Και συνεχίζει ο Γεώργιος Μιχαήλ Χαραλαμπάκης στα ενθυμήματά του για τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο, τις κακουχίες, τη σίτιση και τον ανεφοδιασμό του στρατού μας στο μέτωπο, τις βροχές και τα χιόνια, τις λάσπες και το κρύο:
´Μείναμε σ’αυτό το μέρος του πρώτου βομβαρδισμού με τις απώλειές μας και περιμέναμε διαταγή να φύγομε. Όταν μας δόθηκε τραβήξαμε για το χωριό Βισκούκι. Πήγαμε πρώτοι εμείς να βρούμε καταλύματα, κατάλληλα σπίτια να μείνει ο στρατός. Μας αρμήνεψαν πώς να πάμε, όλο αμαξωτό και ξεκινήσαμε. Σ’ένα σημείο του δρόμου που το χιόνι ήτο αρκετό ήρθε παρέα μας από άλλο λόχο ο Λευτέρης Μαυραντωνάκης ή Φαλκόνης.
Του λέω:
-Εσύ Λευτέρη βαδίζεις πιο καλά από μένα αλλά είσαι συνηθισμένος που προπατείς στα βουνά!
Βαδίζαμε γύρω στις δυο ώρες όταν αντικρύσαμε το Βισκούκι, μεγαλοχώρι. Λίγο αριστερά και δυτικά του δρόμου επήγαν οι άλλοι λόχοι για στρατοπεδιά. Ο λόχος μας των πολυβόλων ανατολικά και δεξιά στην ιερά μονή του Αγίου Πέτρου με παλιό τέμπλο και ψηφιδωτά.
Στην εκκλησία μέσα επήγαν οι δυο διμοιρίες, πρώτη και δεύτερη. Η τρίτη έμεινε πιο κάτω, χαμηλότερα από την εκκλησία, γύρω στα 500-600 μέτρα σ’ένα ανώγειο στάβλου με ξύλινη κατασκευή. Σ’ένα διαμερισματάκι μείναμε εγώ, ο φίλος Χναράκης, ο ανθυπολοχαγός Γιάννης Σεργάκης από την Νεάπολη, ο ανθυπολοχαγός Κουτεντάκης της πρώτης διμοιρίας, ο Μανόλης Χετζάκης από το Κατωφύγι και άλλοι τρεις. Το διαμερισματάκι είχε τζάκι, το ανάβαμε και είμαστε κάπως ζεστά.
Οι χιονιές εξακολουθούν, χιονίζει από την πρώτη βδομάδα, χιονίζει και την δεύτερη, ο ανεφοδιασμός πολύ δύσκολος, ούτε κουραμάνα ούτε άλλα τρόφιμα. Αρχίσαμε να πελεκούμε τις αγελάδες της μονής, ήτο παραμονές Χριστουγέννων. Την ημέρα των Χριστουγέννων μετά από την λειτουργία επήγαμε όλος ο λόχος και κοινωνήσαμε. Εσφάξαμε τότε ένα καλό ντανά. Ο Χετζάκης με κάποιον άλλο επήγανε και ζητήσανε την κοιλιά, την επλύνανε με τόσο κρύο και την βάλανε στη χύτρα πάνω στην παρασιά να ψήνεται. Μετά από μια δοκιμή, ο Χετζάκης την κατεβάζει και αρχίζει τη διανομή. Είχαμε τις καραβάνες μας. Το φαγητό το τρώγαμε χωρίς αλάτι, είχαμε να φάμε αλάτι πολλές μέρες.
Πέρασαν οι μέρες των Χριστουγέννων. Ο καιρός είχε φτιάξει λίγο, οι χιονιές εσταμάτησαν. Η διαταγή ήρθε να αναχωρήσομε προς τα βουνά του Ελβασάν για να πολεμήσομε.
Μετά την αναχώρησή μας από την ιερά μονή Αγίου Πέτρου στρατοπεδεύσαμε στο χωριό Πλιασά, πριν της Κορυτσάς. Με κάποιο συνοδό ντόπιο ψάχναμε να βρούμε τα κατάλληλα σπίτια που θα έμενε ο στρατός. Το πρώτο ήτο το σχολείο με δεύτερο πάτωμα αλλά δεν είχε ούτε πόρτες ούτε παράθυρα. Στο δεύτερο σπίτι βρήκαμε ένα γέρο και μία γριά, ένα μονόσπιτο μα δεν έχει μέρος να μείνει ο στρατός εδώ, δεν έχει άλλο δωμάτιο, με νοήματα μας δώσανε να καταλάβομε ότι δεν έχει άλλο δωμάτιο.
Φύγαμε και πήγαμε σε άλλα σπίτια, όταν συμπληρώθηκε ο αριθμός των σπιτιών αποσυρθήκαμε κι εμείς στο κατάλυμα του σχολείου.
Την άλλη μέρα οι μάγειροι ετοίμασαν φαγητό, επικεφαλής και επιτηρητής του συσσιτίου είναι ο αξιωματικός Κωνσταντίνος Κατζαγιαννάκης, διμοιρίτης της Δευτέρας διμοιρίας από το Καστέλλι. Οι πιο πολλοί στρατιώτες έχουν πάρει φαγητό και ο επιβλέπον κουβεντιάζει με κάποιον. Οι υπόλοιποι του λόχου έχουν φύγει από τη γραμμή τους, είμαι στο καζάνι, ακουμπισμένη η καραβάνα μου στην άκρη του καζανιού. Ο επιτηρητής αφήνει την κουβέντα και φωνάζει γιατί χαλάσαμε την γραμμή μας. Ακουμπάει το χέρι του στο στήθος μου και λέει:
-Πίσω όλοι!
Κάνω μια μεταβολή και πάω τελευταίος. Μήπως δεν με είδε; Μήπως δεν με εγνώρισε; Δεν είμαστε χωριανοί;
(Σαν τελείωσε ο πόλεμος ήρθαμε στο χωριό μας στο Καστέλλι ανάπηρος αυτός σε τιμητική διαθεσιμότητα, ανάπηρος κι εγώ).
Από το χωριό Πλιασά βαδίσαμε προς τα νότια. Φτάσαμε σε ένα χωριό δεξιά του δρόμου και ένα μονοπάτι πολύ δύσκολο αριστερά και δεξιά στα χωράφια το έδαφος ήταν πολύ μαλακό. Μόλις πατούσες βούλιαζες από προηγούμενες πορείες του στρατού. Πολλά μουλάρια του στρατού πέρασαν πριν από μας φορτωμένα και όταν βούλιαζαν στην λάσπη δεν ήτο δυνατόν να βγούνε και εκεί ψοφούσανε. Τα βλέπαμε καθώς περνούσαμε. Φτάσαμε στο χωριό. Εγκατασταθήκαμε στο σπίτι μιας δασκάλας, μας καλοδέχτηκε και ήταν πρόθυμη να μας φιλοξενήσει.
Μια νέα διαταγή ήρθε, να φύγομε αμέσως και να γυρίσομε πίσω. Όταν συγκεντρωθήκαμε στον αμαξωτό δρόμο μας μοίρασαν συσσίτιο μια κουραμάνα και μια φρίσσα για δυο άτομα. Πήρα το μέρος της κεφαλής και φάγαμε να κορέσομε την πείνα μας. Έπαθα όμως από την φρίσσα δηλητηρίαση και με μεγάλο κόπο βάδιζα μαζί με τους άλλους. Οι φρίσσες έρχονται σε μεγάλες ποσότητες για διανομή και τροφή στους στρατιώτες. Δεν τοποθετούνται σε αποθήκες παρά στην ύπαιθρο και εκεί βρέχονται μέρα και νύχτα. Από το τσέρκουλο που είναι δεμένα τα κουτιά με το νερό της βροχής εισχωρεί η σκουριά μέσα και έτσι δηλητηριάστηκα.
Ο λόχος προχωρεί μέσα στο σκοτάδι της νύχτας, βαριά η ανάσα μου, με πολύ κόπο σέρνω τα πόδια μου. Ο Λοχαγός προχωρεί κοντά μας και μας μιλά για μια περιπέτειά του.
-Πριν 2-3 χρόνια όταν οι Ιταλοί είχαν εισχωρήσει στο Αλβανικό έδαφος, το Ελληνικό κράτος με έστειλε να κάνω κατασκοπεία μέσα στην Αλβανία. Ποια δύναμη παρουσιάζουν και τι μέσα διαθέτουν οι Ιταλοί. Βρισκόμουν στην Ερσέκα, μια πόλη που θα περάσομε τώρα και είχα συνεργασία με κάποιον κάτοικο, Έλληνα στην καταγωγή. Υπάρχουν εκεί πολλοί Έλληνες και πολλές Ελληνικές πόλεις όπως η Κορυτσά, οι Άγιοι Σαράντα, το Αργυρόκαστρο. Στο διάστημα των ημερών που ήμουν εδώ στην Αλβανία και με φιλοξενούσε στο σπίτι του ο συνεργάτης μου, οι Ιταλοί κάτι υποψιάστηκαν εναντίον μου. Ο φίλος μου ο Έλληνας επληροφορήθηκε από άλλους δικούς του ανθρώπους το γεγονός ότι κινδύνευα να με πιάσουν και να με εκτελέσουν αμέσως. Τι γυρεύω στο ξένο κράτος και Έλληνας αξιωματικός του στρατού.
Εκείνη την ώρα περνούμε στην πόλη Ερσέκα. Κάποιος άνθρωπος στέκεται στην άκρη του δρόμου, άκουσε τη φωνή του Λοχαγού και φωνάζει:
-Κύριε Λοχαγέ, κύριε Κάβε!
Μια πολύ συγκινητική κατάσταση. Τι κάνετε κύριε Κάβε, λέει ο Ερσεκανός, χαίρομαι που σας ξαναβλέπω. Απαντά ο Λοχαγός, αγκαλιαστήκανε. Η σκηνή δεν κράτησε πολύ, ο λόχος προχωρεί και ο Λοχαγός συνεχίζει να μας εξιστορεί την περιπέτειά του.
-Ένα βράδυ με την συνεργασία άλλων φίλων με έντυσαν βοσκό και μέσα στη νύχτα έφυγα και γλίτωσα.
Περάσαμε την Ερσέκα και προχωρούμε. Προς τα δυτικά 5 χιλιόμετρα βρίσκεται το χωριό Πόροβα, εκεί στρατοπεδεύσαμε. Μείναμε εγώ και ο φίλος αδερφός Χναράκης και μερικοί άλλοι σε ένα σπίτι Ελληνικό, αρχοντόσπιτο. Ήρθε η νυκοκερά του σπιτιού, μια αρχοντογυναίκα, σωστή Ελληνίδα και μιλήσαμε μαζί της για την οικογένειά της και την Ελλάδα.
Μείναμε δυο-τρεις μέρες και η πορεία συνεχίστηκε. Φτάνομε στην γέφυρα της Πετράνης, χαλασμένη από τους καραμπινιέρηδες για να διακόψουν την προέλασή μας. Τεχνίτες σκαπανείς του Μηχανικού έκαναν μια πρόχειρη γέφυρα, πέντε με έξι βάρκες δεμένες με συρματόσκοινο. Από τη δύναμη του νερού τις είχαν δεμένες μπροστά και στα πλάγια. Πάνω στις βάρκες χοντρά σανίδια και αυτά καρφωμένα ανάλογα. Σιγά-σιγά περάσαμε.
Βαδίζαμε πάντα νύχτα. Με πλησιάζει ο χωριανός μου Κώστας Κατζαγιαννάκης και μου προτείνει να μου δώσει κονιάκ. Ένα μπουκάλι που έχει στο σακίδιό του. Έκανα μια κίνηση να μην το δεχτώ αλλά ο φίλος Χναράκης με σπρώχνει και μου λέει πάρε το να δώσεις να πιει και ο φίλος σου. Το πήρα και ήπιαμε ο καθένας από μια γουλιά. Μου έδωσε και ένα χαρτί που είχε τυλιγμένο τσάι. Το πήρα κι αυτό.
Αφού περάσαμε τη γέφυρα της Πετράνης σ’ ένα κατάλληλο μέρος με δυο υψωματάκια στρατοπεδεύσαμε. Το πρωί ο καιρός είναι πολύ συννεφιασμένος. Ξεκινήσαμε με το φως της ημέρας γιατί δεν υπήρχε φόβος βομβαρδισμού. Περάσαμε μια γέφυρα για να φτάσουμε στο χωριό ονόματι Ψάρι.
Από την νότια πλαγιά του βουνού Τρεμπεσίνα λίγο πιο πάνω από τον αμαξωτό δρόμο, στήσαμε προσωρινά τα αντίσκηνα. Δυο ξύλινες τάβλες απομεινάρια των προηγούμενων από μας τις πήραμε και τις βάλαμε από κάτω για να μην ξαπλώσουμε στο χώμα το παγωμένο. Μια άσχημη χειρονομία μου με έκανε να υποφέρω πολύ. Είδα πως τα άρβυλα και τα πόδια μου ήταν πολύ λασπωμένα, ένα ρυακάκι με παγωμένα νερά από τα χιόνια που λιώνουν τρέχει δίπλα μας. Πήγα και έβγαλα τα άρβυλα, τις κάλτσες και βουτώ τα πόδια μου στο νερό. Με πιάνει ένα ρίγος, τρέμω και πονώ. Πάλι ο Χναράκης με βλέπει και τρέχει στο γυλιό μου, το ανοίγει, παίρνει ένα ζευγάρι κάλτσες και μου τις δίνει να τις φορέσω. Τις έβαλα, κάθισα λίγο μέσα στο αντίσκηνο και συνήλθα.
Μια κίνηση χωρίς σταματημό, στρατιώτες και ημιονηγοί πάνε κι έρχονται για κάποια υπηρεσία, κάποιος ήχος μιας οβίδας έρχεται στ ’αυτιά μου για να σκάσει μακριά από το στράτευμα. Για φαγητό τυρί και ρέγγα στα δύο. Το βράδυ έτοιμοι προς αναχώρηση στην Τρεμπεσίνα πριν ακόμη σκοτεινιάσει.
Το τρίτο τάγμα έτοιμο, μπροστά ο 6ος λόχος και ακολουθεί ο 7ος και τέλος η πολυβολαρχία εμείς από ένα μονοπάτι πολύ δύσβατο. Παρακολουθώ ένα μουλάρι φορτωμένο με πυρομαχικά. Για να γίνει όμως εκκίνηση του λόχου μας θα περάσουν δυο ώρες.
Θα είχαμε βαδίσει καμιά ώρα όταν σε μια στροφή ( που άλλο πράμα από στροφές και ζικ-ζακ ), το μουλάρι γλιστρά, εγώ από τη μεριά της κατηφόρας. Κυλιστήκαμε μαζί και εγώ από κάτω. Ο Κατζαγιαννάκης ήτο κοντά και βλέπει το θέαμα και μου φωνάζει να τ ’αφήσω να μη με σκοτώσει. Ευτυχώς δεν έπαθα τίποτα. Σηκώθηκα, εξαναφόρτωσα τα πυρομαχικά και ξεκινήσαμε. Ο ημιονηγός, ένας Κοκολάκης, κρατά το σχοινί του χαλιναριού από την άκρη χωρίς να νοιάζεται καθόλου.
Ο 6ος λόχος και ο 7ος έφτασαν μέσα στη νύχτα σε μέρος που είχε από πριν αναγνωριστεί. Το βουνό ήταν χιονισμένο. Άναψαν φωτιές για να ζεσταθούν.
Όταν φτάσαμε εμείς η ημέρα είχε χαράξει. Επροχωρήσαμε πιο πάνω και ανατολικά. Οι φωτιές έπρεπε να σβήσουν και να σκορπιστούνε οι στρατιώτες. Εγώ και ο Χναράκης πρέπει να βρούμε μέρος να στήσουμε το αντίσκηνο, ήτο πολύ κατηφορικό και γεμάτο πέτρες το έδαφος. Το σκαπανικό δεν μου έλειπε από το κόκαλο και κάθε φορά που στήναμε το αντίσκηνο έβγαζα την αυλακιά γύρω-γύρω να μη μας πλημμυρίζουν τα νερά της νυχτερινής βροχής όπως το πάθαιναν πολλοί και τα νερά κάνανε ποταμάκι μέσα στο αντίσκηνό τους.
Εκεί που με το σκαπανικό έβγαζα τις πλακούρες για να ισιώσω λίγο το έδαφος και τα χιόνια που ήταν μισό μέτρο ύψος, μου λέει ο Χναράκης:
-Ο ξάδερφός σου ο Ευκλείδης στέκει εκεί και σου φωνάζει!
Πήγα κοντά του και του λέω καλώς το ξάδερφο. Αυτός έτρεμε σαν το κουλούκι και το κατωσάγονό του έπαιζε.
-Χάνομαι ξάδερφε, πεθαίνω!
Του λέω έλα σκύψε, πιάσε λίγο χιόνι και τρίψε τα χέρια σου, σύρε την πέτρα αυτή και το χώμα. Δεν πέρασαν πέντε λεπτά και με τις κινήσεις αυτές συνήλθε.
Σε μισή ώρα το αντίσκηνο ήταν έτοιμο με τα δυο πανιά όμως γιατί δεν είχαμε το τέταρτο, ο Ευκλείδης το είχε πετάξει στην πορεία. Στο μονό αντίσκηνο των δύο ατόμων μείναμε τέσσερις. Ο Χναράκης από τη μέσα μεριά και εγώ. Ο Ευκλείδης πιο έξω και στον πόρο του αντίσκηνου ο Μιχάλης από την Έμπαρο. Για να μπούμε μέσα που ήταν λάσπη ο Μιχάλης βγήκε σε κάτι δέντρα με λίγα κλαδιά και έκοψε μερικά. Τα πιο μικρά. Τα στρώσαμε κάτω, μια κουβέρτα, πάνω τους γυλιούς για μαξελάρια και άλλη κουβέρτα από πάνω μας. Το μήκος του αντίσκηνου ήταν μικρό και δεν μπορούσαμε να τεντώσομε τα πόδια μας. Το πρωί, πριν χαράξει στο πόδι. Η διαταγή ήταν να αφήνομε τα αντίσκηνα και να ψάχνομε μέρος για κρυψώνα. Ήταν κάτι σπηλιαράκια και βράχοι στο χιλιόμετρο βορειοδυτικά και πηγαίναμε εκεί. Τα αεροπλάνα από το πρωί έκαναν την εμφάνισή τους. Το αντιαεροπορικό ρίχνει, βλέπομε την βολίδα να ανεβαίνει αλλά δεν φτάνει το αεροπλάνο.
Ο Γιάννης Πετρουγάκης ή Μυρωνάκης από τη Μαθιά σκοπευτής του ενός πολυβόλου και του δεύτερου ο Γιάννης Βιτσαξάκης από τη Γαλύφα. Μια μέρα από εκείνες με τον καθημερινό βομβαρδισμό, κάποιο Ιταλικό αεροπλάνο αφού έριξε τις βόμβες του προχωρεί προς το Βορά. Κάνει στροφή, χαμηλώνει και αρχίζει να πολυβολεί. Ο Πετρουγάκης έμπειρος και καλός σκοπευτής πηγαίνει στο πολυβόλο, σημαδεύει και ρίχνει μια ριπή. Το αεροπλάνο αφήνει καπνό και χάνεται πέρα από την Τρεμπεσίνα. Μας είπαν ότι το χτύπησε και έπεσε.
Μετά τις άβροχες μέρες ήρθαν οι βροχερές και οι χιονιές. Ένα βράδυ αιστανθήκαμε ζέστη στο αντίσκηνο, σαν ξημέρωσε βλέπομε ότι ήταν χιονιά, μας είχαν σκεπάσει τα χιόνια. Βγαίνω να ξεχιονίσω. Βάζω τα άρβυλα χωρίς να τα δέσω και αρχίζω να πετώ τα χιόνια. Τα ρίγη άρχισαν να με πιάνουν, κρυάδες και τρεμούλες, τα πόδια μου δεν τα αισθάνομαι. Ούτε ο ξάδερφος ο Ευκλείδης ούτε ο Μιχάλης μου μίλησαν, μόνο ο Χναράκης μου φωνάζει να μην παγώσω και μου φέρνει άλλες κάλτσες από τον γυλιό.
Τώρα που το γράφω ένας αναστεναγμός βγαίνει από μέσα μου. Θα πω κάτι για το Χναράκη. Εκεί στα βράχια με τα σπηλιαράκια που πηγαίναμε να προφυλαχτούμε από τους δυο και τρεις βομβαρδισμούς που γινότανε κάθε μέρα όταν ο ουρανός δεν ήταν συννεφιασμένος, κάποτε η σάλπιγγα σήμαινε την απομάκρυνση του εχθρού. Τότε σηκωνόμαστε από τις κρύπτες μας. Ο Κωνσταντίνος Κατζαγιαννάκης έμπαινε σε μια αρκαλότρυπα από τη μια μεριά για να βγει από την άλλη, γιατί ίσα που χωρούσες να περάσεις, δεν είχε χώρο για στροφή.
Εκεί στην ανάπαυσή μας όσοι ήταν καπνιστές έβγαζαν τα πακέτα τους να κάμουν τσιγάρο. Ένας στρατιώτης, αφού πήρε το τσιγάρο από το πακέτο το πέταξε χάμω γιατί ήταν άδειο. Ο Χναράκης το πήρε, έβγαλε το χαρτί του πακέτου, το δίπλωσε και με κάθε επιμέλεια το έβαλε στην τσέπη του. Μια άλλη φορά κάποιος αφού έλυσε το δεματάκι που είχε, πέταξε το περιτύλιγμα και το σπάγκο.
Ο Χναράκης έπιασε πάλι το σπάγκο και τον έβαλε στην τσέπη του.
Τα μεταγωγικά σε κατάλληλη ώρα έφερναν κάποια τρόφιμα, τα ξεφόρτωναν και γύριζαν πίσω για την επόμενη αποστολή. Ο Λοχαγός ήθελε κάτι να παραγγείλει, ο ημιονηγός του είπε: – Δεν τα θυμάμαι κύριε Λοχαγέ, γράψε τα σε ένα χαρτί.
– Και που θα βρω τώρα το χαρτί;
Εδώ φαίνονται οι αρετές του Χναράκη. Βάζει το χέρι του στο τσεπάκι, βγάζει το χαρτί και το δίνει του Λοχαγού.
Κάποιος άλλος από ένα ασήμαντο περιστατικό χτύπησε και το πόδι του έτρεχε αίμα. Το τύλιξαν με πανί και για να το δέσουν δεν είχαν σπάγκο. Πάλι πρόθυμος ο Χναράκης τους δίδει το σπάγκο που είχε φυλάξει. Αυτές ήταν οι αρετές του Χναράκη…».
* Ο Γεώργιος Α. Καλογεράκης είναι δρ Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Καστελλίου Πεδιάδος