Ο Γιάννης Κουντάκης γεννήθηκε στο Καστέλλι Πεδιάδος το έτος 1948. Γονείς του ήταν ο Μιχάλης και η Σταματία Κουντάκη (η καταγωγή της μητέρας του από το Σμάρι Πεδιάδος). Το έτος 1969 παρουσιάστηκε στις τάξεις του στρατού να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία. Επιλέχτηκε ως Υποψήφιος Έφεδρος Ανθυπολοχαγός και μετά τη θητεία του στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών Πεζικού, ορκίστηκε Έφεδρος Ανθυπολοχαγός. Το 1971, πριν λήξει η στρατιωτική του θητεία, αιτήθηκε την παραμονή του στον στρατό με ανακατάταξη.
Η ανακατάταξή του εγκρίθηκε και συνέχισε να υπηρετεί την πατρίδα με τον βαθμό του Ανθυπολοχαγού Πεζικού στο Τάγμα Εθνοφυλακής Αγίου Νικολάου Λασιθίου. Του ανατέθηκαν καθήκοντα Διοικητή του 2ου λόχου Ιεράπετρας. Μέσα του όμως είχε γεννηθεί η ιδέα ότι το χουντικό καθεστώς που κυβερνούσε τη χώρα έπρεπε να φύγει και να επανέλθει η δημοκρατία. Ο απότακτος επισμηναγός του καθεστώτος Γιάννης Μαυραντωνάκης, τον μύησε σε αντιστασιακή οργάνωση κατά της χούντας και ξεκίνησε με τη σειρά του να εντάσσει σ’αυτήν πατριώτες από την Ιεράπετρα.
Οι Ιεραπετρίτες Φαητός Παναγιώτης, Σκύβαλος Μανόλης, Τσαντηράκης Παύλος και Μανιαδάκης Αντώνης, έγιναν μέλη της. Οι συναντήσεις των μελών της οργάνωσης έγιναν γνωστές στα χουντικά αποβράσματα με αποτέλεσμα τη Δευτέρα 10 Ιουλίου 1972, ο Γιάννης Κουντάκης να αποφασίσει να εγκαταλείψει την Κρήτη ώστε να μην πέσει στα χέρια τους. Με μια ψαρόβαρκα του Διονυσίου Δοριάκη, (χωρίς να το γνωρίζει ο ιδιοκτήτης της), φεύγει από το λιμάνι της Ιεράπετρας με προορισμό την Αίγυπτο.
Μετά από ένα ταξίδι έξι ημερονυκτίων, το Σάββατο 15 Ιουλίου 1972 η ψαρόβαρκα τσακίστηκε στα βράχια των ακτών της Αιγύπτου, με τον Γιάννη Κουντάκη σε ημικωματώδη κατάσταση να χάνει τις αισθήσεις του. Το τι ακολούθησε, αμέσως μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας στη χώρα μας το 1974, ο Ανθυπολοχαγός Γιάννης Κουντάκης το καταγράφει με γραφομηχανή της εποχής. Το κείμενό του αποτελείται από 11 σελίδες διαστάσεων 17Χ23 εκατοστών και από δύο χειρόγραφα σημειώματα που τις συνοδεύουν, διαστάσεων 13Χ18 εκατοστών.
Με μεγάλο σεβασμό και διατηρώντας την ορθογραφία του δακτυλογραφημένου κειμένου, παρουσιάζουμε το συγκλονιστικό ντοκουμέντο της περιπέτειας του Γιάννη Κουντάκη, των χρόνων που η χώρα μας είχε μπει στον «γύψο» από τα ανδρείκελα της ιστορίας Παπαδόπουλο, Πατακό, Μακαρέζο, Αγγελή και την παρέα τους. Γράφει ο Γιάννης Μιχαήλ Κουντάκης:
«Από την 9/4/1971 υπηρετούσα ως Έφεδρος Ανθυπολοχαγός εις Τ.Ε. Αγίου Νικολάου και συγκεκριμένα Δ/τής 2ου Λόχου Ιεράπετρας. Ήδη από την μετάθεσίν μου εις Τ.Ε. Αγίου Νικολάου, ενισχύθη η αντίθεσις την οποίαν είχα δημιουργήσει μέσα μου προς την δικτατορικήν κυβέρνησιν περισσότερον παρά ποτέ. Εις τούτο συνετέλεσεν η Μονάς που υπηρετούσα εκ της ιδιότητός της ως Στρ/κής Δ/σεως Λασιθίου. Κύρια καθήκοντά μου ήτο η καθ’ολοκληρίαν Δ/σις του Νομού εις όλους τους τομείς.
Από το μικρό αυτό κομμάτι αντελήφθην τον πραγματικόν τρόπον που κυβερνούσαν την Ελλάδα, οι Εθνοσωτήρες. Οι παρανομίες και οι ατιμίες που αντίκρυσαν τα μάτια μου με έκαναν να επαναστατήσω και ωρκίσθηκα ότι οι μελλοντικές πράξεις μου θα ήταν ένας διαρκής πόλεμος με ότι μέσον διέθετα για την απποκατάστασιν της Ελευθερίας μας.
Γνωριζόμουνα από καιρό με τον απότακτον Επισμηναγόν της 21ης Απριλίου Μαυραντωνάκην Ιωάννην, ο οποίος λόγω της αντιθέσεώς του προς την Κυβέρνησιν υφίστατο διώξεις και ταλαιπωρίες, είχε δε δημιουργηθή μεταξύ μας παρ’όλην την διαφοράν ηλικίας, μία ειλικρινής φιλία και αμοιβαία εμπιστοσύνη βασιζόμενη στις ίδιες δημοκρατικές αρχές και αντιλήψεις.
Τον Σεπτέμβριον του 1971, έπειτα από συνάντησιν που είχα με τον Μαυραντωνάκην εις Ιεράπετραν, μου εγένετο καταγγελία εις Πέμπτην (V) Μεραρχίαν, η οποία διέταξε το Τ.Ε. Αγίου Νικολάου να ενεργήση Διοικητικήν εξέτασιν εις βάρος μου και να ερευνηθούν αι σχέσεις μας.
Εις την απολογίαν μου μόλις κατόρθωσα και έπεισα τον ενεργούντα την εξέτασιν Ταγματάρχην Π.Β. Σπανόν Νικόλαον ότι δεν είχα σχέσεις με τον εν λόγω Μαυραντωνάκην αλλά απλώς του μιλούσα ως συγχωριανός και γνωστός του. Με απείλησεν ότι μελλοντικά αν συνέβαινε τίποτα το επιλήψιμο μαζί μου, θα με περνούσαν στρατοδικείο και θα με έδιωχνεν. Έκτοτε ήμουν πολύ προσεκτικός γιατί καταλάβαινα ότι μια νέα αφορμή θα ήταν μοιραία για μένα.
Με τον Μαυραντωνάκην τις επόμενες φορές συναντώμεθα πάντα βράδυ εις την οικίαν του εις Καστέλλι Πεδιάδος. Εις συνάντισιν που είχαμε τον Απρίλιον 1972 μου είπεν ότι έπρεπε να εύρω μερικούς ανθρώπους έμπιστους και οι οποίοι θα ήταν αποφασισμένοι να δράσουν όταν θα ερχόταν η κατάλληλος στιγμή κατά του καθεστώτος.
Συγκεκριμένα, επρόκειτο να πραγματοποιηθή κίνημα εις Κρήτην κατά της επαναστάσεως και το οποίον ωργανούτο εις το εξωτερικόν από τον Νικήτα Βενιζέλον και από άλλους εξορίστους Έλληνες. Αποστολή μου θα ήταν την ωρισμένην ημερομηνίαν όταν θα επραγματοποιείτο το κίνημα, να ακινητοποιήσω τους επικεφαλής των Στρ/κών και Δημοσίων υπηρεσιών, (Νομάρχην, Στρ. Δ/την Χωρ/κής, Ρ/Σ Ιεράπετρας).
Μετά την συζήτησίν μας, προσπαθούσα λαμβάνοντας όλες τις προφυλάξεις να συναντήσω τους καταλλήλους ανθρώπους οι οποίοι θα προσχωρούσαν εις την ωργάνωσιν. Συνομίλησα ξεχωριστά με τους : Φαητόν Παναγιώτην, Δ/ντήν Μονοπωλίου Ιεράπετρας, Σκύβαλον Εμμανουήλ, τ. αιρετόν Αντ/ρχον, Τσαντηράκην Παύλον, Γραμματέα Μητροπόλεως και Μανιαδάκην Αντώνιον, επιπλοποιόν. Οι ανωτέρω άπαντες εμπνεόμενοι από πατριωτικά και δημοκρατικά αισθήματα ήταν έτοιμοι να θυσιασθούν προσφέροντες την ζωήν τους και τις οικογένειές τους για την Πατρίδα.
Μετά από πολλές συναντήσεις που είχα με τον καθένα ξεχωριστά και αφού ήμουν απολύτως βέβαιος για την εμπιστοσύνην και την εχεμύθειά των, τους απεκάλυψα τις ενέργειες που θα κάναμε όταν ερχόταν η στιγμή, αφού τους συνέστησα συγχρόνως να είναι προσεκτικοί για να μην δημιουργήσουν υποψίες γύρω από τα άτομά τους.
Κατά το διάστημα Απριλίου, Μαΐου, Ιουνίου 1972, είχα μετά του Μαυραντωνάκη και άλλες συναντήσεις και του ανέφερα ότι ήμουν έτοιμος. Αυτός μου είπεν ότι το σχέδιον ανεβάλλετο προς το παρόν και ότι θα εκτελεσθή τέλος του 1972 με αρχάς του 1973. Όλην αυτήν την εποχήν με κατείχε νευρικότης και αγωνία μήπως μάθαιναν τίποτα, μήπως με πρόδιδε κανείς και πάντα κοιμώμουνα με τον φόβον ότι την επομένην θα με συνελάμβανον.
Τον τελευταίο καιρό είχα παρατηρήσει μία παράξενη συμπεριφορά εκ μέρους της Μονάδος μου. Συνεχώς με έπαιρναν τηλέφωνο ο Δ/τής και υποδ/τής και μου έκαναν συχνές εφόδους, είχα σχηματίσει την εντύπωση ότι τα ήξεραν όλα, αλλά με άφηναν επίτηδες παρακολουθώντας με για να ανακαλύψουν περισσότερα.
Την παραμονήν της αναχωρήσεώς μου εις το εξωτερικόν μου τηλεφώνησεν ο Αξ/κός Πληρ/ών Ταγ/ρχης Σπανός Νικόλαος και με κάλεσεν να ευρίσκομαι την επομένην λίαν πρωί εις την Μονάδα μου λέγοντάς μου εις τόνον σκληρόν και αινιγματικόν. Αύριο Κε Κουντάκη που θα έλθης θα τα συζητήσουμε και θα δω τι θα σκαρφιστής πάλι για να γλιτώσης. Εξετάζοντας την κατάστασιν, υπό το πρίσμα της υποψίας και της αγωνίας που με κατείχε, ενόμισα ότι με πρόδωσαν.
Σκέφτηκα πολλές ώρες και κατέληξα στην απόφαση ότι έπρεπε να φύγω, ίσως να μην στάθμησα όλους τους παράγοντες, ίσως ένας άλλος άνθρωπος να μην σκεφτόταν ποτέ έτσι, υπό άλλες συνθήκες δεν θα έφευγα ποτέ μου κι αν μου πρόσφεραν εκατομμύρια. Το ξέρω όπως το ήξερα και τότε, ότι ήταν μία παράτολμη απόφαση. Αναλογιζόμουνα όμως την προσφοράν μου για την Δημοκρατίαν. Αναλογιζόμουνα ότι η φυγή μου θα τους ανεστάτωνε, θα είχε δυσμενείς επιπτώσεις για την Κυβέρνησιν στο εξωτερικό.
Εκεί που θα πήγαινα, θα αφιέρωνα όλες τις δυνάμεις μου και θα βοηθούσα για την αποκατάστασιν της Ελευθερίας μας. Μετά απ’αυτές τις σκέψεις κατέβηκα στην προβλήτα όπου σε παρακείμενον μπαρ ήπια μερικά ποτά με σκοπόν να σταθεροποιήσω μέσα μου την απόφαση που είχα πάρει. Εν συνεχεία μεταβαίνω κρυφά εις την αλιευτικήν λέμβον του Δοριάκη Διονυσίου. Είχα αποφασίσει να φύγω μ’αυτήν χωρίς να το γνωρίζει ο ιδιοκτήτης της.
10 Ιουλίου 1972. Δευτέρα. Στις 24.00 μεταβαίνω εις το γραφείον μου και παίρνω μαζί μου το υπηρεσιακόν περίστροφον, ένα κουτί φυσίγγια, δύο χάρτες της παραθαλασσίου περιοχής και λίγα τρόφιμα. Εν συνεχεία μεταβαίνω εις την προβλήταν και επιβιβάζομαι επί της λέμβου. Πρωτού ανέλθω επί του σκάφους και παρά τις προφυλάξεις που ελάμβανα, με αντελήφθην ο ιδιώτης Βουζουνεράκης Πέτρος και τον οποίον αφού ώρκισα ότι δεν θα έλεγε τίποτα σε κανέναν, του εφανέρωσα τον σκοπόν της αναχωρήσεώς μου. Ακολούθως επιβιβάζομαι και ξεκίνησα προς νότον.
Δεν θα σας μεταφέρω λεπτομέρειες του ταξιδιού μου, δεδομένου ότι δεν θα μου έφτανε μια ολόκληρη ζωή για να διηγηθώ τι τράβηξα, ταξίδεψα έξι ημερόνυκτα. Τα καύσιμα με έφθασαν μόνον για 20 ώρες περίπου. Συνέχισα με το πανί και μερικές κουβέρτες που άπλωσα στο κατάρτι. Είχε συνέχεια μεγάλη θαλασσοταραχή. Δύο ημερόνυκτα ήμουν δεμένος στο κατάρτι επειδή υπήρχε φόβος να με παρασύρη η θάλασσα η οποία σκέπαζε συνεχώς το καΐκι. Την ημέρα προσανατολιζόμουν με τον ήλιο και τη νύκτα με τον πολικόν αστέρα.
Το νερό με έφθασε για δύο ημέρες, δεν έφαγα σχεδόν τίποτα και δεν κοιμήθηκα σ’όλο το διάστημα του ταξιδιού. Τις απογευματινές ώρες του Σαββάτου 15 Ιουλίου 1972 το σκάφος προσήραξεν στις ακτές 15 χιλιόμετρα δυτικώς του Σίντι Μπαράνι, κοντά στα σύνορα Αιγύπτου Λιβύης. Εκεί με παρέλαβεν ημιθανήν η Αστυνομία και με μετέφεραν εις κωματώδη κατάστασιν εις Σίντι Μπαράνι προσφέροντάς μου τις πρώτες βοήθειες. Την επομένην με πήγαν εις την Ασφάλειαν της Μάρσα Ματρούχ όπου με ανέκριναν 3 ημέρες.
Εις τις πρώτες ερωτήσεις σχετικά με το ποίος ήμουν και τι μου συνέβη, τους απήντησα ότι είμαι φυγάς Αξ/κός από την Ελλάδα λόγω της αντιθέσεώς μου προς την δικτατορικήν Κυβέρνησιν, ότι ανήκω εις ωργάνωσιν και ότι επιθυμία μου ήτο αν μπορούσαν να με βοηθήσουν να μεταφερθώ εις Ιταλίαν. Μου απήντησαν ότι τούτο ήταν θέμα ανωτέρων των. Εν συνεχεία, από Μάσα Ματρούχ μετεφέρθην εις Αλεξάνδρειαν όπου παρέμεινα άλλες 3 ημέρες εις άλλην μυστικήν υπηρεσίαν επαναλαμβάνοντας κι εκεί τα ίδια πράγματα.
Εις την Αλεξάνδρειαν μου επέτρεψαν και έκανα δηλώσεις εις τον τύπον (μεταξύ των μέσων ήταν και το BBC), όπου εκατηγόρησα την Χούντα, για τα αίσχη που γινόταν εις την Ελλάδα. Μετά την Αλεξάνδρειαν μετεφέρθην στο Κάιρο και παρέμεινα εις στρατ. καταυλισμό 16 ημέρες. Με ανέκριναν 2 φορές για διάφορα γενικά θέματα όσον αφορά τις σχέσεις Ελλάδος – ΗΠΑ. Εις ερωτήσεις μου σχετικά με το τι θα απογίνω, μου απήντησαν ότι από εκεί θα μεταφερθώ εις την Ασφάλειαν Καϊρου της οποίας είναι αρμοδιότης η μετάβασίς μου εις άλλο κράτος.
Πράγματι μετά 16 ημέρες παραμονής μου μετεφέρθην εις την Ασφάλειαν Καϊρου. Εκεί με ανέκριναν και πάλιν τυπικώς και στο τέλος με ρώτησαν τι ήθελα από την Αιγυπτιακήν κυβέρνησιν, αν μπορούσαν να με βοηθήσουν. Τους επανέλαβα την θέλησίν μου να μεταβώ εις Ιταλίαν.
Όπως με εβεβαίωσεν ο ασχολούμενος μ’εμένα Συν/ρχης της εκεί Ασφαλείας, την επομένην θα ερχόταν εις επαφήν με την Ιταλικήν πρεσβείαν και θα κύταζαν τι θα γινή. Όντως την επομένην παρουσία και του εκτελώντος χρέη διερμηνέως Δ/ντού Ελληνικού κέντρου Καϊρου ονόματι Γιώργου, τηλεφώνησεν εις την Ιταλικήν πρεσβείαν και είπεν σχετικά με την περίπτωσίν μου αν μου χορηγούσαν άσυλο ή όχι. Η πρεσβεία απήντησεν, ότι το θέμα δεν έγκειτο εις την ιδικήν της έγκρισιν αλλά έπρεπε να λάβη εντολήν κατ’ευθείαν από την Ιταλικήν κυβέρνησιν.
Προς τον σκοπόν δε αυτόν θα έκαναν τηλέτυπο εις την Ιταλίαν και η απάντησις θα ερχόταν από τις 2 έως τις 5 το απόγευμα της ίδιας ημέρας. Ο Αξ/κός διερμηνεύς κι εγώ γευματίσαμε πρόχειρα αναμένοντας την απάντησιν.
Πράγματι στις 4 το απόγευμα κτύπησε το τηλέφωνο και ο Αξ/κός μετά το πέρας της συνομιλίας του μου διεβίβασεν με χαράν ζωγραφισμένην εις το πρόσωπόν του τα εξής: Αυτήν την στιγμήν η Ιταλική πρεσβεία απήντησεν ότι μου χορηγούσαν Π. Άσυλο, ότι με δεχόταν εις την χώραν τους. Μετά ταύτα μου είπεν ότι θα αναχωρούσα την επομένην το απόγευμα με την Alitalia και πως θα κανόνιζε αυτός τις διαδικαστικές πράξεις σχετικά με την αναχώρησίν μου.
Αργά πλέον αφού τελειώσαμε μου είπεν ότι ήμουν ελεύθερος αν είχα γνωστούς ή φίλους στο Κάιρο να φύγω και να επέστρεφα την επομένην για να μου ετοιμάσουν τα χαρτιά μου να φύγω. Μπορεί να με εξέπληξεν τότε αυτή πρότασις η οποία φαινομενικά να έκρυβεν κάποιον δόλον. Αλλά δεν παύω να πιστεύω μέχρι σήμερα ότι δια τα μετέπειτα γεγονότα που συνέβησαν δεν ήτο αναμεμιγμένη η Ασφάλεια Καϊρου και ότι είμαι βέβαιος δια την ειλικρίνιαν των διαδραματισθέντων εκεί.
Πιθανώς η παράδοσίς μου να εγένετο από άλλην αστυνομικήν υπηρεσίαν, δεδομένου ότι απ’ότι αντελήφθην εκεί αι αστυνομικαί και στρατιωτικαί υπηρεσίαι είναι σχεδόν απομονωμέναι μεταξύ των χωρίς να υφίσταται συνεργασία. Του απήντησα ότι δεν είχα κανένα αλλά συγχρόνως επειδή ήθελα πολύ να ξεφύγω από το περιβάλλον των ανακρίσεων έπειτα από τόσον καιρό, παρεκάλεσα τον διερμηνέα αν μπορούσε αυτός να με φιλοξενήση στο σπίτι του.
Μου απήντησεν ευχαρίστως και αφού έλαβεν σχετικήν άδειαν από τον εν λόγω αξ/κόν, μετέβημεν εις την οικίαν του. Εκεί συνήντησα και τον υιόν του όστις ήτο Δ/ντής της αερ. εταιρείας Alitalia Καϊρου και ο οποίος μου είπεν ότι έχει ειδοποιηθή σχετικώς με την αναχώρησίν μου εκ μέρους της ασφαλείας, δια να μου κρατήση θέσιν με την πτήσιν της επομένης.
Την επομένην ο διερμηνεύς με παρέδωσεν εις την Ασφάλειαν και έφυγεν. Ο αξ/κός αφού τακτοποίησε διάφορα χαρτιά μου, τα έβαλλεν εις ένα φάκελον και με απεχαιρέτισεν δακρυσμένος λέγοντάς μου: Από εδώ θα σε συνοδεύση ένας άνθρωπός μας και θα μεταβήτε εις την Αστυνομία, όπου θα σου φτιάξουν ένα πρόχειρον passport και θα σε ωδηγήσουν εν συνεχεία αυτοί εις το αεροδρόμιον για να φύγης.
Πράγματι έτσι έγινε. Το όργανόν τους με παρέδωσεν εις την Αστυνομίαν και έφυγεν. Εκεί μόλις μπήκα, αντελήφθην εξ ενστίκτου ότι κάτι δεν πήγαινε καλά σχετικώς μ’εμένα. Κάτι ματιές παράξενες, κάτι ειρωνείες, επειδή δεν καταλάβαινα τι έλεγαν στην γλώσσα τους, σχημάτισα μέσα μου ένα κακό προαίσθημα το οποίο στο τέλος κατέληξε πραγματικότης. Το απόγευμα με μετέφεραν εντός του Καϊρου εις φυλακές αι οποίαι μάλλον πρέπει να ήταν τμήμα μεταγωγών.
Εκεί έμεινα δύο βράδυα και επείσθην πλέον ότι το παιγνίδι ήτο χαμένο για μένα. Δεν επίστευα όμως επ’ουδενί λόγω ότι με κορόιδεψαν από την Ασφάλεια και ότι όλα όσα μου είπαν και έπραξαν ήταν σκηνοθεσία. Εμπάς περιπτώσει ενόσω ακόμα βρισκόμουν εκεί είχα ελπίδες. Τελικά την επομένην το προαίσθημά μου βγήκε αληθινό. Πρωί πρωί με παρέλαβεν συνοδεία με χειροπέδες και κατόπιν συντόμου διαδρομής με παρέδωσαν εις το Ελληνικόν Προξενείον Καϊρου.
Δεν θα λησμονήσω ποτέ την απογοήτευση και την λύπην που ένοιωσα την στιγμήν εκείνην. Μέσα εις το Προξενείον βρισκόταν ο Γενικός Πρόξενος Καϊρου και ο Στρατιωτικός Ακόλουθος της Ελληνικής πρεσβείας Α/ρχης μανουσακάκης ιωάννης. Κατά την συζήτησιν που διημύφθη μεταξύ μας και εις ερωτήσεις μου σχετικά με το πώς κατόρθωσαν και με παρέλαβαν, μου είπεν ο μανουσακάκης ότι είχεν εντολήν από τον στρατηγόν αγγελήν να μη με αφήσουν να φύγω εις την Ιταλίαν πάσει θυσία και ότι η εδώ Ελληνική πρεσβεία εδωροδόκησεν ανθρώπους εις την Αιγυπτιακήν Αστυνομίαν οι οποίοι με παρέδωσαν τελικώς εις αυτούς.
Την ιδίαν ημέραν 7/8/1972 τακτοποίησαν τα χαρτιά μου, μου έβγαλαν πρόχειρο διαβατήριο και με μετέφεραν εις το αεροδρόμιον Καϊρου, για να επιστρέψω εις την Ελλάδα με την Ολυμπιακήν. Το βράδυ στις 19.00 η ώρα, αφού επιβιβάσθην εις το αεροσκάφος, είπα σε μία αεροσυνοδό τα εξής: Αφού επιστρέφω παρά την θέλησίν μου εις την Ελλάδα, πώς είναι τόσο σίγουροι ότι δεν θα προσπαθήσω να τους εμποδίσω κατά τη διάρκεια του ταξιδιού ;
(Σημ.: Σε ερώτησή μας προς τον Γιάννη Κουντάκη να μας περιγράψει με λεπτομέρειες τον διάλογο που είχε με την αεροδυνοδό, ανέφερε ότι τα παραπάνω λόγια τα είπε στην κοπέλα κρατώντας με τις άκρες των δακτύλων του το μεταλλικό πιρούνι που του έδωσαν για το φαγητό, ακουμπώντας το στον λαιμό της).
Η αεροσυνοδός προφανώς μετέφερε τις σκέψεις μου εις τον πιλότον ο οποίος τελικώς αρνήθηκε να ξεκινήση μαζί με εμένα. Εις πιέσεις ακόμα και απειλές που υφίστατο από τον στρατιωτικό ακόλουθο, τον γενικό πρόξενο και από άλλους διπλωματικούς υπαλλήλους, ούτος αρνείτο κατηγορηματικά να με παραλάβη. Τελικά το αεροσκάφος ανεχώρησεν χωρίς εμένα, έχοντος 3 ώρες καθυστέρησι. Καταλάβαινα το μίσος τους εκείνη την στιγμήν για μένα, αλλά σαν καλοί διπλωμάται και υποκριταί, δεν φανέρωσαν τίποτε.
Με πήγαν εις την αίθουσαν του αερολιμένος όπου παρέμεινα 2 ημέρας υπό φρούρησιν. Συνεχώς ερχόταν και με επισκεπτόταν ο γενικός πρόξενος, ο στρατιωτικός και ναυτικός ακόλουθος με προσποιητό ενδιαφέρον. Μου έφερναν χρήματα, εφημερίδες και μου έδειναν συμβουλές μην προσπαθήσω και αποδράσω, διότι εις την Ελλάδα δεν θα με πειράξουν καθόλου και άλλα πολλά λόγια, με πάντα ζωγραφισμένη την ανησυχία στα πρόσωπά τους.
Την Τετάρτην 9/8/1972 αφίχθη εις το Κάιρο αεροσκάφος της Ολυμπιακής, προερχόμενο εκ Δ. Γερμανίας. Εντός αυτού υπήρχε υπάλληλος του Υπουργείου Εξωτερικών ο οποίος ήλθεν ειδικά για να με παραλάβη. Αφού μου έκαναν εξονυχιστικό έλεγχο, με επεβίβασαν στο αεροσκάφος, κάθισα με χειροπέδες ανάμεσα στον μανουσακάκη και στον υπάλληλο και ανεχωρήσαμε. Εις το αεροδρόμιον του Ελληνικού, με παρέλαβον Αξ/κοί και οπλίται του ΕΑΤ-ΕΣΑ εν πολιτικώ περιβολή εις τους οποίους με παρέδωσεν ο μανουσακάκης ιωάννης.
Επιβιβάσθημεν εις 2 αυτοκίνητα και ξεκινήσαμε για το ΕΑΤ-ΕΣΑ. Επικεφαλής της συνοδείας ήταν ο λοχαγός μπέλλος. Τα όσα διεδραματίσθησαν από την στιγμήν που παρελήφθην από το ΕΑΤ-ΕΣΑ στις 8/8/1972 έως τις 9/9/1972 ότε μετεφέρθην εις τις Σ.Φ. Μπογιατίου, θα προσπαθήσω εν ολίγοις να σας μεταφέρω αν και ήδη είναι γνωστά πανελληνίως από τόσους και τόσους μάρτυρες οι οποίοι υπέφερον. Εις το ΕΑΤ-ΕΣΑ με έστησαν (με τον ήδη γνωστόν τρόπον και τα επακόλουθά του) 2 φορές.
Την μία πέντε ημερόνυκτα συνέχεια και την άλλην 4. Αποτέλεσμα ήταν από τα πολλά κτυπήματα να πρισθούν τόσον πολύ τα κάτω άκρα μου, ώστε έσπασε η επιδερμίδα και αιμορραγούσα ενώ οι όνυχές μου κατεστράφησαν. Είχα συνεχώς κατά την διάρκειαν των ανακρίσεων υψηλόν πυρετόν ο οποίος με εβασάνιζεν περισσότερον από την δίψαν. Έπαθα εις τα κάτω άκρα αρχική μορφήν γάγγραινας και στο τέλος όταν χειροτέρεψε η κατάστασις μου περνούσαν κατευθείαν ενέσεις κάτω από τις πατούσες δια να διαλυθή το σταματημένο αίμα.
Κατά την διάρκειαν των βασανισμών, αποπατούσα και ουρούσα επάνω μου. Έπεσα εις αφασία 2 ημέρες. Κτυπήθηκα κατά τον αγριώτατον τρόπον από όλους σχεδόν τους ανθρώπους του ΕΑΤ-ΕΣΑ. Οι ύβρεις που άκουσα εκεί δεν γράφονται, είχα συνεχώς παραισθήσεις και έβλεπα και ένοιωθα πράγματα που όποιος τα γράψη θα τον περάσουν για τρελλό.
Εμπάς περιπτώσει, δεν θέλω να επεκταθώ εις λεπτομέρειες για τα ήδη γνωστά πράγματα. Βασανισταί και ανακριταί μου υπήρξαν ο τ/χης δ/τής χατζηζήσης νικόλαος, ο τ/χης φάνης οικονόμου, ο λοχαγός αντωνόπουλος, ο ιατρός κόφας και πολλοί άλλοι αξιωματικοί και στρατονόμοι των οποίων τα ονόματα δεν γνωρίζω. Εις το ΕΑΤ-ΕΣΑ έδωσα 2 καταθέσεις. Μία κατά την είσοδόν μου και μίαν κατά την διάρκειαν των βασανισμών. Κατόρθωσα και τους έπεισα ότι δεν έφυγα επίτηδες, αλλά ότι μου συνέβη ατύχημα με σκοπό να μην με βασανίσουν περισσότερον και αναγκαστώ και μαρτυρήσω τους συνεργάτας μου.
Πράγμα που το κατώρθωσα και έτσι δεν πήρα κανένα στον λαιμό μου. Ουδένα εμαρτύρησα και ουδείς συνελήφθη. Στις 9 Σεπτεμβρίου κατόπιν διαταγής της ΑΣΔΕΝ, μετεφέρθην εις Σ.Φ. Μπογιατίου ως υπόδικος, εν συνεχεία πήγα μεταγωγή εις το Σ.Δ. Αθηνών όπου έδωσα κατάθεσιν ενώπιον του 6ου εισηγητού αντ/χου νικολαΐδη νικολάου. Εκεί ο νικολαΐδης αφού με ανέκρινεν μέχρι το σημείο που εξώκειλα με το σκάφος, μου είπεν ότι τα υπόλοιπα δεν τον ενδιέφερον, είχε δε εντολήν εξ άνωθεν να μου μεταφέρη τα εξής:
Εις το δικαστήριόν μου που θα γινόταν πολύ σύντομα, δεν θα έλεγα τίποτα όσον αφορά την παραμονήν μου εις Αίγυπτον ότι είπα να πάω εις την Ιταλία και οτιδήποτε είχε σχέσιν με το πολιτικόν μέρος της υποθέσεως, μου ώρισεν δε ως συνήγορον τον απόστρατον Δικαστικού Σώματος Κωνσταντόπουλον Μιχαήλ. Με απείλησεν ότι εάν δεν έκανα αυτά που μου έλεγε, θα με περνούσεν έκτακτο Στρατοδικείο, θα με τιμωρούσαν ισόβια, θα μου εξόντωναν την οικογένεια και θα με ξαναπήγαιναν εις το ΕΑΤ-ΕΣΑ όπου θα αντιλαμβανόμουν ότι τα όσα τράβηξα δεν ήσαν τίποτα μπροστά σ’αυτά που έμελλε να πάθω.
Έτσι την 1/12/72 πέρασα Στρατοδικείον, μου εγένετο μια παρωδία δίκης και κατεδικάσθην εις 4ετήν φυλάκισιν δια λιποταξίαν εις το εξωτερικόν, κλοπή αντικειμένου μεγάλης αξίας (αλιευτική λέμβος), υπεξαίρεσις πραγμάτων ανηκόντων εις το Κράτος (πιστόλιον – φυσίγγια – χάρται) και παρακράτησιν στρατιωτικών ειδών (ατομικά είδη).
Στις 13/2/1973, πέρασα Αναθεωρητικό Στρ/κείο και μου μείωσαν την ποινήν εις 2 έτη. Εις τις Σ.Φ.Μπογιατίου παρέμεινα κρατούμενος μέχρι τον Ιούνιο 1973, οπότε μου κοινοποιήθη η υπ. αριθ. ΕΠ 1375/31-8-73 διαταγή Υπουργείου Δικαιοσύνης – τμήμα εκτελέσεως ποινών διαταγή καθαιρέσεώς μου και η μεταφορά μου εις την τάξιν του στρατιώτη. Μετά την καθαίρεσίν μου μετήχθην εις φυλακάς Αιγίνης και ακολούθως εις φυλακάς Αγυιάς Χανίων.
Εκ των φυλακών Αγυιάς απεφυλακίσθην δια του ευεργετήματος της υφ’όρων απολύσεως την 9 Σεπτεμβρίου 1973…».
* Ο Γεώργιος Α. Καλογεράκης είναι δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Καστελλίου