Το καλοκαίρι του 2023, σε μια συγκινητική εκδήλωση στην πόλη του Ρεθύμνου,  παρουσιάστηκε το εξαιρετικό βιβλίο της έγκριτης δημοσιογράφου Εύας Λαδιά με τίτλο «Μαρτυρικά χωριά νομού Ρεθύμνου». Στο βιβλίο και στις σελίδες 113 – 117, εμπεριέχεται ένα σημαντικό τεκμήριο για την καταστροφή της Κρύας Βρύσης Ρεθύμνου και τις δολοφονίες των 35 «εθνομαρτύρων» του χωριού, στις 22 Αυγούστου 1944. Το έγγραφο παραχώρησε στην κ. Λαδιά ο φιλόλογος Γιώργης Μαυροτσουπάκης και αντίγραφό του απέστειλε ταχυδρομικά και σε μας που το ζητήσαμε.

Είναι ένα απόσπασμα της μελέτης της Marlen von Xylander, με τίτλο:  “Die deutsche Besatzungsherrschaft auf Kreta, 1941-1945” , Freiburg 1989. Η πληροφορίες που αντλούμε από το έγγραφο που μας έστειλε ο κ. Γιώργης Μαυροτσουπάκης είναι:

α) Ο ì’ειρωνικός”  και ì’χυδαίος”  τίτλος της γερμανικής επιχείρησης στην Κρύα Βρύση ως «Αποχαιρετιστήριο Γλέντι – Όνειρο καλοκαιρινής Νύχτας».

β) Τα ονόματα των Γερμανών αξιωματούχων που έδρασαν στις 22 Αυγούστου 1944 στην Κρύα Βρύση και ολοκαύτωσαν το χωριό αφού το λεηλάτησαν, δολοφονώντας συγχρόνως 35 Κρυοβρυσανούς.

γ) Η επιχείρηση που εξελίχτηκε στην Κρύα Βρύση, έγινε από τον 10ο λόχο του 733 τάγματος πεζικού της 133 μεραρχίας. Επικεφαλής όλων των Γερμανών στρατιωτών που έδρασαν στα χωριά του Κέδρους και στην Κρύα Βρύση ήταν ο αξιωματικός Χάουπτμαν Ζαντ και στην Κρύα Βρύση οι ανθυπολοχαγοί Κέλερ, Μπρόμμπαχ  και Μπάουμγκάρτνερ και

δ) Μετά τη συμμαχική νίκη, οι παραπάνω οδηγήθηκαν σε δίκη που έγινε στη Γερμανία. Η δίκη διακόπηκε το έτος 1961 και οι κατηγορούμενοι εγκληματίες αθωώθηκαν από το δικαστήριο λόγω “ελλιπών ενοχοποιητικών στοιχείων;”. Ακολουθούν αποσπάσματα από το έγγραφο του κ. Γεωργίου Μαυροτσουπάκη:

«… στρατιώτες του 10ου λόχου του 733 τάγματος πεζικού, της 133 μεραρχίας, με επικεφαλής τον ανθυπολοχαγό Μάρτιν Κέλερ, μετακινήθηκαν στο χωριό Κρύα Βρύση, συγκέντρωσαν τους κατοίκους και έπειτα επέλεξαν κάποιους άνδρες βάσει λίστας, που έφεραν μαζί τους. Οι προς εκτέλεση επιλεγμένοι άνδρες κρατήθηκαν. Το τι ακολούθησε μετά, περιγράφεται στις διεξαχθείσες έρευνες του 1961:

Το μνημείο της Κρύας Βρύσης στην αποπεράτωσή του (1949). Αριστερά ο παπά Ηλίας. (Πηγή: Ημερολόγιο Πολιτιστικού Συλ λόγου Κρύας Βρύσης 2015
Πολιτιστικού Συλλόγου Κρύας Βρύσης 2015)

Νωρίς το απόγευμα της ίδιας μέρας οι ντόπιοι οδηγούνταν από έναν φρουρό έξω από την εκκλησία ή το σχολείο στο παρακείμενο κτίριο.  Μπροστά στην είσοδο αυτού του κτιρίου στεκόταν ο κατηγορούμενος Κέλερ και αργότερα ο κατηγορούμενος Μπάουμγκάρτνερ. Στο πλάι της εισόδου στέκονταν δύο Γερμανοί φρουροί. Οι κρατούμενοι έβγαιναν ένας – ένας από την εκκλησία και ους έκαναν κάθε φορά σινιάλο στον καθένα ξεχωριστά να προχωρήσει προς την ανοιχτή πόρτα.

Ο Κέλερ πλησίαζε σε μικρή απόσταση από πίσω και πυροβολούσε απευθείας στο πίσω μέρος του κεφαλιού, μπροστά ή μέσα στην είσοδο, με ένα πιστόλι που είχε τραβήξει μέσα από την τσέπη του σακακιού του… Πόσοι Έλληνες εκτελέστηκαν από τους δύο κατηγορούμενους δεν έχει εξακριβωθεί πλήρως…

Ο Κέλερ αναφέρει περίπου 15 άνδρες, παραδέχεται ωστόσο ότι πρόκειται για αβέβαιη εκτίμηση από πλευράς του. Ο Μπαόυμγκάρντνερ αναφέρει ότι συμμετείχε στην εκτέλεση των τελευταίων έξι ντόπιων και ότι ο ίδιος πυροβόλησε τους δύο από αυτούς. Το πιο πιθανόν, όμως, είναι ότι οι, σύμφωνα με τις ομολογίες τους, εκτελέσεις αναφέρονται ως αριθμητικά ασήμαντες.

Στα πλαίσια της επιχείρησης «Αποχαιρετιστήριο Γλέντι – Όνειρο καλοκαιρινής Νύχτας», τα γερμανικά στρατεύματα κατέστρεψαν συνολικά 13 χωριά, την Κρύα Βρύση και μεταξύ άλλων το Γερακάρι, τις Βρύσες και το Άνω Μέρος.

Μετά το 1945

Η δικαστική έρευνα στο πρωτοδικείο της Βρέμης εναντίον των πέντε κατηγορούμενων της επιχείρησης «Αποχαιρετιστήριο Γλέντι – Όνειρο καλοκαιρινής Νύχτας», μεταξύ άλλων του Χάουπτμαν Ζαντ, στρατιωτικού διοικητή της ισχυρής ειδικής δύναμης των περίπου 500 ανδρών και των ανθυπολοχαγών Κέλερ και Μπρόμμπαχ, διεκόπη στο τέλος του 1961. Λόγω ελλιπών ενοχοποιητικών στοιχείων δεν ασκήθηκε δίωξη στους κατηγορούμενους. Το δικαστήριο εξέφρασε μεν αμφιβολία για την αναλογικότητα των «Αντιποίνων», καθώς και για τη νομιμότητα της διαταγής, αναγνώρισε ωστόσο στους κατηγορούμενους, ότι εκτελούσαν μόνο εντολές.

“Λαμβάνοντας υπόψιν την ασάφεια του στρατιωτικού νόμου στην περιοχή των αντιποίνων, δεν μπορεί να εξακριβωθεί πλήρως αν η εντολή ήταν όντως παράνομη… Οι κατηγορούμενοι ως εκ τούτου δεν μπορούν να ισχυρισθούν, ότι δεν γνώριζαν τον εγκληματικό χαρακτήρα της εντολής”.

Το ερώτημα που απασχολεί τους ιστορικούς και τους ερευνητές της κατοχικής ιστορίας της Κρήτης, αναζητώντας μία απάντηση, είναι γιατί αυτό το ολοκαύτωμα των εννέα χωριών στις 22 Αυγούστου 1944;  Γιατί τα χωριά Γερακάρι, Γουργούθοι, Σμιλές, Καρδάκι, Βρύσες, Δρυγιές, Άνω Μέρος, Χορδάκι και Κρύα Βρύση να πυρποληθούν, να καταστραφούν και να δολοφονηθούν δεκάδες Κρήτες πατριώτες;

Οι ισχυρισμοί του Γερμανού Διοικητή Κρήτης Μίλερ που διέταξε αυτό το έγκλημα δεν ευσταθούν, (στηρίζονται σε ψεύδη), και δεν τεκμηριώνονται ιστορικά, αφού ο Μίλερ μιλεί για «αντίποινα» του πληθυσμού για τη συμμετοχή του στην απαγωγή του Κράιπε. Ο Κράιπε με τους απαγωγείς του δεν προσέγγισαν τα παραπάνω χωριά και στα χωριά που πέρασαν τελικά και που η γερμανική διοίκηση γνώριζε, δεν πάρθηκε κανένα μέτρο καταστολής από τις δυνάμεις κατοχής.

Την απάντηση στο παραπάνω ερώτημα του Ολοκαυτώματος των χωριών του Κέντρους και της Κρύας Βρύσης, δίδουν οι αφηγήσεις των Κρυοβρυσανών που εμπεριέχονται σε δύο ημερολόγια του Πολιτιστικού Συλλόγου «οι 35 Εθνομάρτυρες» τα έτη 2012 και 2015 που επιμελήθηκε ο φιλίστορας φιλόλογος Γιώργης Μαυροτσουπάκης. Ακολουθούν ενδεικτικά αποσπάσματα από τις αφηγήσεις τριών ανδρών και τριών γυναικών της Κρύας Βρύσης, που έζησαν τα γεγονότα του χωριού τους την Τρίτη 22 Αυγούστου 1944.

ω
(Πηγή: Ημερολόγιο Πολιτιστικού Συλλόγου Κρύας Βρύσης 2012)

Αφήγηση Αλέξανδρου Λεβεντάκη:  «…τις γυναίκες αφήκανε ελεύθερες και πήγανε όντως και πήρανε ό,τι μπορούσανε η κάθε μια, τα φορτώσανε στα γαϊδουράκια πούχανε, στα ελάχιστα ζώα πούχανε την ώρα εκείνη στο χωριό, τους γέρους όπως εμπορούσανε και τους πήρανε και φύγανε. Εμείς στην εκκλησία. Εκεί απέξω έχει στηθεί ένα, σαν έκτακτο στρατοδικείο από τον επικεφαλής με το επιτελείον ντου.

Ο οποίος έμπαινε τακτικά μέσα στην εκκλησία και αναζητούσε διάφορα ονόματα. Και θυμούμαι συγκεκριμένα και φώναξε Φώτιος Πελαντάκης – Ιωάννης Ασουμανάκης. Του Ιωάννη Ασουμανάκη ο πατέρας παρουσιάστηκε και του λέει:  Αυτός είναι ο γιος μου και δεν είναι εδώ, δουλεύει σε ένα μετόχι εκεί κάτω, μαζεύει χαρούπια. Λέει όλοι δουλειά, όλοι χαρούπια, όλοι δουλειά. Όλοι παρτιζάνοι στο βουνό κι έτριξε τα δόντια του και έφυγενε, εβγήκε έξω. Εβγήκε, εμπήκε κι άλλες δυο φορές μέσα κι εζητούσε διάφορα άτομα…».

Αφήγηση Ευτυχίας Βαβουράκη:  «…από το Συκονέρι μας βάλανε σε φορτηγά αυτοκίνητα και μας πήγαιναν προς το Σπήλι. Ήταν μαζί και Γερμανοί. Ένας κοιτάζοντας προς το βουνό μου λέει:

-Εδώ πολλοί παρτιζάνοι.

-Νιξ παρτιζάνοι, του λέω εγώ.

-Είσαι σλαβίνα (κατεργάρα), μου λέει.

Φτάσαμε στο Σπήλι και μας άφησαν εκεί, αφού μας είπαν να πάμε όπου θέλομε, μόνο στο χωριό να μη γυρίσομε. Οι Σπηλιανοί μας επήραν στα σπίτια τους και μας εφιλοξένησαν…».

Αφήγηση Καδιανής Ηλία Βαβουράκη:  « …μαζευτήκαμε όλα τα γυναικόπαιδα στο Κάτω Χώρι, γιατί τότε δεν ερχόταν αμάξι στο πάνω χωριό. Εκεί έστεκαν φορτηγά, μεγάλα αυτοκίνητα, μας έβαλαν στις καρότσες και έστεκαν με τα όπλα, έτοιμοι να πυροβολήσουν, δυο τρεις από κάθε πλευρά.

Εν τω μεταξύ, ώσπου να μπούμε στο αυτοκίνητο, με τη φασαρία, βρήκε την ευκαιρία ο άντρας της αδερφής μας της Αργυρώς, Νίκος Βαβουράκης, να διαφύγει προς τα Σαχτούρια. Εμάς όλους με τα αυτοκίνητα μας πήγαν στο Σπήλι. Μας κατέβασαν. Μετά όμως είπαν σε ορισμένες γυναίκες, μεταξύ αυτών ήμουν κι εγώ η Καδιανή κι η αδελφή μου η Καλλιόπη, να μπούμε δύο σε κάθε καρότσα και δύο στον οδηγό ως όμηροι, γιατί φοβόταν τους αντάρτες. Μας έφεραν πάλι στο Κάτω Χώρι…».

Ο Μανόλης Κανακάκης του Κωνσταντίνου (Βρουλίτης). Μέλος του ΕΑΜ με μεγάλη αντιστασιακή δραστηριότητα. Δολοφονήθηκε στη θέση Ριζόπλακο Κρύας Βρύσης από τα ναζιστικά και φασιστικά γερμανικά στρατεύματα στις 22 Αυγούστου 1944.(Πηγή: Ημερολόγιο Πολιτιστικού Συλλόγου Κρύας Βρύσης 2012)
Ο Μανόλης Κανακάκης του Κωνσταντίνου (Βρουλίτης). Μέλος του ΕΑΜ με μεγάλη αντιστασιακή δραστηριότητα. Δολοφονήθηκε στη θέση Ριζόπλακο Κρύας Βρύσης από τα ναζιστικά και φασιστικά γερμανικά στρατεύματα στις 22 Αυγούστου 1944.

Αφήγηση Δέσποινας Διογένη Βαβουράκη:  «…από το Συκονέρι ξεκινήσαμε με τα πόδια. Όταν εφτάναμε στα Ακούμια, εγύριζε το φορτηγό που είχε μεταφέρει τσι γυναίκες στο Σπήλι και είχε απάνω δυο τρεις για κάλυψη, μην τους επιτεθούνε οι αντάρτες. Θυμούμαι την Παγώνα, τη γυναίκα του Κανακάκη στην καρότσα».

Αφήγηση Ειρήνης Γεωργίου Πετρακάκη:  «…η εικόνα που και τώρα ακόμα βρίσκεται καθαρή στη μνήμη μου, είναι η γεμάτη κόσμο πλατεία του χωριού μου. Γερμανοί στρατιώτες οπλισμένοι. Γυναίκες έβγαιναν από το σχολείο κλαίγοντας και κατευθύνονταν βιαστικές στα σπίτια τους κρατώντας τα παιδιά τους, για να πάρουν, σύμφωνα με τη διαταγή, λίγα πράγματα και να κατευθυνθούν στο Κάτω Χώρι. Έξω από την εκκλησία στέκονταν πολλοί Γερμανοί στρατιώτες.

Στα δώματα των γύρω σπιτιών άλλοι Γερμανοί στρατιώτες πίσω από κάτι μεγάλα όπλα, που αργότερα έμαθα πως ήταν πολυβόλα και σκόπευαν τα βουνά και άλλα γύρω μέρη, φοβούμενοι επίθεση ανταρτών.  Ακολούθησα τη μητέρα μου και πήγαμε στο σπίτι, όπου μου έδωσε ένα πορτοφόλι με χρήματα και μου είπε να πάω στην εκκλησία, που μέσα είχαν τον πατέρα μου, να του το δώσω…».

Αφήγηση Νίκου Βαβουράκη, (καταγραφή του γιου τους Μανόλη στις 5.12.1997):

«…μόλις όμως βγαίνω από την πόρτα, βλέπω πέντε Γερμανούς κι εκατεβαίνανε από πάνω. Μόλις με είδανε μου λένε

-Εσύ παρτιζάνος;

Αλλά έκλαιγε το παιδί και τους λέω

-Το παιδί μου είναι άρρωστο, έχει μαλάρια και δεν μπορούσα να έρθω.

Εφύγανε οι τέσσερις, μένει ο ένας. Βγάνω ένα πακέτο τσιγάρα και του το δίνω. Τότε μου λέει αυτός

-Εσύ πίκουλο μαλάρια, νιξ εκκλησία.

Γυρίζω πίσω, δεν επήγα στην εκκλησία. Είχαμε δυο ζώα. Τα φορτώσαμε ότι μπορούσαμε να πάρομε και ξεκινήσαμε να πάμε με τα γυναικόπαιδα. Κατεβαίνοντας προς τα κάτω βλέπομε δυο Γερμανούς. Μου λένε:

-Εσύ παρτιζάνος, πίσω.

Λέω ότι το παιδί είναι άρρωστο, αυτοί όχι, πίσω μου λένε. Εν τω μεταξύ ήρθε ένας άλλος και βγάνω και του δίνω κι αυτηνού ένα πακέτο τσιγάρα και μου λέει:

-Εσύ πίκουλο μαλάρια, παρτί (φύγε).  Κατεβαίνομε στη Βρύση. Εκεί ήτανε πλυσταριά και καθότανε γύρω-γύρω Γερμανοί και τρώγανε ζαμπόν. Μόλις έφτασα εκεί και κρατούσα το παιδί, μου λέει ένας Γερμανός:

-Εσένα πίκουλο;

Λέω εμένα είναι.

Λέει σκατά πόλεμος. Εμείς κι εσείς όλοι καπούτ και μετά φινίτο (τέλος) πόλεμος.

Άμα τας είπενε αυτά, εγώ πήρα θάρρος και τόνε ρωτώ:

-Στσι Μέλαμπες είναι άλλοι Γερμανοί;  Μου λέει νιξ. Στα Ακούμια;  Νιξ. Μόνο Κρύα Βρύση;  Μόνο Κρύα Βρύση, μου λέει. Στην Κρύα Βρύση έχετε πολλά μπουμ μπουμ (όπλα) και καπούτ Κρύα Βρύση.

Μόλις μου το είπενε αυτό, εγώ είπα ότι πρέπει να φύγω οπωσδήποτε. Εξεκινήσαμε πάλι για το Κάτω Χώρι. Όταν εφτάσαμε στη γέρφυρα, ήτανε άλλοι σκοποί και μου λένε:

-Εσύ παρτιζάνος, πίσω.

Εγώ έλεγα πάλι πίκουλο μαλάρια…».

Διαπιστώνουμε από τις αφηγήσεις των παραπάνω αυτοπτών μαρτύρων της καταστροφής, ότι οι Γερμανοί αξιωματούχοι θεωρούσαν τα χωριά ως άντρα των  ανταρτών της ένοπλης Κρητικής Αντίστασης, πίστευαν ότι οι κάτοικοί τους διαθέτουν οπλισμό και με την πρώτη ευκαιρία θα στραφούν εναντίον τους. Αυτή ήταν τελικά και η αιτία της ολοκαύτωσης της Κρύας Βρύσης και των εγκλημάτων που διαπράχθηκαν την Τρίτη 22 Αυγούστου 1944.

Κρύα Βρύση Ρεθύμνου. Τρεις νέοι του χωριού (από αριστερά : Ασουμανάκης Τίτος, Μαυροτσουπάκης Εμμανουήλ και Ασουμανάκης Κωνσταντίνος), μπροστά στο μνημείο του χωριού τους (Πηγή: Ημερολόγιο Πολιτιστικού Συλλόγου Κρύας Βρύσης 2015)
Κρύα Βρύση Ρεθύμνου, φωτογραφία δεκαετίας ‘70. Μνημόσυνο τον Αύγουστο για τα 35 θύματα του χωριού. (Πηγή: Ημερολόγιο

Στις 14 Φεβρουαρίου 1945, ο δικηγόρος από την Κρύα Βρύση Εμμανουήλ Γ. Πετρακάκης, συνέταξε Έκθεση όπου περιγράφει το Ολοκαύτωμα  και τις συνέπειές του. Είναι σημαντικό να αναφέρουμε τις ζημιές που προκλήθηκαν από τους κατακτητές στην Κρύα Βρύση, ώστε να γίνει κατανοητό ότι οι δυνάμεις κατοχής εκτός από δολοφόνοι ήταν και πλιατσικολόγοι. Συγκεκριμένα ο Εμμανουήλ Πετρακάκης. γράφει στην έκθεσή του μεταξύ άλλων:

«…η έκτασις των ζημιών συγκεντρωτικώς είναι ως έπεται:  143 οικογενειακά οικήματα, 6 κοινά ελαιοτριβεία, 200.000 οκάδες έλαιον, 220.000 οκάδες σιτηρών, 3.000 οκάδες τυροκομικών, 370.000 οκάδες κτηνοτροφικών ειδών, 50.000 οκάδες γεωμήλων, 20.000 οκάδες οσπρίων, 58 κυψέλαι μελισσών, 48 αροτριώντας βόας και 20 μοσχάρια, 500 αιγοπρόβατα, 130 χοίροι, 2.100 ορνιθοειδή, εμπορεύματα αξίας προπολεμικής 500.000 δραχμές.

Ωσαύτως επιπλώσεις, οικιακά σκεύη, είδη ρουχισμού, γεωργικά εργαλεία κλπ., άλλα διηρπάγησαν, άλλα κατεκάησαν εντός των οικιών. Ολοκληρωτικός αφανισμός των πάντων, μη παραβαλλόμενος προς οιονδήποτε ατύχημα, εξ εκείνων που συνήθως διαταράσσουν την αρμονίαν της ζωής…».

Η Ειρήνη Γεωργίου Πετρακάκη, στα νεανικά της χρόνια, έγραψε ένα ποίημα αφιερωμένο στο κατεστραμμένο χωριό της την Κρύα Βρύση. Λένε οι στίχοι του ποιήματος:

Μούσα μου ροδομάγουλη, απ’όλες πιο μικρούλα

που μες στα δάση, στα βουνά έχεις μικρό καλύβι,

καλημερίζεις τους βοσκούς, μιλάς με τους ξωμάχους,

ξυπνάς με την πούλια τη χρυσή, κοιμάσαι με τον ήλιο,

που τα πουλάκια του βουνού, της ρεματιάς οι λεύκες,

του δάσους τα ψηλά δεντρά, σύντροφοι είναι δικοί σου,

έλα ν’ανέβουμε μαζί σε μια μικρή ραχούλα,

σ’ένα μικρό, φτωχό χωριό να πούμε ένα τραγούδι.

Τα κάτασπρα σπιτάκια του μικρά σαν προβατάκια,

που συνταγμένα βόσκουνε μπρος στου βοσκού τα μάτια

κι από ψηλά αγναντεύουνε κοπάδια πέρα κι άλλα,

που αν είν’ψηλά ή χαμηλά την ταπεινότη κρύβουν,

μες στις ψηλές αυλόπορτες, στους καπνισμένους τοίχους

και στο καράβι του φτωχού και στου πλουσίου τ’ανώγι.

Άσπρα φτωχά και ταπεινά, μικρούλια μου σπιτάκια,

να μπόρουν να σας έκανα παλάτια με τα μάγια.

Δεν έχει θεόρατα δεντρά να το πρασινοϊσκιώνουν

ούτε νερά τρεχούμενα στους δρόμους του να τρέχουν,

να τραγουδούν τα πλούτη του, την πράσινη ομορφιά του.

Μικρή βρυσούλα, ταπεινή με λιγοστό νεράκι,

που οι κοπελούδες με σταμνιά τα δειλινά, τσ’αυγούλες,

πρόσχαρες στέκουν, γελαστές, μια μια για να γεμίσει.

Κι όταν με το σταμνί τραβούν τον ανήφοροι κι ιδρώνουν,

τα μάτια των παλικαριών στο πρόσωπό τους πέφτουν.

Ξάφνου απ’τα δάση τα πυκνά κακά στοιχειά και λύκοι

ήρθαν σα μαύρα σύννεφα, σκόρπισαν το κοπάδι,

μόλυναν με τα χνώτα τους τον διάφανο αέρα,

κόκκινη απ’το χαλασμό εβάφτηκε η χλόη,

οι πιστικοί διασκόρπισαν διωγμένοι απ’τα θηρία

κι οι κουκουβάγιες τις νυχτιές τον χαλασμό θρηνούσαν,

έρμια φοβέρα σκοτωμός και μοναξιά και φρίκη,

ψυχή καμιά παντού καπνοί, χαλάσματα σκοτάδι.

Όμως αν σπάσει το δεντρί, πάντα χλωρή είν’η ρίζα

και καρτερεί την άνοιξη τ’όμορφο καλοκαίρι,

να ξαναβγάλει νιους βλαστούς, καινούρια ακροκλώνια,

να γιγαντώσει πιο πολύ απ΄όσο ήταν πρώτα.

Έτσι καινούρια πρόβατα, κάτασπρα παχεμένα,

πήραν τη θέση των παλιών, οι πιστικοί γιαγείραν

και στα γερά τα χέρια τους πήραν ξανά τη γκλίτσα

και σαλαγούν τα πρόβατα που στέκουν ταίρι ταίρι.

Καταμεσίς ένα μικρό, κάτασπρο προβατάκι

που λυπημένο στέκεται, αυτό είναι το δικό μου

μικρό σπιτάκι άχαρο κι αν ειν’και ρημαγμένο,

μες στην καρδιά μου

βρίσκεται σαν μαρμαρένιος πύργος.

Και συ μικρό, φτωχό χωριό π’ασπρολογάς στη ράχη,

πανώριο σ’αγναντεύω εγώ με της ψυχής τα μάτια

και το μικρό σου φτωχικό κι αστόλιστο εκκλησάκι,

σαν την Αγιά Σοφιά λαμπρό το ξαναβλέπω εντός μου.

Μούσα μου ροδομάγουλη, χωριατοπούλα μούσα,

που στα ρουμάνια τα σκιερά, στις ράχες και τα δέντρα

και στις κορφούλες του βουνού έχεις μικρό καλύβι,

έλα σε μένα, πάρε με με τα λευκά φτερά σου,

να πάμε να καθίσουμε σε μια ψηλή ραχούλα,

να δούμε το μικρό χωριό, να δω απ’το πατρικό μου

λίγο καπνό ν’αχνοπετά, που χρόνια λαχταρούσα

κι ύστερα φέρε με ξανά στα έρημα τα ξένα.

* Ο Γεώργιος Α. Καλογεράκης είναι Δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων,  διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Καστελλίου