Την Τρίτη 22 Αυγούστου 1944, οχτώ χωριά του Κέντρους (Αμαρίου Ρεθύμνου) και ένα χωριό του Αγίου Βασιλείου (Ρεθύμνου), γνώρισαν τα αποτελέσματα της θηριωδίας του φασιστικού και ναζιστικού κατοχικού στρατού. Τα χωριά Κρύα Βρύση, Γερακάρι, Γουργούθοι, Καρδάκι, Σμιλές, Βρύσες, Δρυγιές, Άνω Μέρος και Χορδάκι, αφού λεηλατήθηκαν, πυρπολήθηκαν και δολοφονήθηκαν δεκάδες άντρες των παραπάνω χωριών. Οι υπόλοιποι κάτοικοι αναγκάστηκαν να τα εγκαταλείψουν, αφού οι κατοχικές αρχές όρισαν την περιοχή ως απαγορευμένη ζώνη.
Ο γερμανικός κατοχικός στρατός με το «αφήγημα» των αντιποίνων (της απαγωγής του Στρατηγού Κράιπε τον Απρίλιο του 1944), σκόρπισε τον όλεθρο, τον τρόμο, την καταστροφή και τη θλίψη. Με μια γνωστοποίηση – διαταγή «ντυμένη» σκόπιμα με ψέματα και ανακρίβειες που δημοσιεύτηκε στις φιλογερμανικές εφημερίδες Κρητικός Κήρυξ Ηρακλείου και Παρατηρητής Χανίων τον Αύγουστο του 1944, ο Γερμανός Διοικητής Κρήτης Μίλερ αποδίδει το έγκλημα αυτό κατά της ανθρωπότητας στη συμμετοχή του πληθυσμού στην επιχείρηση της απαγωγής του Κράιπε. Συγκεκριμένα, ο Μίλερ αναφέρει:
«ΓΝΩΣΤΟΠΟΙΗΣΙΣ, 25 Αυγούστου 1944
Κατά μήνα Απρίλιο 1944 απήχθη ο Γερμανός Στρατηγός Κράιπε από ένα Αγγλικόν Κομμάντο με την υποστήριξη Ελλήνων συμμοριτών. Ο Διοικητής φρουρίου Κρήτης είχε ζητήσει από ολόκληρο τον πληθυσμόν δια προκηρύξεων και ανακοινώσεων να βοηθήσει αυτός τις ανακρίσεις προς ανακάλυψιν των δραστών.
Η πρόσκλησις όμως αυτή έμεινε άνευ αποτελέσματος. Τώρα έγινε γνωστή κατόπιν λεπτομερών ανακρίσεων η ακριβής οδός της αρπαγής του ως είρηται Στρατηγού. Απεδείχθη ότι το Αγγλικόν Κομμάντο δεν ενισχύθη μόνον από συμμορίτας Έλληνας, αλλά και από τον πληθυσμόν των χωριών Ανώγεια, Γερακάρι, Γουργούθι, Βρύσες, Άνω Μέρος, Κρύα Βρύση, Σαχτούρια πλησίον των οποίων τον απεμάκρυναν, όστις είναι εξ’ ίσου ένοχος καθ ’όσον ευρίσκετο εν πλήρει γνώσει της αποκρύψεώς του.
Τα χωριά ταύτα και οι κάτοικοι, επλήγησαν με την απειληθείσαν τιμωρίαν. Ο πληθυσμός ο ανόητος και παρασυρθείς εις την δυστυχίαν, ας ερωτήση εαυτόν εν όψει των φονευθέντων και τραυματιών και των ερειπίων, αν ήτο ορθόν να ακολουθήση τους Άγγλους εις το έργον των και να υποφέρη τόσον βαρειά
Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΤΟΥ ΦΡΟΥΡΙΟΥ ΚΡΗΤΗΣ».
Όταν ο Μίλερ γνωστοποιούσε τα παραπάνω στους κατοίκους της Κρήτης, γνώριζε ότι ο Κράιπε με τους απαγωγείς του δεν πέρασε και δεν σταμάτησε σε κανένα από τα παραπάνω εννιά χωριά του νομού Ρεθύμνου που ολοκαυτώθηκαν με διαταγή του. Τα χωριά του Ρεθύμνου – ενδιάμεσοι σταθμοί της απαγωγής ήταν τα Ανώγεια, η Νίθαυρη, η Πατσός, η Αγία Παρασκευή, το Φωτεινού, το Βιλανδρέδο και το Ροδάκινο ως τελευταίο, πριν την αναχώρηση του Κράιπε και των απαγωγέων του στη Μέση Ανατολή. Αυτό, η αντικατασκοπεία των Γερμανών το γνώριζε πολύ καλά. Τη διαδρομή των απαγωγέων την έμαθαν με λεπτομέρειες βήμα – βήμα. Επομένως οι ισχυρισμοί του Μίλερ, δεν τεκμηριώνονται ιστορικά και δεν «δικαιολογούν» αυτό το σοβαρό έγκλημα της καταστροφής των χωριών του Κέδρους και της Κρύας Βρύσης στις 22 Αυγούστου 1944.
Στην Κρύα Βρύση δολοφονήθηκαν 35 πατριώτες. Τριάντα τέσσερις Κρυοβρυσανοί και ένας, ο Ανυφαντάκης Ιωάννης, από τα Σαχτούρια. Οι Εθνομάρτυρες της Κρύας Βρύσης είναι οι: Ασουμανάκης Γεώργιος του Μιχαήλ, (Φαντάσης). Ασουμανάκης Μιχαήλ του Κωνσταντίνου, (Ρετσέτας). Βαβουράκης Γεώργιος του Ιωάννη, (Μπατζακογιώργης). Βαβουράκης Εμμανουήλ του Ιωάννη. Βαβουράκης Ευάγγελος του Πέτρου. Βαβουράκης Ιωσήφ του Ηλία. Βαβουράκης Μιχαήλ του Ηλία. Κανακάκης Γεώργιος του Ηλία. Κανακάκης Εμμανουήλ του Κωνσταντίνου, (Βρουλίτης). Κανακάκης Ηλίας του Γεωργίου. Κανακάκης Ιωσήφ του Κωνσταντίνου.
Λαγουδάκης Γεώργιος του Παντελή. Λαγουδάκης Μανούσος του Παντελή. Λαμπάκης Νικόλαος του Γεωργίου. Λεβεντάκης Γεώργιος του Μιχαήλ. Λεβεντάκης Εμμανουήλ του Μιχαήλ. Λεβεντάκης Εμμανουήλ του Νικολάου. Μανουσάκης Γεώργιος του Νικολάου, (Καφετζογιώργης). Μανουσάκης Ελευθέριος του Οδυσσέα. Μανουσάκης Οδυσσέας του Νικολάου. Μανουσάκης Χαράλαμπος του Νικολάου. Μαυροτσουπάκης Εμμανουήλ του Μιχαήλ, (Μαρκομανόλης). Πετρακάκης Γεώργιος του Νικολάου. Πετρακάκης Εμμανουήλ του Πέτρου.
Πετρακάκης Ευάγγελος του Πέτρου. Πετρακάκης Κωνσταντίνος του Πέτρου. Πετρακάκης Μιχαήλ του Γεωργίου. Πιτσιδιανάκης Αντώνιος του Μιχαήλ. Πιτσιδιανάκης Κωνσταντίνος του Γεωργίου, (Πιπερόκωστας). Σαρτζετάκης Γεώργιος του Νικολάου. Φωτάκης Εμμανουήλ του Κωνσταντίνου, (Σπανός). Φωτάκης Ιωάννης του Κωνσταντίνου. Ψυχαράκης Βασίλειος του Στυλιανού. Ψυχαράκης Γεώργιος του Ιωάννη. Ανυφαντάκης Ιωάννης του Εμμανουήλ (από το χωριό Σαχτούρια).
Ο δραστήριος Πολιτιστικός Σύλλογος Κρύας Βρύσης «οι 35 Εθνομάρτυρες», αφιέρωσε τα ημερολόγια των ετών 2012 και 2015 στο Ολοκαύτωμα του χωριού και στις δολοφονίες των Κρυοβρυσανών από τα ναζιστικά και φασιστικά γερμανικά στρατεύματα στις 22 Αυγούστου 1944. Γράφει στο προλογικό του σημείωμα ο αξιόλογος επιμελητής του ημερολογίου του έτους 2012 Γεώργιος Μαυροτσουπάκης:
«Το γεγονός που τιμούμε κάθε χρόνο στις 22 Αυγούστου είναι εκείνο που έχει σημαδέψει εντονότερα την πορεία του χωριού μας μέσα στο χρόνο. Είναι εκείνο που το έχει εντάξει ανάμεσα στους μαρτυρικούς τόπους που πλήρωσαν βαρύ φόρο αίματος στη αδυσώπητη μανία του κατακτητή…
…από εκείνη την καταστροφή δεν επακολούθησε ο αφανισμός και η ερήμωση. Δεν έμεινε για πολύ το χωριό μας “ολόμαυρη ράχη” και “καμμένη γη”. Δεν εμποδίστηκε ούτε η βιοτική ανάπτυξη ούτε η πνευματική και πολιτιστική δραστηριότητα. Αντίθετα, μέσα από τα ερείπια και το χαλασμό, ο τόπος ξαναζωντάνεψε, γέννησε, δημιούργησε, μετά βέβαια από τις ακάματες προσπάθειες των ανθρώπων και την αναγκαία σ΄αυτές τις περιπτώσεις κοινή βούληση…».
Στο ημερολόγιο του έτους 2015, διαβάσαμε τη μαρτυρία του υπέργηρου (99 ετών) Μάρκου Φωτάκη και τη δημοσιεύουμε με κάθε σεβασμό στη μνήμη του. Για τη λεηλασία, την καταστροφή, την πυρπόληση της Κρύας Βρύσης και τις δολοφονίες των συγχωριανών του, ο Μάρκος Φωτάκης αναφέρει: «Την οικογένειά μου αποτελούσαν τότε ο πατέρας μου Ιωάννης Φωτάκης, 84 χρονών, η μητέρα μου Χρυσή 66 χρονών, τα αδέρφια μου Γιώργης 36 χρονών, Μανόλης 32 χρονών και εγώ 29 χρονών. Τα αδέρφια μου δεν έμεναν στο χωριό. Ο Γιώργης είχε διοριστεί στην Κόρινθο Ειρηνοδίκης και ο Μανόλης στη Βέροια στην Αγροτική Τράπεζα.
Το πατρικό μας σπίτι ήταν το χάλασμα που είναι τώρα δυτικά του σπιτιού του Αλεξαντρογιάννη, κάτω από το σπίτι των Μαυροτσουπάκηδων, στην περιοχή που τη λέγαμε τότε Γρομπολέ, από μια ελέ δική μας που ήταν εκεί.
Την προηγούμενη βραδιά εκείνης της μέρας είχα μείνει και είχα κοιμηθεί στον Τζίγκουνα μαζί με το Φώτη τον Πελαντάκη, το γέρο Σαρτζετάκη και το γιο του, το Ζαχάρη. Εξωμείναμε, γιατί εφοβούμασταν τσοι Γερμανούς, είχαμε και τα έχνη και τα βλέπαμε μην τα κλέψουνε. Τη νύχτα που κοιμούμουνα γροικώ πυροβολισμούς.
(Επεξήγηση επιμελητή ημερολογίου: Οι πυροβολισμοί είναι άγνωστο γιατί έπεσαν. Πιθανότατα προέρχονταν από Γερμανούς, που εκείνη την ώρα ήταν στο δρόμο για το χωριό. Το ζητούμενο είναι γιατί πυροβολούσαν. Αντίσταση δεν συνάντησαν και είναι αντιφατικό να έρχονται νύχτα για να αιφνιδιάσουν τους κατοίκους και από την άλλη να πυροβολούν, πράγμα αντίθετο με το στόχο τους.
Έχει ακουστεί μια εκδοχή πολύ παρακινδυνευμένη: ότι τους πυροβολισμούς έριξε ένας Γερμανός, που έμεινε γνωστός με το όνομα Άρνος, ο οποίος το προηγούμενο διάστημα είχε υπηρετήσει στο φυλάκιό τους στο χωριό, είχε γνωριστεί και είχε αναπτύξει κάποιες σχέσεις με τους κατοίκους και πυροβόλησε για να τους ειδοποιήσει για τον επερχόμενο κίνδυνο. Δύσκολο να γίνει πιστευτό, αδύνατον να αποδειχτεί).
Εξύπνησα. Οι άλλοι δεν τους ακούσανε. Γνώθω το Φώτη.
-Πυροβολισμούς γροικώ, κακό σημείο είναι, του λέω.
Ξυπνώ και τσ’άλλους. Τσ’ακούνε κι αυτοί και λένε το ίδιο.
Τσοι πυροβολισμούς τσοι παίζανε οι Γερμανοί, όντεν έρχονταν από δυτικά κι εμπορούσανε ούλοι οι χωριανοί να φύγουνε από το Σελί, αλλά δεν εφοβηθήκανε. Φύγανε, βέβαια, μερικοί.
Σε λιγάκι λέει ο Σαρτζέτης:
-Εδά θα πάω στο χωριό, να φορτώσω το άλεσμα, να πάω στο μύλο στο Σπήλι να αλέσω, γιατί δεν έχομε ψωμί.
-Κάτσε, του λέω, μην πας, γιατί δεν ξέρεις ήντα γίνεται, μη σε πιάσουνε.
Δεν μ’άκουσενε, επήγε στο χωριό, εφόρτωσε το άλεσμα κι ίσαμε να πάει στο Κάτω Χώρι είχαν έρθει οι Γερμανοί και τόνε γυρίσανε πίσω. Είχανε πιάσει κι άλλους ξενοχωριανούς και τσοι φέρανε στο χωριό κι αν δεν βρίσκανε χωριανούς θελα σκοτώσουνε τσοι ξένους. Εγύρισε κι ο Σαρτζέτης, επήγε στο σπίτι του κι εξεφόρτωσε κι ύστερα δεν επήγε στην εκκλησία με τσ’άλλους, αλλά εχώστηκε ποθές κι ύστερα, όντεν εδώκανε φωτιά στα σπίτια, εκάηκε κι ούτε εβρέθηκε ύστερα. Αυτός κι ο Γιώργης ο Κανακάκης, ο πατέρας του Αντρέα, που έφυγε από την εκκλησία, επήγε κι εχώστηκε κι αυτός κι εκάηκε.
(Επεξήγηση επιμελητή ημερολογίου: Ο Σαρτζετάκης, ο Γιώργης ο Κανακάκης “Κατσουρίδης”, ο Μιχάλης Βαβουράκης “Ηλιομιχάλης”, ο Μανόλης Κανακάκης “Βρουλίτης”, δεν εκτελέστηκαν με τους άλλους στις Κάμερες. Δεν ήταν στον κατάλογο των προς εκτέλεση. Οι δυο πρώτοι μάλλον καταπλακώθηκαν από τα χαλάσματα των σπιτιών που κρύφτηκαν, ο τρίτος βρέθηκε νεκρός στο Μελισσόκηπο και το πτώμα του τέταρτου βρέθηκε στο Ριζόπλακο. Ο Σήφης ο Κανακάκης, επίσης, δεν ήταν στον αρχικό κατάλογο, αλλά μάλλον τον βρήκαν κρυμμένο και τον εκτέλεσαν μετά).
Στο Τζίγκουνα ήρθανε ο Κωστής ο κουνιάδος μου, (Βαβουράκης, ο Γεροκώστας) κι ο Δασκαλούρης (Νικ. Γ. Φωτάκης) και τσοι ρωτήξαμε είντα γίνεται στο χωριό. Μας είπανε πως δεν ξέρανε, αλλά φοβόντουσαν πως θα το κάψουνε. Έτσι εμείναμε εκεί. Αργότερα είδαμε καπνούς και καταλάβαμε πως εδώκανε φωτιά.
Παίρνομε, λοιπόν, τα έχνη με το Φώτη και πάμε στσι Μέλλαμπες. Εγώ επήγαν στου γιατρού του Βουλγαράκη. Η μάνα μου είχε σηκωθεί πρωί πρωί κι είχε πάει στον Κάτω Κέρα να ποτίσει, πριν να’ρθουνε οι Γερμανοί. Τον πατέρα μου, που ήτανε γέρος, τόνε πήρανε με τσ’άλλους και τόνε πήγανε στο Σπήλι.
Είχα ένα σύντεκνο στη Μουρνέ που τόνε λέγανε Γεώργιο Παπαδάκη. Όντεν έμαθε πως ο πατέρας μου ήτανε στο Σπήλι, επήγε και τον έφερε στη Μουρνέ. Η μάνα μου στον Κάτω Κέρα έμαθε πως καίνε το χωριό κι έφυγε από κει κι ήρθενε στσι Μέλαμπες στου γιατρού και μ’ήβρενε. Μετά από δυο τρεις μέρες είχαμε μάθει πως ο γέρος ήτανε στη Μουρνέ και μου λέει ο Μανόλης του Καλλιοτζή ο αδερφός (Γιαννακάκης):
-Θα πάω να σου φέρω το γέρο.
Καβαλλικεύει τη φοράδα, πάει στη Μουρνέ και τόνε φέρνει. Ύστερα επήγα εγώ και βρήκα ένα σπίτι κι εμέναμε. Ήτανε ενός Χαρίδημου Γιαννακάκη από την Αγία Γαλήνη. Στο διάστημα που ήμασταν στσι Μέλαμπες οι Μελαμπιανοί μας εβοηθήσανε. Θυμούμαι μια φορά και μου΄χενε δώσει ο Καράλης ένα παντελόνι. Τόνε ρωτώ πόσο κάνει και μου λέει:
-Δυο οκάδες λάδι, μα σου το χαρίζω. Δε θέλω πλερωμή. Μας εδίνανε και τρόφιμα κι ότι είχανε.
Ο θείος μου ο Μιχάλης (Φωτάκης) επήγε στην αρχή στα Σαχτούρια, στο Μύρο, τον αδερφό τση μάνας τους. Ύστερα ήρθανε στσι Μέλαμπες οι γαμπροί, ο Νικολής (Βαβουράκης) κι ο Πέτρος (Λεβεντάκης) κι εμείνανε κι εφέρανε το θείο μου με την οικογένειά του εκεί. Μετά εκάμανε και το προξενιό τση Καλλιόπης με τον Καλλιοντζή.
Στσι Μέλαμπες εγνώρισα ένα γέρο που τόνε λέγανε Φουτομιχάλη. Αυτός εκαθότανε πολλές φορές στο δρόμο, όξω από του γιατρού το σπίτι με τον πατέρα μου και εκουβεντιάζανε και καμιά φορά εκάθομουν κι εγώ, γιατί τα έχνη μας τα έβλεπε ο Βαγγέλης, του Καλλιοντζή ο αδερφός. Μου λέει ο Φουτομιχάλης:
-Ξέρεις από πού αποσέρνομε εμείς οι Φωτάκηδες;
-Όχι, του λέω, δεν ξέρω.
-Άκουσε, λοιπόν. Είχα έναν αδερφό, που τόνε λέγανε Αγαπητό, που είχενε πάει με το Βενιζέλο στο Θέρισσο κι ύστερα, όντεν εγίνηκε πρωθυπουργός, τόνε διόρισε κλητήρα σε μια Τράπεζα. Αυτός είχενε γράψει ένα οικογενειακό δέντρο για τσοι Φωτάκηδες. Έλεγενε, λοιπόν, πως ήτανε ένας που τόνε λέγανε Φώτη στα Σφακιά, στη Σκαλωτή. Αυτός έκαμε ένα φονικό και μετά, για να μην τόνε σκοτώσουνε, έφυγεν από κει και γύρευε έναν απόμερο τόπο να μην τόνε βρούνε.
(Επεξήγηση επιμελητή ημερολογίου: Η ερμηνεία της οικογενειακής προέλευσης και της καταγωγής είναι χαρακτηριστική. Πολλές οικογένειες στην Κρήτη, στο νότιο Ρέθυμνο ειδικά και στη Μεσσαρά, ανάγουν την καταγωγή τους από την περιοχή των Σφακίων. Κοινή αιτία ο φόνος και η απομάκρυνση από εκεί για το φόβο της τιμωρίας ή των αντιποίνων είτε από τους Τούρκους είτε από τους ντόπιους. Η αναφορά στην καταγωγή από τα Σφακιά, συχνά πλαστή, ήταν και ο λόγος εξύψωσης της οικογενειακής ρίζας).
Όντεν επέρνανε από τσι Μέλαμπες, έμεινε εκεί. Ύστερα αυτός έκαμε το Φώτης, επώνυμο Φωτάκης. Απ’αυτόν προέρχονται οι Φωτάκηδες, όπου κι αν είναι. Μέλαμπες, Κρύα Βρύση, Αποδούλου, Αχτούντα. Αυτό θα πρέπει να γίνηκε γύρω στα 1800. Στο χωριό εγύρισα κατά τον Οχτώβρη, όταν εφύγανε οι Γερμανοί κι οπισθοχωρήσανε στα Χανιά. Στο σπίτι μου, αυτό που εμείναμε μετά, που πριν ήταν του θείου μου του Μανολιό (Φωτάκη), έμενε ο Σήφης ο Κανακάκης, που του το είχαμε παραχωρήσει. Αυτόν τόνε σκοτώσανε οι Γερμανοί.
Το σπίτι αυτό, όπως και τα διπλανά, του Χατζηδονικολή (Νικ. Φωτάκη) και του Πέτρου Πετρακάκη δεν εκαήκανε. Οι Γερμανοί είχανε δώσει φωτιά από το σπίτι του θείου μου του Μιχάλη (Φωτάκη). Αυτό εκάηκενε, αλλά η φωτιά εσταμάτησε στου Χατζηδονικολή και δεν επροχώρησε.
Εγώ, λοιπόν, έμεινα στο σπίτι μου με τσοι γερόντους. Δεν είχε χαλάσει ούτε η φάμπρικα κι αλέσαμε τσ’ελιές, εγώ κι οι άλλοι, όσοι είχαμε. Παραβεντέμα ήτανε.
Όταν εφύγανε οι Γερμανοί κι εγίνηκε Κυβέρνηση στο κράτος μας, μας εβάλανε κι εδηλώσαμε είντα΄χασεν ο καθένας (λάδι, καρπό κλπ.). Από τσι δηλώσεις που εκάμαμε εμείς και τ’άλλα καμμένα χωριά, επήρενε επανορθώσεις η Κυβέρνηση οι οποίες ήταν δικές μας, αλλά δεν μας έδωσε τίποτα.
(Επεξήγηση επιμελητή ημερολογίου: Για τις γερμανικές επανορθώσεις, από την Έκθεση του Γενικού λογιστηρίου του κράτους προκύπτουν:
α. Δεν έχει καταβληθεί κάποιο ποσό για την αποπληρωμή του κατοχικού δανείου.
β. Δεν αποζημιώθηκαν ιδιώτες για υλικές ζημιές που υπέστησαν κατά τη διάρκεια της Κατοχής στις ιδιωτικές περιουσίες.
γ. Καταβλήθηκαν 115.000.000 γερμανικά μάρκα υπέρ των Ελλήνων υπηκόων που θίχτηκαν από τις διώξεις των Γερμανών.
δ. Καταβλήθηκαν 4.800.000 γερμανικά μάρκα για αφαιρεθέντα καπνά.
Εκτός από αυτά υπάρχουν διεκδικήσεις αρκετών δισεκατομμυρίων δολαρίων που επιδικάστηκαν υπέρ της Ελλάδας εις βάρος της Γερμανίας σε διεθνείς διασκέψεις για την καταστροφή στις κρατικές υποδομές – οικονομικές και άλλες – για το αναγκαστικό δάνειο που έλαβαν οι κατοχικές δυνάμεις και για τις αποζημιώσεις προς τα θύματα της θηριωδίας των γερμανικών στρατευμάτων σε βάρος των κατοίκων 100 ολοκαυτωμένων χωριών και πόλεων. Με διάφορους χειρισμούς η Γερμανία κατάφερνε επί δεκαετίες να αναβάλλει την εκπλήρωση των υποχρεώσεων αυτών, αλλά και οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν έθεταν ποτέ το θέμα σε προτεραιότητα και δεν διεκδίκησαν με σθένος τα απαιτούμενα).
Ύστερα που εκάμαμε το εργοστάσιο (το ελαιουργείο), μας εδώκανε μια γερμανική μηχανή και μας είπανε πως ήτανε από επανορθώσεις, μα εμείς την επληρώσαμε. Ύστερα από δυο χρόνια εφέρανε τράβες, σουηδικά ξύλα ωραία κι από κειανά μας εδώκανε. Εμένα μου δώκανε 800 πόντους. Εδίνανε και στάρι, ì’μανιτόμπα” θαρρώ πως το λέγανε. Ύστερα οι Αμερικάνοι εκάμανε το σχέδιο Μάρσαλ για να βοηθήσουνε τσι κατεστραμμένες χώρες. Από τα λεφτά κειανά εχτίστηκενε κι η ΒΙΟ στο Ρέθυμνο.
Στο Κάτω Χώρι που χτίστηκε με την ανοικοδόμηση, σπίτια επήρανε όσοι είχανε θύματα. Εμείς δεν είχαμε, το σπίτι μας δεν είχε καεί κι έτσι δεν επήραμε Κάποιοι, βέβαια δεν εδικαιούντανε, αλλά πήρανε με μέσον.
Εδώκανε, επίσης, και ζώα, μουλάρια. Εγώ είχα και δεν επήρα.
Όταν εγυρίσαμε στο χωριό, από εισοδήματα δεν εβρήκαμε τίποτα. Λάδια, καρπό, όσα ζώα βρήκανε οι Γερμανοί τα πήρανε. Εγώ τα ζώα τα είχα πάρει στσι Μέλαμπες και δεν τα έχασα. Εκλέφτανε κιόλας. Εμένα μου είχανε κλέψει μια μεσόπορτα».
* Ο Γεώργιος Α. Καλογεράκης είναι Δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Καστελλίου