Την απόφαση κατασκευής πολεμικού αεροδρομίου στον κάμπο του Καστελλίου των Γερμανών αξιωματούχων αμέσως μετά την κατάληψη της Κρήτης, κλήθηκαν με διαταγές να υλοποιήσουν οι κάτοικοι της ευρύτερης περιοχής. Έτσι καθημερινά συνέρρεαν στα καταναγκαστικά έργα χιλιάδες Κρητικοί, ώστε το αεροδρόμιο να κατασκευαστεί γρήγορα και να εξυπηρετήσει τις ανάγκες της γερμανικής πολεμικής αεροπορίας Luftwaffe. Οι καταναγκαστικοί εργάτες έρχονταν από τις επαρχίες Πεδιάδος, Μονοφατσίου, Βιάννου και Τεμένους.
Το χωριό Αμουργέλλες δεν εξαιρέθηκε από τις γερμανικές διαταγές της καταναγκαστικής εργασίας και έτσι με το ποσοστό συμμετοχής 10% επί των κατοίκων που ανέφεραν οι διαταγές των Γερμανών Διοικητών Κρήτης Στούντεντ, Αντρέ, Μπρόγερ και Μίλερ, ένας αριθμός κατοίκων πήγαινε ανά δεκαπέντε ημέρες στα οχυρωματικά έργα.
Οι Αμουργέλλες ανήκαν στην Κοινότητα Πατσίδερου τα κατοχικά χρόνια. Στην Κοινότητα ανήκαν ακόμη τα χωριά Πατσίδερος, Πανόραμα και Στείρωνας. Το 1942, οι Γερμανικές αρχές διενήργησαν απογραφή του πληθυσμού του νομού Ηρακλείου, ώστε να δημιουργηθούν οι κατάλογοι των καταναγκαστικών εργατών. Στην Κοινότητα Πατσίδερου, (Πατσίδερος, Πανόραμα, Στείρωνας και Αμουργέλλες), απογράφηκαν 805 κάτοικοι. Επομένως στα έργα υποχρεώνονταν να μεταβαίνουν 80 κάτοικοι, χωρισμένοι σε δύο ομάδες των σαράντα ατόμων ανά δεκαπέντε ημέρες.
Οι εργάτες από τα μακρινά μέρη που έρχονταν στο Καστέλλι για την δεκαπενταμερία τους, διανυκτέρευαν στους αγρούς, σε σταύλους, σε ερειπωμένα σπίτια, σε αχυρώνες, όπου μπορούσαν να βρουν ένα υποφερτό κατάλυμα, ώστε να μην επιστρέφουν καθημερινά στα χωριά τους. Η εργασία τους εξάλλου ξεκινούσε από τις 8 η ώρα το πρωί και τελείωνε μόλις έδυε ο ήλιος.
Μεταξύ των εργατών από τις Αμουργέλλες ήταν και ο δεκατριάχρονος Παναγιώτης Σαριντζώτης. Πήγαινε στην αγγαρεία μαζί με τον πατέρα του. Το δεκατριάχρονο αγόρι, αντικαθιστούσε άλλους συγχωριανούς του και πληρώνονταν γι’αυτό με 10 οκάδες κριθάρι. Τόση ήταν η ποσότητα εξαγοράς της δεκαπενταμερίας, αν κάποιος ήθελε να την ανταλλάξει και να στείλει στη θέση του έναν άλλον.
Το 1970, σε ένα μικρό χειρόγραφο κείμενο, ο Παναγιώτης Σαριντζώτης περιγράφει τις μέρες της κατοχής, τη συμμετοχή του στις δεκαπενταμερίες του αεροδρομίου στο Καστέλλι, την πείνα και τη φτώχεια του πληθυσμού, την «κατσέτα» του χωριού Αρχάγγελος, τη διαμονή του στο σπίτι της οικογένειας Δημήτρη Μπουγγά στον Καρδουλιανώ, τη σύλληψή του από τους Γερμανούς και πολλά άλλα βάσανα που πέρασε ως παιδί τα χρόνια 1942 -1944. Το έτος 2011 μας εμπιστεύθηκε ένα αντίγραφο του χειρογράφου του, και με πολύ σεβασμό μεταφέρουμε τα λόγια του:
´Ξεκινώντας ένα οδοιπορικό στις μαύρες εκείνες ημέρες της κατοχής από τα Γερμανικά στρατεύματα θα περιγράψω μερικά στιγμιότυπα, που έζησα τις ημέρες εκείνες. Οι Γερμανοί κατέλαβαν την Κρήτη το Μάιο του 1941, η ζωή αλλάζει στον τόπο μας.
Είναι θέρος και οι Γερμανοί λεηλατούν τον τόπο. Παίρνουν το σιτάρι από το αλώνι, κάνουν επίταξη τα βόδια, τα έσφαζαν και τα έτρωγε ο στρατός. Η ζωή, όσο περνά ο καιρός, γίνεται και πιο δύσκολη. Όλοι οι Έλληνες είναι επιταγμένοι να δουλεύουν στα κατά τόπους αεροδρόμια. Οι Ηρακλειώτες πάνε στα καταναγκαστικά έργα των τριών αεροδρομίων, Ηρακλείου- Καστελλίου και Τυμπακίου.
Η Κοινότητά μας, που ήταν ο Πατσίδερος τότε, πήγαινε στο Καστέλλι. Ο Πρόεδρος έκανε κατάσταση τα ονόματα 40 ατόμων, από τα τέσσερα χωριά, Πατσίδερο- Στείρωνα- Πανόραμα και Αμουργέλλες και τα έστελνε στο Καστέλλι. Τους άλλαζε κάθε 15 μέρες.
Ο πατέρας μου έκανε την δική του δεκαπενταμερία και εγώ, μόλις 13 ετών, έκανα ξένες δεκαπενταμερίες και με πλήρωναν 10 οκάδες κριθάρι για 15 ημέρες. Από αυτούς ήταν ο Καραβασίλης, ο Ν. Φετφατζής, ο Φάρας. Εγώ έπρεπε να γίνω 16 χρονών για να κάνω δική μου δεκαπενταμερία.
Αρχίζει η σκληρή δουλειά. Οι μεγάλοι δούλευαν στο νταμάρι, έσπαζαν και φόρτωναν πέτρες, εμείς οι μικροί, μας πήγαιναν και μαζεύαμε ελιές γύρω από το αεροδρόμιο.
Το χωριό μας, οι Αμουργέλλες μέναμε σ’ ένα χωριό τον Καρδουλιανό, στο σπίτι του Δημήτρη Μπουγκά. Το χωριό αυτό ευρίσκεται χίλια μέτρα από το Καστέλλι. Για να φθάσουμε από Αμουργέλλες- Καρδουλιανό με τα πόδια, σηκώνοντας ρούχα για ύπνο και τρόφιμα, είναι 25 χιλιόμετρα. Το σπίτι που μέναμε, είχε οντά με σανίδια και η ψείρα είχε περάσει. Μόλις πηγαίναμε καθαροί, γεμίζαμε ψείρα. Πολλές φορές τελείωναν και τα τρόφιμα τις τελευταίες μέρες. Ψείρα και πείνα ήταν ανυπόφορη.
Οι Γερμανοί δεν έμεναν ικανοποιημένοι από τη δουλειά μας, λόγω εξάντλησης και έπεφτε και ξύλο. Στο Καστέλλι, στο αεροδρόμιο δούλεψα στα τρία μαύρα χρόνια δεκαπέντε δεκαπενταμερίες με την ίδια κατάσταση. Μια δεκαπενταμερία μας τέλειωσαν τα τρόφιμα τρεις μέρες πριν το τέλος και η πείνα ήταν ανυπόφορη, πηγαίνοντας στη δουλειά, στις ελιές, τρώγαμε τις ελιές σαν σταφίδα.
Φεύγοντας από την αγγαρεία για να επιστρέψουμε στο χωριό μας, περάσαμε από το χωριό Βόνη. Συνταξιδεύαμε με ένα συνήλικό μου, τον Κυριάκο Μαυρόπουλο. Φτάνοντας στο χωριό Βόνη, δεν πήγαινε άλλο από την πείνα δεν μπορούσαμε να περπατήσουμε. Αποφασίσαμε να γυρέψουμε κανένα κομμάτι ψωμί. Ο Κυριάκος ήταν
ντροπιάρης και έστειλε εμένα. Εγώ άφησα την ντροπή στην μπάντα και χτύπησα σε μια πόρτα. Μου άνοιξαν οι άνθρωποι και λέω, “δώσε μου λίγο ψωμί να φάμε, διότι ερχόμαστε από την αγγαρεία και δεν μπορούμε να πάμε στο χωριό μας”. Η γυναίκα αναστέναξε και μου είπε με δακρυσμένα μάτια, “αχ παιδί μου! Δεκαπέντε μέρες έχομε να φάμε ψωμί, αν θες να σου δώσω μερικά χαρούπια, από τούτα –να- τρώμε και μεις παιδί μου.
Την ώρα που μπήκα στο σπίτι είχαν ένα σωρό χαρούπια στη μέση του σπιτιού και τα διαλέγανε, τα καλά για να φάνε αυτοί και τα σκάρτα τα δίνουνε στους χοίρους. Από τα καλά μου έδωσε μερικά και έφυγα, πήγα κοντά στον Κυριάκο και του είπα, ότι αντίκρισα το σπίτι αυτό. Περπατώντας στο δρόμο σιγά- σιγά και τρώγοντας τα χαρούπια μου λέει ο Κυριάκος: “Ρε! Δεν είναι σαν καραμέλες;. Τρώγοντας τα χαρούπια δυναμώσαμε και σιγά- σιγά φθάσαμε στο χωριό.
Σύλληψη από Γερμανούς
Ήταν χειμώνας το 1944, Γενάρης μήνας. Οι Γερμανοί ζητούν απόντες από τις καταστάσεις, που έστειλε ο Πρόεδρος για αγγαρεία. Απόντες ήταν μερικοί χωριανοί, που είχαν βγει στο βουνό για αντίσταση. Από αυτούς ήταν ο Δημήτριος Γκαγκάς Γ., Τερζάκης Ιωάννης Γ., Νικόλαος Πραματευτάκης και άλλοι. Μια μέρα έφθασαν στο χωριό οι Γερμανοί για να πιάσουν τους απόντες, μα αυτοί έλλειπαν στο βουνό και έπιασαν άλλους, όποιους βρήκαν, μεταξύ αυτών κι εγώ. Οι πολλοί το έσκασαν κι έφυγαν. Να αναφέρω ονόματα κρατουμένων: Παναγιώτης Σαριντζώτης, Κωνσταντίνος Γενίτσαρης, Κωνσταντίνος Γ. Χατζηβασίλης, Ανδρέας Μακριδάκης.
Συνοδεία οι Γερμανοί με τα όπλα, με τα πόδια, μας πήγαν στο Καστέλλι στον Φρούραρχο, όπου και διέταξε την κράτησή μας. Μας πήγαν στο χωριό Βαρβάρω, που είναι πολύ κοντά στο αεροδρόμιο. Εκεί είχαν στρατόπεδο συγκεντρώσεως, από εκεί έπαιρναν πότε- πότε κι ένα και τον εκτελούσαν προς γνώση και συμμόρφωση των όλων.
Μέσα στο στρατόπεδο ήταν το σχολείο του χωριού, εκεί είχαν φέρει και από άλλα χωριά και θα ήμασταν απάνω από 100. Εκεί μας είχαν τρεις μέρες χωρίς τρόφιμα και νερό και περιμέναμε την ώρα για εκτέλεση. Τα βράδια έκανε πολύ κρύο και σωριαζόμασταν όλοι μαζί και ζεσταινόμασταν λίγο. Είχαν βγάλει από τα παράθυρα, τα πατζούρια και τα τζάμια.
Μετά από τρεις ημέρες ήρθε ο Φρούραρχος του αεροδρομίου ένα απόγευμα, μας μίλησε μέσω διερμηνέα και μας είπε, “η δεύτερη φορά δεν χαρίζεται, θα πηγαίνετε για εκτέλεση”. Μήνυμα και αυτό το βράδυ μέσα.
Αυτό το βράδυ ήταν το χειρότερο απ’ όλα. Κατά τα μεσάνυχτα ήρθαν Εγγλέζικα αεροπλάνα και βομβάρδιζαν το αεροδρόμιο, έπαιζαν οι σειρήνες, έπεφταν βόμβες, έριξαν πυρσούς με αλεξίπτωτα και έλαμπε ο κόσμος. Έπεσαν βόμβες σε αποθήκες βενζίνης με βαρέλια, πήραν φωτιά και έσκαγαν στον αέρα, όλο εκείνο το βράδυ ήταν μια κόλαση. Ευτυχώς δεν έπεσαν οι βόμβες απάνω μας, μόλις 200 μέτρα δίπλα μας έπεσαν και το σχολείο κουνιόταν, σα να γίνεται σεισμός.
Το πρωί αυτής της μαύρης νύχτας μας πήγαν στη δουλειά στα νταμάρια, σπάγαμε πέτρες με την βαργιά και φορτώναμε τα βαγόνια του συρμού. Με τις πέτρες έχτιζαν φυλάκια και έκαναν καλντερίμια για να μη… η διαδρομή του αεροπλάνου.
Σε μας που ήμαστε κρατούμενοι, μας έφερναν κάθε μεσημέρι φασολάδα. Η κάθε μερίδα είχε δέκα έως δεκαπέντε φασόλες και λίγη κουραμάνα.
Μετά από 5 ημέρες ο Πρόεδρος από τον Πατσίδερο έστειλε αντικαταστάτες και έτσι μας άφησαν και φύγαμε. Το βάλαμε στα πόδια για το χωριό. Φτάνοντας στο χωριό Χουμέρι μπήκαμε σε ένα περβόλι γεμάτο λάχανα, κόψαμε από ένα ο καθένας, καθίσαμε λίγο πιο πάνω από το χωριό και τα φάγαμε. Μετά περπατήσαμε και φθάσαμε στις Αμουργέλλες. Εκεί μαζεύτηκαν και μας αρωτούσαν, τι μας έκαναν και τους τα είπαμε ως είχαν.
Άλλη φορά που έστελνε ο Πρόεδρος την κατάσταση με τα ονόματα δεν απουσίαζε κανείς, γιατί γνώριζε τι θα παθαίνανε.
Έτσι μέχρι που φύγανε οι Γερμανοί τον Οκτώβριο του 1944, συνεχιζόταν αυτή η κατάσταση. Τότε βγήκαν πολλά ποιήματα για την Απελευθέρωση κι αυτά πολλά, θα γράψω ένα στίχο.
Μες το σαράντα τέσσερα, ξημέρωσε μια μέρα,
βγήκε ο Ήλιος με χαρά, τη νύχτα κάνει μέρα.
Μια μαύρη νύχτα του Φλεβάρη – 1942
Οι Γερμανοί κατάλαβαν την Κρήτη, τον Μάιο του 1941. Η ζωή αρχίζει να σκληραίνει. Αρπάζουν ότι βρίσκουν, τους καρπούς από τα αλώνια των ανθρώπων, πρόβατα, βόδια, κατσίκες, ότι ήταν φαγώσιμο, έδερναν όποιον εύρισκαν μπροστά τους, τους πρώτους μήνες, για να τρομοκρατήσουν τον κόσμο. Όταν ερχόνταν Γερμανοί στο χωριό, έφευγαν όλοι οι άνδρες και κρυβότανε μέχρι να φύγουν. Έτσι πέρασε το πρώτο καλοκαίρι.
Μπαίνοντας ο χειμώνας, οι Γερμανοί άρχισαν να μαλακώνουν λίγο. Αλλά η ζωή σκληραίνει περισσότερο, αρχίζει η μάστιγα της πείνας, δεν υπάρχει ψωμί, δεν υπάρχει τίποτα.
Μερικοί στο χωριό είχαν καρπό και δεν πείνασαν. Έσπερναν πολλά σπαρτά, έβγαζαν για όλο το χρόνο ψωμί. Μερικοί όμως , όπως και ο πατέρας μου, ήταν κτηνοτρόφος και έσπερναν λίγα και δεν έφτανε το κριθάρι που έβγαζε να περάσομε. Είχε έξι παιδιά και δυο αυτοί, μια οικογένεια με οχτώ στόματα. Πολύς κόσμος πείνασε τότε, αλλά θα γράψω ορισμένα περιστατικά για την οικογένειά μου. Τ’ αδέρφια μου ήταν σε ηλικία:
Η Καλλιώ ήταν 14 χρονών
Εγώ, (Παναγιώτης), ήμουν 13 χρονών.
Η Μαριώ ήταν 10 χρονών.
Η Δέσποινα ήταν 8 χρονών.
Ο Γιώργος ήταν 6 χρονών και
Η Χαδιώ ήταν 3 χρονών.
Για να θρέψει ο πατέρας μου αυτήν την οικογένεια ήταν αδύνατο και πήγαινε μεροκάματο σ’αυτούς που είχαν καρπό και του έδιναν 300 δράμια κουκιά την ημέρα, ή μια οκά αλεύρι κριθαρένιο.
Έτσι κυλούσαν οι μέρες μέχρι που έφτασαν οι γιορτές των Χριστουγέννων, μάζεψε ο πατέρας μου λίγο σταρένιο αλεύρι από πολλά μεροκάματα και μας έκανε η μάνα μου τα πατροπαράδοτα χριστόψωμα και φοινίκια την πρωτοχρονιά. Λέγαμε εμείς τα πιο μεγάλα παιδιά τα κάλαντα και μας έδιναν δεκάρες, σύκα ή σταφίδες.
Μπαίνοντας το 1942 δυσκολεύεται η ζωή περισσότερο, σκληραίνει και ο χειμώνας, βρέχει μέρα νύχτα και η πείνα γίνεται ανυπόφορη. Όταν σταμάταγε η βροχή, εγώ και η Καλλιώ πηγαίναμε στα χωράφια και βρίσκαμε χόρτα, τα έβραζε η μάνα μου και τα τρώγαμε χωρίς ψωμί, γιατί δεν υπήρχε σε μας.
Μια μέρα πήγαμε πάλι με την Καλλιώ στα χόρτα, αλλά μόλις πήγαμε, δεν προλάβαμε να μαζέψομε και αρχίζει το χιονόνερο. Φύγαμε αμέσως. Περνώντας από της γιαγιάς μου, την Χαδούλα, είναι της μάνας η μάνα, μπήκαμε στο σπίτι της για να πυρωθούμε λίγο, έκανε πολύ κρύο και κλαίγαμε από το κρύο και την πείνα.
Η γιαγιά μου ζούσε μαζί με το γιο της το Δημητρό και την γυναίκα του τη Νίκη. Τη μέρα αυτή είχαν μπουγάδα και έπλεναν, πεθερά και νύφη. Η γιαγιά μου βλέποντάς μας να κλαίμε από κρύο κι από πείνα, παρατά το πλύσιμο και ήρθε κοντά μας τρέχοντας τα μάτια της σαν ποτάμι και μας λέει: “Γιατί κλαίτε παιδιά μου, σωπάτε, τι έχετε;” και της λέμε: “Γιαγιά πεινάμε!”. Και πάει και μας φέρνει από λίγο ψωμί και λίγες ελιές και φάγαμε. Έτσι μόλις φάγαμε το ψωμί, σταματήσαμε να τρέμομε, συνήλθαμε αμέσως.
Εμείς σταματήσαμε να τρέμομε αλλά άρχισε να τρέμει η θεία μου η Νίκη, από το κακό της, επειδή μας έδωσε ψωμί η γιαγιά μου. Και μόλις φύγαμε και πήγαμε σπίτι μας, αυτές έβαλαν καυγά, πεθερά και νύφη, επειδή έδωσε ψωμί στα εγγόνια της.
Συνεχίζοντας ο χειμώνας ακόμα δυσκολεύει τη ζωή, έρχεται ο μαύρος Φλεβάρης. Μια μέρα έβρεχε από πριν ξημερώσει και χωρίς διακοπή βράδιασε, δεν βγήκαμε καθόλου έξω από το σπίτι και δεν υπάρχει τίποτα τρόφιμο για να φάμε. Και βράδιασε χωρίς να φάμε τίποτα.
Εμείς τα πιο μεγάλα κάναμε λίγη υπομονή, αλλά τα μικρά, ο Γιώργος και η Χαδιώ που ήταν μόλις τριών χρονών, κλαίγανε όλη τη μέρα. Πάμε το βράδυ να κοιμηθούμε στον οντά στρωματσάδα όλοι μαζί, γονείς και παιδιά και μπορούσαμε να μεταλάβουμε, αφού δεν φάγαμε τίποτα. Εδώ αρχίζει ια νέα τραγωδία. Κλαίνε τα μικρά, κλαίμε και μεις, τα πιο μεγάλα, κλαίνε και οι γονείς. Όλη μέρα έκλαιγαν από μέσα τους, αλλά το βράδυ ξέσπασαν και έκλαιγαν δυνατά, χωρίς πια να μπορούν να κρατηθούν. Μια νύχτα απελπισίας, μια νύχτα τραγωδίας. Κάποια ώρα ηρέμησαν τα πράματα. Τα μικρά κοιμήθηκαν λίγο, εμένα δεν μ’ έπαιρνε ύπνος, αλλά έκανα πως κοιμόμουνα για να ηρεμήσουν λίγο οι γέροι.
Η μάνα Ειρήνη όταν είδε πως ησυχάσαμε, σηκώνεται και πάει μπροστά στην εικόνα της Αγίας Ειρήνης και λέει: “Αγία μου Ειρήνη, σώσε τα παιδιά μου, γιατί θα πεθάνουνε από την πείναî και μετά πάει και πλαγιάζει.
Η βροχή μέχρι και αυτήν την ώρα συνεχιζόταν. Περίπου τα μεσάνυχτα κόπασε η βροχή κι ο άνεμος. Δεν κουνούσε φύλλο, μια νύχτα αστροφεγγιά. Μια στιγμή ακούμε την πόρτα να χτυπά και να ακούγεται μια γυναικεία φωνή και να λέει: “Ερήνη, Ερήνη σήκω μωρή!”, σηκώνεται η μάνα μου, ανοίγει την πόρτα και βλέπει μια γριά την (Κοναμαλία). “Εκέ, έχει μια τσανάκα αλεύρι σταρένιο”. Και λέει στης μάνας μου, “πάρε αυτό το αλεύρι να ψήσεις κανένα μαλεμπί, να φάνε τα παιδιά, διότι ο καιρός δεν άφησε να βγείτε έξω να βρείτε κάτι να φάτεî και έφυγε. Και έτσι η προσευχή της μάνας μου Ειρήνης και τα κλάματα του πατέρα μου Νίκου ακούστηκαν από την Αγία Ειρήνη και έγινε το θαύμα.
Η μάνα μου πήρε το αλεύρι, την ευχαρίστησε για την χειρονομία που έκανε. Αμέσως έβαλε φωτιά στο τζάκι. Έψησε μια τσουκαλιά μαλεμπί και σηκωθήκαμε και φάγαμε».
Η «κατσέτα» του χωριού Αρχάγγελος (Βαρβάρω)
Οι κατοχικές δυνάμεις, κοντά στα οχυρωματικά έργα, επέλεγαν έναν χώρο και τον περιτριγύριζαν με σύρματα. Στον χώρο αυτό που ονόμαζαν κατσέτ, έκλειναν τους τιμωρημένους εργάτες των έργων καθώς και αυτούς που συλλάμβαναν στις εξορμήσεις τους στα χωριά που αρνούνταν να στείλουν εργάτες στην καταναγκαστική εργασία.
Την κατσέτα του χωριού Βαρβάρω (Αρχάγγελος) που κλείστηκαν οι κάτοικοι των Αμουργελλών, (όπως αναφέρει ο Παναγιώτης Σαριντζώτης στο σημείωμά του), περιγράφει ο Λευτέρης Ιωάννου Σμυρνάκης που ήταν τότε δεκατριών χρονών:
«…μόλις ήρθανε οι Γερμανοί στο χωριό μας το Βαρβάρω, εκλείσανε το σχολείο. Το φράξανε με σύρματα και το κάνανε κρατητήριο. Εμείς οι μαθητές επηγαίναμε και κάναμε μάθημα στο ντουκιάνι του Γιάννη Δρακάκη.
Εκεί στα σύρματα, στη κατσέτα, εκλείνανε κάθε βράδυ πολλούς εργάτες που εδουλεύγανε στο αεροδρόμιο. Γιατί ’τονε λέει τιμωρημένοι. Κάθε μέρα 100 με 200 ανθρώποι επερνούσανε τη νύχτα ντως εκεί. Το καλοκαίρι εξωμένανε στην αυλή του σχολείου, το χειμώνα μέσα στο σκολειό, ο ένας απάνω στον άλλο.
Οι χωριανοί ήντα να τόσε δώσουνε. Που ήτανε πολλοί οι κλεισμένοι. Το καλοκαίρι εζητούσανε νερό κι εμείς τόσε δίδαμε. Το πρωί ανοίγανε οι φρουροί μια πόρτα από τη περίφραξη και τσι βάνανε στη γραμμή και τσι πηγαίνανε πάλι στη δεκαπενταμερία. Το βράδυ πάλι πίσω. Κάθε μέρα τα ίδια. Πολλούς τσι δέρνανε κιόλας. Κι εφωνάζανε όλη τη νύχτα από τσι πόνους…».
(Ελευθέριος Ιωάννου Σμυρνάκης, Βαρβάρω “Αρχάγγελος”, Παρασκευή 19 Ιανουαρίου 2024)
* O Γιώργος Α. Καλογεράκης είναι Δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Καστελλίου