Μετά τα Χριστούγεννα του 1940, όταν οι στρατιώτες της χώρας μας πολεμούσαν τον φασιστικό στρατό του Μουσολίνι στα βουνά της Αλβανίας, οι σύμμαχοι Βρετανοί αποφασίζουν να κατασκευάσουν ένα αεροδρόμιο στον κάμπο του Καστελλίου.

Η κατασκευή και λειτουργία του αεροδρομίου είχε σκοπό τη συνδρομή στην άμυνα του νησιού από μία επικείμενη επίθεση των ανδρών του Γ΄ Ράιχ για την κατάληψη της Κρήτης. Αυτήν την επίθεση εξάλλου την ανέμεναν και εξελίχτηκε με την επιχείρηση ΕΡΜΗΣ (20 – 31 Μαΐου 1941). Η κατασκευή του αεροδρομίου Καστελλίου δεν ολοκληρώθηκε (οι εργασίες κράτησαν τέσσερις μήνες, από Ιανουάριο ως Απρίλιο του 1941).

Τον Απρίλιο του 1941, οι εργάτες και τα μηχανήματα κατασκευής του αεροδρομίου διατάχθηκαν και αφού έσκαψαν κρατήρες στον ημιτελή διάδρομο, ´φύτεψαν» μεγάλους κορμούς ελαιόδεντρων, ώστε να το καταστήσουν ανενεργό.

Η κατασκευή του αεροδρομίου Καστελλίου είχε γίνει γνωστή στις δυνάμεις του άξονα πριν από την επιχείρηση «ΕΡΜΗΣ» και αποτυπώνεται στα σήματα που υπέκλεψαν οι σύμμαχοι τον Μάιο του 1941, περιμένοντας την πτώση των αλεξιπτωτιστών. Ένα από τα σήματα αυτά, όπως καταγράφει ο συγγραφέας Antony Beevor στο βιβλίο του “Κρήτη η Μάχη και η Αντίσταση”, ανέφερε:

«OL 2/302 Ώρα 17:45 13/5/41

Το νησί της Κρήτης θα καταληφθεί από το ΧΙ Σώμα Αεροπορίας και την 7η Αεροπορική Μεραρχία και η επιχείρηση θα είναι υπό τον έλεγχο του ΧΙ Σώματος Αεροπορίας… Από τις πληροφορίες που αναμένονται, και από αέρος αναγνωρίσεις, εξαρτάται αν το αεροδρόμιο στο Καστέλλι (Πεδιάδος) νοτιοανατολικά της Κάντια και η περιοχή δυτικά και νοτιοδυτικά των Χανίων, θα αντιμετωπισθούν με ειδικό τρόπο. Σε μια τέτοια περίπτωση, ξεχωριστές οδηγίες θα συμπεριληφθούν σε λεπτομερείς επιχειρησιακές διαταγές…».

Μετά την κατάληψη της Κρήτης, ο κατοχικός στρατός σχεδιάζει εκ νέου την κατασκευή του αεροδρομίου Καστελλίου με καταναγκαστικούς εργάτες, στρατιώτες της Βέρμαχτ εγκαθίστανται στο Καστέλλι και στην γύρω περιοχή (περίπου 2.500) και επικεφαλής τους τοποθετείται για τα επόμενα τέσσερα χρόνια ο Ταγματάρχης Τροστ. Ο Τροστ επιλέγει στην υπηρεσία του ως οικιακή βοηθό, την Ασπασία Παπουτσάκη, προσωρινή κάτοικο του χωριού Διαβαϊδέ Πεδιάδος.

Η Ασπασία Παπουτσάκη φωτογραφία του έτους 1940, λίγο 
πριν ξεσπάσει ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος

Η Ασπασία Παπουτσάκη, (το γένος Μπιτζαράκη), με καταγωγή από τον Διαβαϊδέ Πεδιάδος, γεννήθηκε στο Ηράκλειο. Ο πατέρας της ονομαζόταν Στυλιανός Μπιτζαράκης και η μητέρα της Μαρία (Κατσαράκη).

Ο παππούς της Ιωάννης (Μπιτζαρογιάννης) ήταν από τη μεγάλη οικογένεια των Μπιτζαράκηδων του Διαβαϊδέ. Η Ασπασία παντρεύτηκε τον Δημήτριο Παπουτσάκη από το χωριό Πεζά. Ο άντρας της Δημήτρης πήρε μέρος στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο και σκοτώθηκε στις 3 Μαρτίου 1941. Την πληροφορία αντλούμε από το βιβλίο Αγώνες και νεκροί του Ελληνικού Στρατού κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο 1940-1945, των εκδόσεων της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού. Συγκεκριμένα, για τον Δημήτριο Παπουτσάκη στο παραπάνω βιβλίο διαβάζουμε:

“Παπουτσάκης Δημήτριος του Ιωάννη. Στρατιώτης. Γεννήθηκε στα Πεζά Πεδιάδος Ηρακλείου το 1918, του 43ου ΣΠ. Φονεύθηκε στην Άρτζα Ντι Σόμπρα, (Τρεμπεσίνα), στις 3 Μαρτίου1941”.

Την Κατοχή, η Ασπασία με τα δυο παιδιά της Μαρίκα και Γιώργο, την αδερφή της Κατίνα Μπιτζαράκη και τη μητέρα τους Μαρία, ήρθαν στο χωριό του παππού τους τον Διαβαϊδέ και έμεναν σε ένα δωμάτιο ιδιοκτησίας Μανού Δημητρίου Σμαργιαννάκη στη Μεσοχωριά. Είχαν και ένα αδερφό, τον Γεώργιο Μπιτζαράκη, ιδιοκτήτη και διευθυντή της εφημερίδας ΚΡΗΤΙΚΟ ΦΩΣ του Ηρακλείου.

Και των δύο αδερφών, Ασπασίας και Κατίνας, η δουλειά ήταν το ράψιμο. Φρακοραφτούδες λέγονταν τότε οι ράφτρες. Όμορφη γυναίκα η Ασπασία, βρήκε δουλειά ως οικιακή βοηθός στο σπίτι του Γερμανού Διοικητή του αεροδρομίου Καστελλίου Ταγματάρχη Τροστ. Οι μικρές κοινωνίες τότε, γρήγορα απέδιδαν κατηγορίες, και επειδή η Ασπασία ήταν στην υπηρεσία του Γερμανού Διοικητή, της αποδόθηκε η κατηγορία της γερμανόφιλης.

Η πραγματικότητα όμως ήταν διαφορετική. Μέλος της Αντίστασης, εκμεταλλεύτηκε τη θέση της και βοήθησε πολλούς ανθρώπους που κινδύνευαν. Υπάρχουν δεκάδες μαρτυρίες ανθρώπων που βοηθήθηκαν από την Ασπασία. Σε ποιον όμως να μιλούσε για την πραγματική της δουλειά;

Μετά την κατοχή κλείστηκε στις φυλακές του Ηρακλείου που ήταν στο σημερινό πάρκο Θεοτοκόπουλου και σώθηκε με την παρέμβαση του Καστελλιανού Αντιστασιακού Κίμωνα Ζωγραφάκη. Ο ίδιος, το καλοκαίρι του 2003, στο εξοχικό του σπίτι στις Γούβες, διηγείται για την Ασπασία:

«…ήρθε μια μέρα ο Πολεμαρχάκης και μου λέει άντε να πάμε στο Ηράκλειο γιατί εβάλανε στη φυλακή την Ασπασία. Μα ήντα λες, του’πα. Την Ασπασία; Εμπήκαμε σ’ένα αυτοκίνητο και φτάσαμε στις φυλακές. Στη πλατέα που είναι σήμερα ο ΟΤΕ ήτανε οι φυλακές. Στην είσοδο λέω του φύλακα:

-Ποιος κάνει κουμάντο εδώ;

Μου είπε και επήγα και τόνε βρήκα. Αξιωματικός του στρατού ήτανε.

-Ποιος είσαι εσύ, του λέω, που πιάνεις τσ ’αθρώπους και τσι βάνεις στη φυλακή; Ξέρεις καλά την Ασπασία; Ξέρεις ότι σκοτώθηκε ο άντρας τση στην Αλβανία στο πόλεμο; Ξέρεις τι βοήθεια μας έκανε η γυναίκα που εβάλετε στη φυλακή; Άνοιξε τη πόρτα και βγάλε τη γυναίκα όξω.

Καστέλλι, 1943. Στον εξώστη του σπιτιού του καθηγητή Παπαδάκη που το χρησιμοποιούσε ως κατοικία ο ταγματάρχης Τροστ, (Διοικητής του αεροδρομίου Καστελλίου). Όρθια δεξιά η οικιακή του βοηθός Ασπασία Παπουτσάκη. Δίπλα της στέκεται το παιδί της, η μικρή Μαρία.
Ο Γιάννης Λιονάκης ή Μοσκιός από το Καστέλλι Πεδιάδος. Σκοτώθηκε από έκρηξη δυναμίτιδας (σεντίτιδας) στις 26 Ιουνίου 1945, στην προσπάθειά του να ανατινάξει ένα πελώριο κορμό βελανιδιάς για να συλλέξει ξύλα για τον φούρνο του πατέρα του

Και του μίλησα άσκημα, εχτύπησα τα χέρια μου, αν δεν την εβγάζανε από τη φυλακή δεν ήφευγα. Είχα σκοπό να κάνω μεγάλα πράματα. Και την εβγάλανε. Και του λέω:

-Κακομοίρη, ανέ τήνε πάτε σε δίκη, θα’ρθούμε μια κοσαρά Καστελλιανοί να τη στηρίξομε. Γιατί μόνο εμείς κατέχομε ήντα είναι η Ασπασία…

Όλοι οι Καστελλιανοί αλλά και οι κάτοικοι των γύρω χωριών, (Διαβαϊδέ, Καρδουλιανώ, Πολυθέα, κ.ά.), θυμούνται την Ασπασία. Κανείς δεν έχει μιλήσει γι’αυτήν και να μην αναφέρει κάποια βοήθεια που του είχε προσφέρει εκείνα τα δύσκολα χρόνια της κατοχής 1941-1944.

Η κόρη της Ασπασίας Μαρίκα, ζούσε στην Αυστραλία. Επικοινωνήσαμε μαζί της τηλεφωνικά το 2014 και την παρακαλέσαμε να μας στείλει φωτογραφίες της μητέρας της και ένα μικρό κείμενο γι’αυτήν. Ανταποκρίθηκε αμέσως. Στις 22 Ιουλίου 2014 λάβαμε ένα γράμμα της από την Αυστραλία και με σεβασμό το αναδημοσιεύουμε. Μας γράφει στο γράμμα της η Μαρίκα Ζαφειροπούλου – Παπουτσάκη για τη μητέρα της:

« μητέρα μου στην κατοχή

Η μητέρα μου Ασπασία Παπουτσάκη ήταν πολύ όμορφη γυναίκα. Αλλά έχασε τον πάτερα μου στον πόλεμο του΄40 και άφησε δύο παιδιά, τον αδερφό μου κι εμένα. Έπεσαν οι Γερμανοί στην Κρήτη. Πώς να μας μεγαλώσει; Δούλευε. Έραβε, ήταν η δουλειά της, (φραγκοραφτού). Μετά δούλευε ως υπηρέτρια στο Φρούραρχο του αεροδρομίου Καστελλίου. Μέναμε στο Διαβαϊδέ τον περισσότερο καιρό.

Είχαμε νοικιάσει ένα δωμάτιο. Από εκεί δεν ξέρω πως μπήκε στην Αντίσταση. Θυμάμαι πως με έπαιρνε με τους αντάρτες της Ε.Ο.Κ. στο Σπυριδιανώ και πως έριχναν τους προβολείς από το αεροδρόμιο του Καστελλίου και μου φώναζε να πέσω κάτω!

Άλλη μια φορά στο σπίτι κάποιου αντάρτη, νομίζω Ψαρομιχάλη (σημ.: Ψαροκυριάκου), εκεί έκαναν συνεδρίαση και με έβγαζαν έξω. Πού και τι θα έκαναν. Η μαμά μου είχε ράψει και πηλίκια με την Ε.Ο.Κ. επάνω. Πολλές φορές αργούσε στις συνεδριάσεις. Όμως η γιαγιά μου Μαρία, ήξερε που πήγαινε. Ερχόταν και την παίρνανε κρυφά!

Την τελευταία φορά που ήρθα στο Καστέλλι με ρώτησε κάποιος ηλικιωμένος μήπως είμαι της Ασπασίας κόρη. Του είπα ναι και αυτός απήντησε η μητέρα σου έσωσε το χωριό. Τον έβγαλε από τη γραμμή αποσπάσματος πως θα του σκότωναν το γιο και πολλούς άλλους μετά και μετά. Έπαιρνε λόγια και τα μετέφερε στους αντάρτες. Αυτή ήταν η δουλειά της. Άκουε-έπραττε. Στο τέλος που έφυγαν οι Γερμανοί την έβαλαν οι Έλληνες στη φυλακή.

Μετά τη μετέφεραν και στο Ηράκλειο επί Δραμιτινού! Επειδή δούλευε στους Γερμανούς. (σημ.: Ανθυπομοίραρχος Δραμιτινός Νικόλαος του Ζαχαρία από το χωριό Μάρθα Πεδιάδος Στην απελευθέρωση, υπηρέτησε στη Διεύθυνση Χωροφυλακής Ηρακλείου. Τότε μεταφέρθηκε στις φυλακές Ηρακλείου η Ασπασία Παπουτσάκη, ένα γεγονός που θυμάται η κόρη της Μαρία Ζαφειροπούλου).

Ο Παυλής Ζωγραφιστός ερχόταν πολύ στο σπίτι της γιαγιάς μου. Κουτσαντώνης, Ψαροκυριάκος, Σπυριδιανώ, Αγιές Παρασκιές, μέρη συνεδριάσεως!

Η μητέρα μου γνώριζε και το Φρίξο το γιατρό Καστελλίου. Δεν θυμάμαι καλά το γιατί. Τη φυγάδεψε; Δεν θυμάμαι. Ήμουν έξι χρονών. Πάντως (γνώριζε) πολλούς (Καστελλιανούς). Τον καθηγητή Παπαδάκη στο Καστέλλι κ.α.

Τώρα μεγάλωσα. Είμαι 79 χρονών και υποφέρω. Ο αδελφός μου Γιώργος Παπουτσάκης είναι παπάς. Έχω τέσσερις γιους, 11 εγγόνια και 11 δισέγγονα. Με συγχωρείς για τις ανορθογραφίες μου. Δεν έχω γράψει πουθενά. Ζω στην Αυστραλία από το 1954. Είχα φέρει και τη μητέρα μου εδώ και τον αδερφό μου. Την ξαδέρφη μου Μαρία, της Κατίνας την κόρη και πάρα πολλούς άλλους άγνωστους και μη!

Συνεχίζω τις καλές πράξεις της μητέρας μου και βοηθώ και εδώ πολύ. Έχω ένα βραβείο για τις πράξεις μου.

Θα σου γράψω ακόμη ένα περιστατικό. Όταν έφευγαν οι Γερμανοί, μου λέει η μαμά μου πηγαίνετε με τη Ζαχαρένια, (τότε είχαμε φύγει από το Διαβαϊδέ και μέναμε στου Ξυδά λόγω βομβαρδισμών στο αεροδρόμιο Καστελλίου, εκείνη κατέβαινε κάθε πρωί), στον κήπο να κόψετε τριαντάφυλλα. Διότι θα τα πρόσφερνε σ’ένα Εγγλέζο με τους αντάρτες. Εγώ πήγα με τη Ζαχαρένια και στο τέλος ακούμε πυροβολισμούς.

Νομίζαμε ότι ήτο για μας. Μετά ακούμε τη μαμά μου να μας φωνάζει από μακριά, άσε τα τριαντάφυλλα και έλα στο σπίτι. Όπως έμαθα μετά, κάποιος Γερμανός ερχόταν να χαιρετίσει κάποιους, (ξέρω, δε λέγω) και οι αντάρτες τον σκότωσαν.

(σημ.: Η Μαρίκα Παπουτσάκη-Ζαφειροπούλου, περιγράφει την αποχώρηση των Γερμανών από το Καστέλλι και το επεισόδιο που έγινε στον Ξυδά στις 24 Σεπτεμβρίου 1944. Σε συμπλοκή με τους αντάρτες, σκοτώθηκε ο τότε Διοικητής του πολεμικού αεροδρομίου Καστελλίου. Ο ταγματάρχης Τροστ είχε αποχωρήσει από το Καστέλλι τον Μάιο του 1944).

Φύγαμε μετά. Πήγαμε στη Λύττο γιατί όπως συνήθως, έκαιγαν τα χωριά. Δεν θα το έκαναν όμως λόγω οπισθοχώρησης. Αυτά έχω στο μυαλό μου τώρα! Ευχαριστώ και πάλι που αναφέρατε την κατοχή και τη μητέρα μου που πέθανε μ’ένα καημό. Δεν αναγνωρίστηκε. Μετ’εκτιμήσεως.

Υ.Σ. κ. Γιώργο με ρωτήσατε αν ο θείος μου έβγαζε δική του εφημερίδα, σας είπα όχι, όμως έβγαζε δική του εφημερίδα στο Ηράκλειο μετά που φύγαμε για την Αυστραλία το 1954. Ονομαζόταν «ΚΡΗΤΙΚΟ ΦΩΣ». Όσο για τον πατέρα μου, γεννήθηκε όχι στα Πεζά αλλά στην Αθήνα.

Οι φωτογραφίες που βρήκα είναι αυτές που σας στέλνω. Μετ’εκτιμήσεως.

Μαρίκα Ζαφειροπούλου, (γένος Παπουτσάκη).

Ξέχασα να σας γράψω ότι η μητέρα μου πέθανε το 1988 σε ηλικία 76 ετών από ανακοπή καρδιάς. Την 1η Μαρτίου 1988 στο νοσοκομείο. Γεννηθείσα το 1912».

…………………………

Ο Ιωάννης Λιονάκης ή Μοσκιός, γεννήθηκε το 1926 στο Καστέλλι Πεδιάδος. Οι γονείς του ήταν ο Θεόφιλος και η Ανδριάνη. Ακολούθησε το επάγγελμα του αρτοποιού και με τον αδερφό του Κωστή, δούλευαν τον πατρικό τους φούρνο, «το φούρνο του Λιονή», όπως αναφέρεται μέχρι σήμερα στο Καστέλλι. Ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος ξεσπά όταν ο Γιάννης Λιονάκης ήταν 14 ετών. Στη διάρκεια της κατοχής δουλεύει καταναγκαστικά στους κατακτητές, αφού ο κατοχικός στρατός είχε επιτάξει τον φούρνο.

Ο Γιάννης Λιονάκης ή Μοσκιός από το Καστέλλι Πεδιάδος. Σκοτώθηκε από έκρηξη δυναμίτιδας (σεντίτιδας) στις 26 Ιουνίου 1945, στην προσπάθειά του να ανατινάξει ένα πελώριο κορμό βελανιδιάς για να συλλέξει ξύλα για τον φούρνο του πατέρα του

Στις 24 Σεπτεμβρίου 1944 οι Γερμανοί εγκαταλείπουν το Καστέλλι και συμπτύσσονται στα Χανιά. Τα αδέρφια Κωστής και Γιάννης, (ο Γιάννης ήταν το μικρότερο παιδί της οικογένειας), προσπαθούν να ξαναστήσουν τη δουλειά με τον ξυλόφουρνό τους. Με εκρηκτικά που έχουν αφαιρέσει από γερμανικές βόμβες ξεκινούν το πρωί της 26ης Ιουνίου 1945 και φτάνουν στην τοποθεσία Ατσιπαράς του Διαβαϊδέ. Σε μια μεγάλη κουτσούρα από βελανιδιά, που είχαν κόψει οι Γερμανοί, τοποθετούν τα εκρηκτικά.

Τα ξύλα είναι απαραίτητα ως πρώτη ύλη για τη λειτουργία του φούρνου. Θέλουν να ξεριζώσουν την κουτσούρα και κατόπιν να την τεμαχίσουν. Από λάθος όμως εκτίμηση στην ποσότητα των εκρηκτικών, ίσως και στο μέγεθος του φυτιλιού, γίνεται νωρίτερα η έκρηξη και τραυματίζεται ο Γιάννης. Τα τραύματά του είναι σοβαρά και η αιμορραγία μεγάλη. Ο αδερφός του Κωστής δεν τραυματίζεται.

Τον παίρνει στους ώμους του και κατηφορίζει προς τον Διαβαϊδέ. Στην τοποθεσία «Ξινοσκιά», τον αφήνει και τρέχει προς το Διαβαϊδέ να ζητήσει βοήθεια. Φτάνει στο σπίτι του θείου του Δημητρίου Παναγή Καρυωτάκη απογοητευμένος. Οι χωριανοί τρέχουν. Τον μεταφέρουν στο Καστέλλι. Ο Γιάννης ζει αλλά η αιμορραγία δεν έχει σταματήσει. Τον πηγαίνουν με ένα αυτοκίνητο της εποχής στο Πανάνειο Νοσοκομείο.

Την ίδια μέρα πεθαίνει σε ηλικία 19 χρονών. Ως αιτία καταγράφεται από τους γιατρούς στη ληξιαρχική πράξη θανάτου ότι: «ο θάνατος προήλθε από τραύματα αριστεράς χειρός και των άλλων άκρων».

Η Γεωργία Καρυωτάκη, κόρη του Δημητρίου Παναγή Καρυωτάκη που ο αδερφός του Γιάννη Κωστής Λιονάκης απευθύνθηκε για βοήθεια, τον Μάιο του 2014 θυμάται:

«…ήρθε ο Κωστής στο σπίτι μας και φώναζε ο Γιάννης, ο Γιάννης! και τραβούσε τα μαλλιά του.

–Ηντά’παθε ο Γιάννης; του’πε ο πατέρας μου.

-Εβάρηκε με τη σεντίτιδα!

Επήγανε οι χωριανοί στη Ξινοσκιά και τόνε φέρανε στην πλατεία. Τον είδα. Το μισό πρόσωπό του είχε κρεμάσει. Τόνε λυπήθηκα. Ήτανε νεαρός. Τον επήγανε στο Ηράκλειο και το ίδιο βράδυ πέθανε. Μεγάλη στενοχώρια στο Καστέλλι. Επειδή ήτανε ο πιο μικρός της οικογένειας και τα μικρά παιδιά τα λέγανε τότε μοσκιά, ο Γιάννης επήρε το παρατσούκλι ο Μοσκιός…».

Ο αδερφός του Γιάννη, ο Κωστής Λιονάκης, σε διήγησή του τον Αύγουστο του 2005, περιγράφει τον θάνατο του αδερφού του και αναφέρει στη διήγησή του και την οικιακή βοηθό του ταγματάρχη Τροστ Ασπασία Παπουτσάκη. Συγκεκριμένα, ο Κωστής Λιονάκης θυμάται:

«Ο πατέρας μου είχε ένα ξυλόφουρνο στη Κάτω Γειτονιά του Καστελλίου. Το φούρνο τόνε ξέρανε οι Καστελλιανοί ως το φούρνο του Λιονή. Τη κατοχή μας τόνε πήρανε οι Γερμανοί και τόνε χρησιμοποιούσανε για να ψήνουνε τα δικά ντως ψωμιά. Εγώ εδούλευγα επιστάτης στα μαγειρεία ντως. Ελέγαμε με τον αδερφό μου το Γιάννη όποτε κουβεδιάζαμε για το φούρνο ότι που θα πάει, μια μέρα θα ξεκουμπιστούνε οι Γερμανοί κι εμείς θα ξαναπάρομε το φούρνο μας πίσω.

Εσκεφτήκαμε με τον αδερφό μου το Γιάννη να πάμε να πάρομε μια άδεια να κόβγομε τα ξύλα από τσι ντρυάδες που αφήνουνε οι Ρώσοι. Γιατί οι Γερμανοί εβάνανε Ρώσους κι εκόβγανε όλους τσι ντρυάδες τση περιοχής. Και εμένανε οι κουτσούρες. Εσκεφτήκαμε ότι άμα φύγουνε οι Γερμανοί, έπρεπε να έχομε πολλά ξύλα για να δουλέψει ο φούρνος. Επήγαμε στου Τροστ και του ζητήξαμε την άδεια για τα ξύλα.

Αυτός εγέλασε και μας είπε ήντα τόνε θέλομε το φούρνο αφού οι Γερμανοί δε θα χάσουνε ποτέ το πόλεμο και ο φούρνος θα μείνει για πάντα δικός τος. Εξαναπήγαμε και μας είπε πάλι τα ίδια. Είχε τότες στο σπίτι του μια υπηρέτρια, που τήνε λέγανε Ασπασία. Και λέμε με το Γιάννη να πάμε να βρούμε την Ασπασία, να τήνε παρακαλέσομε να μπει ομπρός και να μας ε δώσει την άδεια ο Τροστ.

Κουτσάφτη τόνε λέγαμε οι Καστελλιανοί, γιατί του’λειπε το μισό δεξί αυτί. Επροσπάθησε η Ασπασία αλλά και πάλι δεν τήνε πήραμε την άδεια. Και άμα εφύγανε οι Γερμανοί επήγαμε μια μέρα με το Γιάννη στον Ατσιπαρά. Κι εκεί ο αδερφός μου ήβαλε δυναμίτη και τινάξει τη ρίζα του ντρυ αλλά πρέπει να μην ήβαλε μεγάλο φτίλι και το μπαρούτι επήρε φωθιά και ετραυματίστηκε. Το μπαρούτι το βγάναμε από τσι βόμβες που δεν εσκούσανε στο αεροδρόμιο.

Με την έκρηξη, ο αδερφός μου ετραυματίστηκε. Εχύθηκε όλο το αίμα του μέχρι το βράδυ που τόνε πήγαμε στο Πανάνειο στο Ηράκλειο και ο Γιάννης μας ήχασε τη ζωή του…».

* Ο Γεώργιος Α. Καλογεράκης είναι δρ Πανεπιστημίου Ιωαννίνων,διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Καστελλίου Πεδιάδος