποθετημένες με ανάλογο τρόπο.
Πίσω από το πολυβόλο του Βιτσαξάκη είχανε φέρει άλλους τριάντα αιχμαλώτους. Κατά το βραδάκι είχαν σταματήσει οι πολλοί πυροβολισμοί. Πριν ακόμη σουρουπώσει, ο αγγελιοφόρος Εμμανουήλ Χετζάκης από το Κατωφύγι έρχεται και μας λέει ότι πρέπει να συρθούμε πίσω. Σήκωσε το πολυβόλο ο Χναράκης και τα υπόλοιπα εξαρτήματα εμείς και προχωρήσαμε προς βορά στα 500 – 600 μέτρα. Φτάσαμε σε ένα μέρος βραχώδες, όλο χαράκια, και μόλις αποθέσαμε τα πολεμοφόδιά μας ήτο ακόμα φως της μέρας και καθώς μας παρακολουθούσαν οι Ιταλοί με τα κιάλια άρχισαν να πέφτουν οι οβίδες των όλμων και του πυροβολικού.
Η πρώτη οβίδα εχτύπησε πάνω στο ανυψωμένο χαράκι. Όλοι ταμπουρωθήκαμε καθένας όπου βρέθηκε. Μας προφύλαξε και το κατάλληλο μέρος που είχε τη μορφή μιας μισοκλεισμένης παλάμης του χεριού. Το σφυροκόπημα ήτο επί πολύ ώρα μέχρι που ενύχτωσε. Σαν σταμάτησαν να πέφτουν οι οβίδες και πήραμε βαθιά ανάσα και δεν ακούγεται καμιά φωνή για ενδεχόμενο τραυματισμό, φωνάζω:
-Βρε παιδιά, είμαστε όλοι καλά; Ας δώσομε το παρών κατά σειρά!
Βρεθήκαμε όλοι σώοι. Πέρασε μια ώρα, έρχεται και πάλι ο αγγελιοφόρος και μας καλεί να πάμε προς τα κει που έχουν συνταχτεί οι άλλοι.
Περάσαμε τη νύχτα εκεί στο πόδι με ψυχική ένταση φόβου και αγωνίας. Ποιο χέρι μπορεί να περιγράψει και ποιο χαρτί να χωρέσει τη μεγάλη μας αγωνία, μέσα σ’αυτήν την αγωνία μια ελπίδα ξυπνά και μας δίνει θάρρος να συνεχίσομε τον ιερό αγώνα μας.
Ήρθε το φως της μέρας. Ο διμοιρίτης της τρίτης πυροβολαρχίας Σεργάκης Ιωάννης με πλησιάζει και μου λέει:
-Χαραλαμπάκη, θα μπορέσεις να φτιάξεις ένα παρατηρητήριο να μένομε εκεί και να βλέπομε με τα κιάλια την κίνηση των Ιταλών;
-Θα προσπαθήσω, κύριε Ανθυπολοχαγέ.
Ο Χναράκης και ο Βιτσαξάκης έχουν τοποθετήσει τα πολυβόλα τους σε ανάλογες θέσεις. Η ημέρα έχει προχωρήσει, πηγαίνει να βραδιάσει. Εγώ βρίσκομαι σε μια πεζούλα, μια παραβολή από βορά και από τη δύση εκτείνεται ένας χώρος γύρω στο ένα στρέμμα με τράφο γύρω γύρω. Ψάχνω να βρω το χώρο για το παρατηρητήριο, πάω κι έρχομαι. Έχει πέσει το σκοτάδι και μέσα σ’αυτή τη βόλτα μου σαν να άκουσα γαργαλητό νερού. Ετέντωσα τ’αυτιά μου, δεν ακούω καλά, πηγαίνω προς τα κει δεν ακούω, πηγαίνω προς την άλλη μεριά και ο ήχος έρχεται πιο έντονα στο αυτί μου.
Προχωρώ στην παραβολή και βλέπω το κουτσουναράκι να τρέχει το νερό σαν πιο λιανό από το μικρό μου δαχτυλάκι. Όταν αντίκρισα το νερό, η δίψα κορυφώνεται, σκύβω και πίνω με τις φούχτες μου. Πόνος με πιάνει, το στομάχι είναι αδειανό και ένα κομμάτι κουραμάνα στο σακίδιο, πώς μπορείς να το καταπιείς;
Σε κάποια συγκέντρωση έρχεται ο αγγελιοφόρος και λέει να έρθουν δυο στρατιώτες που τους θέλει ο Λοχαγός. Άφησα την μέριμνα του παρατηρητηρίου και παρουσιάζομαι στον Λοχαγό.
-Διατάξτε, κύριε Λοχαγέ, του λέω.
-Εσύ ήρθες πάλι; είπε ο Λοχαγός όταν με είδε. Βλέπεις Χαραλαμπάκη το δεντράκι πάνω στο ύψωμα; (στην κορφή των βουνών φαινόταν ένα δεντράκι). Εκεί είναι ένα Ιταλικό πολυβόλο τύπου μπρεντ με φλογοκρύπτη στην κάνη. Να πάρεις δυο στρατιώτες να σε βοηθήσουν να το φέρεις.
Εδιάλεξα τον υποδεκανέα Σπέγκα και τον Νικόλαο Βελιγραδή από το Αβδού. Εξεκινήσαμε πρώτα προς βορά για να βρούμε την τάφρο, το όρυγμα που είχαν βγάλει οι Ιταλοί για την άμυνά τους. Ήτο ξαστεριά και βοηθούσε το φως της νύχτας να προχωρήσομε. Βρήκα την αρχή του ορύγματος.
-Παιδιά, ελάτε από δω να προχωρήσομε να βρούμε το πολυβόλο!
Αυτοί πήγαν αριστερά και κάθισαν κάτω από κάτι δέντρα. Προχώρησα μόνος μου την τάφρο των Ιταλών στο μικρό λοφίσκο, πήγα σαν χίλια μέτρα, δεν το βρήκα και γυρίζω πίσω.
Τράβηξα άλλο δρόμο, αντί να περάσω την τάφρο κατέβηκα την παραβολή. Τράβηξα προς τα πάνω και ξαφνικά το βλέπω. Στο κάτω μέρος μιας παραβολής είχανε χτίσει το πολυβολείο οι Ιταλοί. Το μέρος ήταν χωματώδες και από τα δυτικά και νότια οι Ιταλοί είχαν χτίσει τοίχο με ένα παραθυράκι, στο ύψος του μέτρου. Το πολυβόλο το βρήκα στο νοτικό παραθυράκι, στεμένο. Πίσω κατέληγε σε μια έδρα κάθισμα του σκοπευτή. Φωνάζω τότε στους άλλους:
-Παιδιά, Σπέγκα, Βελιγραδή, ελάτε, εδώ είναι το πολυβόλο!
Έρχονται και πιάνομε και μαζεύομε τις σκορπισμένες αλυσιδωτές ταινίες, γεμίσαμε και συμπληρώσαμε τα κιβώτια.
-Βαστάξετέ μου τώρα να το βάλω στον ώμο!
Το έβαλα χιαστί σαν το αρνί και ξεκινήσαμε να το πάμε πίσω. Εμπέρδευα στα τηλεφωνικά καλώδια και τους φώναζα να με ξεμπερδεύουν. Χαμήλωνα και προχωρούσα.
-Κύριε Λοχαγέ, έφερα το πολυβόλο.
Κάποιος με βοήθησε να το κατεβάσω. Ο Λοχαγός από κοντά μου δείχνει με μια χειρονομία πως γεμίζει και πως λειτουργεί. Στο πίσω μέρος του, εκεί που υπήρχε το ωστήριο της σκανδάλης είχε δυο χειρολαβές στο φάρδος της παλάμης. Με το ένα χέρι κρατάς τη μια χειρολαβή και με το άλλο χέρι της άλλη. Πατούσες τότε με τα δυο μεγάλα δάχτυλα των χεριών το ωστήριο και κακάριζε. Είπα στον Λοχαγό να προχωρήσομε στη μάθηση. Εφώναξε και φέρανε μπροστά μας τέσσερις Ιταλούς αιχμαλώτους. Με χειρονομίες είπε στον πρώτο να μας δείξει πως λειτουργεί το πολυβόλο.
Αυτός κάπως δικαιολογήθηκε ότι δεν ξέρει και φωνάζει τον δεύτερο και του κάνει την ίδια χειρονομία να μας δείξει πως λειτουργεί. Ο δεύτερος Ιταλός βγάζει από την τσέπη του ένα περιβραχιόνιο του τραυματιοφορέα και λέει τη λέξη “νο σινιόρε”. Το σινιόρε το άκουγα στους κινηματογράφους και δεν ήξερα τη σημασία του και τότε διαπίστωσα ότι η λέξη σινιόρε σημαίνει κύριε. Καταλάβαμε ότι ο Ιταλός ήταν τραυματιοφορέας και δεν ήξερε και ο Λοχαγός τον αφήνει. Φωνάζει τον τρίτο. Ένας ψηλός, μας κοίταζε με μια περιφρόνηση. Δεν απαντούσε καθόλου και ο Λοχαγός τον χτυπά με τη λαβή του πιστολιού του. Αυτός καμιά σημασία. Τότε ο Λοχαγός αγανακτισμένος μας λέει: Πάρετέ τονε μωρέ να τόνε σκοτώσετε!
Εγώ στα λόγια αυτά παίρνω το πολυβόλο και φεύγω. Οι αιχμάλωτοι δεν σκοτώνονται. Ο Λοχαγός βέβαια το είπε πάνω στα νεύρα του. Ο Ιταλός γύρισε με τους άλλους αιχμαλώτους…».
* Ο Γεώργιος Α. Καλογεράκης είναι δρ Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Καστελλίου Πεδιάδος