Το χωριό Αβδελλάς βρίσκεται στον Μυλοπόταμο Ρεθύμνου. Κατοικείται από κατοίκους κυρίως αγροτοκτηνοτρόφους. Την περίοδο της κατοχής 1941-1944, το κύριο επάγγελμα των κατοίκων ήταν η κτηνοτροφία. Τα ποίμνια των Αβδελλιανών βρίσκονταν στις πλαγιές του Ψηλορείτη στο Αβδελλιανό αόρι.

Ο Αβδελλάς «πλήρωσε» τους κατακτητές Γερμανούς με 22 παλικάρια του. Σε δύο εκτελέσεις στην περιοχή Γουρνόλακκος Ψηλορείτη. Στις 3 και 5 Σεπτεμβρίου 1943.

Περπατώντας σήμερα στους δρόμους του χωριού Αβδελλάς, αντικρίζεις τα σπίτια. Εκείνα τα αρχοντικά διώροφα σπίτια, με τα σκαλιστά πελέκια στα ανώφλια. Δεν κατοικούνται. Έχουν αφεθεί στο πέρασμα του χρόνου. Γκρεμισμένες οι στέγες τους, χορταριασμένες οι αυλές, ορθάνοιχτα τα παράθυρα.

Γιατί; Μα γιατί ήταν τα σπίτια των είκοσι δύο Αβδελλιανών που εκτελέστηκαν εκείνον το μαύρο Σεπτέμβρη του 1943 στον Γουρνόλακκο. Οι γυναίκες, τα παιδιά, οι συγγενείς τους, τα εγκατέλειψαν, δεν θέλησαν να κατοικήσουν ξανά εκεί όπου όλα θα τους θύμιζαν τον νοικοκύρη που έπεσε νεκρός από τις κάνες ενός βάρβαρου κατοχικού στρατού.

Τα εγκλήματα του τακτικού γερμανικού στρατού στην Κρήτη τα χρόνια 1941- 1945 ήταν χιλιάδες. Το έγκλημα του Γουρνόλακκου όμως, δεν εξηγείται. Καμιά διαταγή νεκρής ζώνης στον Ψηλορείτη, ως αιτία των εκτελέσεων, δεν μπορεί να επικαλεστεί ο ιστορικός ερευνητής. Γιατί οι κτηνοτρόφοι των ριζίτικων χωριών, πώς θα ζούσαν τις οικογένειές τους;   Πού θα πήγαιναν τα κοπάδια τους; Οι κτηνοτρόφοι του Αβδελλλά, μόνο τον Ψηλορείτη γνώριζαν. Αυτό ήταν το δεύτερο σπίτι τους.

Το αφήγημα των Γερμανών ότι συνελήφθηκαν σε νεκρή ζώνη, ώστε να δικαιολογήσουν την πρώτη εκτέλεση της 3ης Σεπτεμβρίου 1943, δεν αντέχει στην ιστορική έρευνα. Και στη δεύτερη εκτέλεση δυο ημέρες μετά, τι επικαλέστηκαν;

Την ώρα της ταφής των δέκα πρώτων νεκρών από τους συγγενείς τους με ιερέα, ενός πανάρχαιου αρχαιοελληνικού εθίμου να θάβονται οι νεκροί, ποιο ακριβώς ήταν το αφήγημα της δεύτερης εκτέλεσης;

Η βαθύτερη αιτία των γερμανικών εγκλημάτων ήταν η ιδεολογία του φασισμού και του ναζισμού που κυριαρχούσε από τον πλέον υψηλόβαθμο αξιωματικό της Βέρμαχτ μέχρι τον τελευταίο στρατιώτη.

Και μπορεί να μετρούμε ως κρητικοί τριάντα δύο νεκρά παλικάρια στον Γουρνόλακκο, αλλά τα θύματα είναι πολύ περισσότερα. Είναι οι χήρες που δεν ξαναπαντρεύτηκαν και ντύθηκαν στα μαύρα.

Είναι τα σαράντα εφτά (47) ορφανά παιδιά που βρέθηκαν χωρίς πατέρα, το στήριγμα της ζωής τους, να πρέπει να πάρουν τη ζωή στα χέρια τους σε μια ρημαγμένη από τον πόλεμο χώρα. Είναι οι χαροκαμένοι γονείς των νεκρών που έφυγαν από τη ζωή μ’αυτόν τον καημό. Είναι τέλος κάποια κορίτσια που δεν πρόλαβαν να στεφανωθούν τους αγαπημένους τους.

Όλα αυτά στο χωριό Αβδελλάς. Ένα ιστορικό χωριό που δεν μπόρεσε να επανέλθει η ζωή, μετά τον Γουρνόλακκο.

Την Πέμπτη 2 Σεπτεμβρίου 1943, μεγάλη δύναμη πάνοπλων Γερμανών στρατιωτών με λυκόσκυλα, εξερευνούσαν τον Ψηλορείτη με διαταγή του Γερμανού Διοικητή Κρήτης Μπρόγερ.

Ένας αριθμός Γερμανών στρατιωτών βρέθηκε στο Αβδελλιανό αόρι και συνέλαβε δεκατέσσερις κτηνοτρόφους. Όλος ο ορεινός όγκος του Ψηλορείτη είχε κηρυχτεί από τον προηγούμενο Διοικητή Κρήτης Στρατηγό Αντρέ ως νεκρή ζώνη. Μεταξύ των συλληφθέντων βρίσκονταν τρία δεκαεξάχρονα παιδιά, ο Μιχάλης Νικολ. Πρινάρης, ο Γιάννης Νικηφόρος και ο Ιωάννης Ανδρ. Λαμπρινός.

Ο πρώτος από το χωριό Αβδανίτες με καταγωγή της μητέρας του από τον Αβδελλά, ο δεύτερος από το χωριό Κάλυβος και ο Ιωάννης Λαμπρινός από τον Αβδελλά. Έξι από τους συλληφθέντες ήταν Αβδελλιανοί (Μιχελουδάκης Ανδρέας, Μιχελουδάκης Γεώργιος, τα αδέρφια Γιάννης και Πέτρος Πανταλός, Μαθιουδάκης Μιχάλης και Μαθιουδάκης Πέτρος). Δύο ήταν από την Κάλυβο (Παραγιουδάκης Ιωάννης και Κοζορώνης Χαράλαμπος) και τρεις από τον Άγιο Μάμα (Ορφανός Γρηγόρης, Ρουσσάκης Γιάννης και Σαρρής Ελευθέριος).

Το επόμενο πρωί οδήγησαν τους συλληφθέντες στη θέση Γουρνόλακκος Ψηλορείτη. Οι Γερμανοί άφησαν ελεύθερους δυο νεαρούς, τον Μιχάλη Πρινάρη και τον Ιωάννη Λαμπρινό. Το τρίτο παιδί, ο Γιάννης Νικηφόρος επειδή είχε πρώιμη ανάπτυξη και νομίζοντας οι Γερμανοί την ηλικία του μεγαλύτερη, το κράτησαν με τους υπόλοιπους. Αμέσως έστησαν τα πολυβόλα και άρχισαν να τους εκτελούν.

Ο Λευτέρης Σαρρής τρέχοντας στα πλάγια του Γουρνόλακκου, κατάφερε, αν και σοβαρά τραυματισμένος στο χέρι, να διαφύγει. Οι υπόλοιποι έπεσαν από τις δολοφονικές σφαίρες των κατακτητών.

Ο δεκαεξάχρονος Γιάννης Νικηφόρος, βαριά τραυματισμένος, επέζησε της εκτέλεσης, αφού οι Γερμανοί τον θεώρησαν νεκρό και δεν του έδωσαν τη χαριστική βολή όπως έκαναν στους υπόλοιπους. Έτσι, την Παρασκευή 3 Σεπτεμβρίου, δέκα παλικάρια κείτονταν νεκρά στις πλαγιές του Γουρνόλακκου. Έξι από τον Αβδελλά, δύο από Κάλυβο και δύο από τον Άγιο Μάμα. Ο Λευτέρης Σαρρής που κατάφερε να σωθεί από την εκτέλεση, υπέκυψε αργότερα από τα τραύματά του.

Για την πρώτη εκτέλεση στον Γουρνόλακκο την Παρασκευή 3 Σεπτεμβρίου 1943, ο Μιχάλης Νικολάου Πρινάρης διηγείται:

«…την Πέμπτη στις 2 του Σεπτέμβρη εβγήκανε οι Γερμανοί τα όρη. Από τον Αβδελλά εξεκινήσανε. Εμένα και το Λαμπρινό μας επιάσανε στις Ζώμινθες. Ερμέγαμε τα πρόβατα. Τον Καψάλη,  (σημ.:  Μιχελουδάκης Ανδρέας του Αντωνίου) και τον Μετοχάρη,  (σημ.:  Μιχελουδάκης Γεώργιος του Εμμανουήλ), τσι πιάσανε κι αυτούς στσι Ζώμινθες.  Τσι Πανταλούς (σημ.:  Πανταλός Γιάννης και Πέτρος του Ανδρέα, αδέρφια), τσι πιάσανε στσι Λινές.

Το Μιχάλη το Μαθιουδάκη τόνε πιάσανε στου Πρεβεμένου. Το Φουρναρόπετρο,  (σημ.:  Μαθιουδάκης Πέτρος του Δημητρίου), τόνε πιάσανε στην Ανατολική. Είχανε πιασμένους και τρεις από τη Κάλυβο και τρεις από τον Άγιο Μάμα. Ο πατέρας μου ήτονε ο Νικολής ο Πρινάρης από τσ’Αβδανίτες, είχε παντρευτεί από τον Αβδελλά, η γυναίκα του και μάνα μου ήτανε η Αμαλία Μαθιουδάκη. Το πατέρα μου εσκοτώσανε οι Γερμανοί στη δεύτερη εκτέλεση, τη Κυριακή 5 του Σεπτέμβρη.

Ο Γιάννης Μαθιουδάκης με τη σύζυγό του Μαρία από τον Αβδελλά. Μαζί απέκτησαν εφτά παιδιά. Τον Μανόλη (1927), τον Γιώργη (1929), τον Δημήτρη (1931), τον Νικόλαο (1933), τον Ελευθέριο (1936), την Αφροδίτη (1939) και τον Βασίλη (1941). Οι γερμανοί τον δολοφόνησαν μαζί με τον αδερφό του τον Πέτρο στον Γουρνόλακκο. Ο Γιάννης Μαθιουδάκης άφησε πίσω του εφτά παιδιά ορφανά και μία γυναίκα χήρα που έβαλε τα μαύρα ρούχα τον Σεπτέμβριο του 1943 και δεν τα ξανάβγαλε ποτέ. Η Μαρία δεν ξαναπαντρεύτηκε και χρειάστηκε αγώνας για να μεγαλώσει τα παιδιά της και να τα αποδώσει στην κοινωνία με αρχές και αξίες. Από τα εφτά παιδιά, σήμερα (Αύγουστος 2023) ζει μόνο ο Λευτέρης στην Αθήνα.
μαζί του

Μας ελαλούσανε και ενυχτωθήκαμε στο Λαγγό του Βιγκιά. Εκειά εκοιμηθήκαμε. Την άλλη μέρα, τη Παρασκευή, μας επήγανε στο Γουρνόλακκο. Εμένα με ρώτηξε ο Γερμανός πόσο χρονώ είμαι. Κι εγώ ήμουνε δεκαπέντε και του’πα δεκατρία. Αυτό με γλίτωσε.  Ένας Γερμανός μου’πιασε τα μαλλιά τση κεφαλής, με χάιδευε και μου΄λεγε καλό πίκουλο, καλό πίκουλο. Ένας άλλος μου’δωσε μια και με πέταξε τέσσερα πέντε μέτρα μακριά και μου’πε δυνατά φύγε! μαζί με μένα εδιώξανε και το Λαμπρινό. Κι αυτός ήτανε σαν κι εμένα, δεκαπέντε χρονώ.

Έδωσα απάνω και εγύρισα από την άλλη μεριά του Γουρνόλακκου και ετράβηξα στα Ζωνιανά. Μόλις επογύρισα, άκουσα τσι πυροβολισμούς. Άκουσα, μα δεν είδα. Εκατάλαβα ότι εσκοτώσανε τσι υπόλοιπους. Δεν εγύρισα οπίσω, ετράβηξα και εβγήκα στα Ζωνιανά. Ύστερα εμάθαμε πως ο Λευτέρης ο Σαρρής από τον Άγιο Μάμα τραυματίστηκε αλλά εκατάφερε και τόνε ξέφυγε τω Γερμανώ και ο Γιάννης ο Νικηφόρος, ένα κοπέλι δεκάξι χρονώ από τη Κάλυβο, τόνε χτυπήσανε οι σφαίρες αλλά εγλίτωσε, δεν επέθανε…».

(πηγή:  Μιχάλης Πρινάρης του Νικολάου, διήγηση στον Γεώργιο Α. Καλογεράκη, αύλειος χώρος Δημοτικού Σχολείου Αβδελλά, Δευτέρα, 5 Ιουνίου 2023).

Σαν έφτασε στον Αβδελλά το βράδυ της Παρασκευής 3 Σεπτεμβρίου 1943 το μαντάτο της εκτέλεσης, όλοι σάστισαν. Δεν μπορούσαν να δεχτούν ότι έξι άνθρωποί τους, οι Μιχελουδάκης Αντρέας και Γιώργης, τα αδέρφια Γιάννης και Πέτρος Πανταλός και οι Μιχάλης και Πέτρος Μαθιουδάκης κείτονταν νεκροί στον Γουρνόλακκο.  Τον αριθμό των δέκα νεκρών συμπλήρωναν οι  Γρηγόρης Ορφανός και Γιάννης Ρουσσάκης από τον Άγιο Μάμα και οι Γιάννης Παραγιουδάκης και Χαράλαμπος Κοζορώνης από την Κάλυβο.

Οι γυναίκες ξερίζωναν τα μαλλιά τους, παιδιά έκλαιγαν, όλοι γέροι και νέοι ξεκίνησαν το πένθος. Εκείνο το βράδυ, κανείς στον Αβδελλά δεν κοιμήθηκε. Την επόμενη ημέρα, το Σάββατο 4 Σεπτεμβρίου, σε σύναξη του χωριού αποφασίστηκε να ανεβούν όσοι μπορούν, συγγενείς και φίλοι στον Γουρνόλακκο και να θάψουν τους νεκρούς τους εκεί ή να τους μεταφέρουν και να τους ενταφιάσουν στον Αβδελλά.

Όλοι γνώριζαν ότι η περιοχή  είχε κηρυχτεί από την προηγούμενη χρονιά νεκρή ζώνη. Άρχισαν να αναζητούν ένα ιερέα για να τον πάρουν μαζί τους για την τελετή. Ίσως να πήγαινε και αντιπροσωπεία στο Ρέθυμνο για να διασφαλίσει την άδεια ταφής και μεταφοράς των νεκρών. Η ημέρα περνούσε αλλά ιερέας δεν βρισκόταν. Άδεια ταφής από τις κατοχικές αρχές δεν δόθηκε ποτέ.

Ο Επαμεινώντας Λαμπρινός με τη σύζυγό του Στεφανία (Μαθιουδάκη). Ο Επαμεινώντας εκτελέστηκε στις 5 Σεπτεμβρίου 1943 στον Γουρνόλακκο. Δυο ανίψια του έπεσαν κι αυτά θύματα των εκτελέσεων στον Γουρνόλακκο. Ο Μιχάλης Μαθιουδάκης στις 3 Σεπτεμβρίου και ο Μανόλης Μαθιουδάκης στις 5 Σεπτεμβρίου. Η γυναίκα του, Στεφανία Μαθιουδάκη, έχασε εκτός από τον άντρα της Λαμπρινό και δυο της αδέλφια. Τον Πέτρο (στις 3 Σεπτεμβρίου) και τον Γιάννη (στις 5 Σεπτεμβρίου).
ο Νίκος

Η ημέρα κύλησε με την αγωνία των συγγενών για τους δικούς τους νεκρούς ανθρώπους, μην τους κατασπαράξουν στον Ψηλορείτη τα όρνια. Την επόμενη ημέρα, Κυριακή 5 Σεπτεμβρίου, ο ιερέας των Λιβαδίων παπά Ανδρέας Βαρδιάμπασης δέχτηκε να συνοδεύσει τους συγγενείς των νεκρών στον Γουρνόλακκο. Η πομπή ξεκίνησε από τη θέση «Πηγάδια» του Αβδελλά.

Οι γυναίκες του χωριού παρέμειναν εκεί και περίμεναν την επιστροφή των δικών τους. Κάποιοι έφεραν μαζί και τα μουλάρια τους μήπως μεταφέρουν τους νεκρούς. Μαζί με τους κατοίκους πήγε και ο δάσκαλος του χωριού Νικόλαος Δετοράκης.

Συνολικά στον Γουρνόλακκο έφτασαν 22 άτομα. Άφησαν τρεις σκοπούς για να εποπτεύουν την περιοχή και να αντιληφθούν αν έρχονται Γερμανοί και ξεκίνησαν την τελετή. Οι νεκροί τυλίγονταν σε σεντόνια  και ο ιερέας έψαλλε. Οι σκοποί αντιλήφθηκαν μια γερμανική περίπολο να κατευθύνεται στον Γουρνόλακκο και ειδοποίησαν αμέσως. Κάποιοι θέλησαν να φύγουν, επικράτησε όμως η γνώμη να παραμείνουν.

-Οι Γερμανοί τι θα μας κάνουν;   Θα μας σκοτώσουν την ώρα της ταφής των νεκρών;   Αυτά έλεγαν οι περισσότεροι. Και συνέχισαν το μακάβριο έργο τους.

Μόλις οι Γερμανοί έφτασαν στον λάκκο, αμέσως άνοιξαν πυρ και τους δολοφόνησαν. Είκοσι ένα παλικάρια έπεσαν στα βράχια. Μαζί με τους πρώτους νεκρούς, ο αριθμός των σκοτωμένων ανήλθε στους 31.

Σ’αυτόν τον αριθμό προστέθηκε και ο Λευτέρης Σαρρής που είχε τραυματιστεί στην πρώτη εκτέλεση. Είχε διαφύγει, αλλά πέθανε από τα τραύματά του. Ένας από την ομάδα των πατριωτών που είχαν φτάσει στον Γουρνόλακκο διασώθηκε, αφού άκουσε τους σκοπούς και απομακρύνθηκε. Ο Χαράλαμπος Νικολούδης. Ο συνολικός αριθμός των θυμάτων του χωριού Αβδελλάς και στις δύο εκτελέσεις ήταν εικοσιδύο (22) νεκροί και ο δάσκαλος του χωριού Νικόλαος Δετοράκης.

Οι ώρες περνούσαν βασανιστικά. Οι γυναίκες του χωριού περίμεναν υπομονετικά στη θέση «Πηγάδια». Ώσπου ήρθε το νέο κακό μαντάτο από τον διασωθέντα Χαράλαμπο Νικολούδη. Η τραγωδία ολοκληρώθηκε. Ο Αβδελλάς δεν μπόρεσε ποτέ να ξαναγίνει κανονικό χωριό. Είχε πλέον ερημώσει. Τα σπίτια των νεκρών εγκαταλείφθηκαν. Τα μαύρα ρούχα έγιναν καθημερινότητα.

Τέσσερις κάτοικοι του χωριού Αβδελλά. Από δεξιά: Ο Μιχάλης Πρινάρης του Νικολάου. Οι Γερμανοί τον συνέλαβαν στις 2 Σεπτεμβρίου 1943 μαζί με τον φίλο του Ιωάννη Λαμπρινό την ώρα που άρμεγαν τα ζώα τους στην περιοχή Ζώμινθες. Τον Μιχάλη τον άφησαν ελεύθερο αλλά ο πατέρας του ήταν μεταξύ των θυμάτων της δεύτερης εκτέλεσης στις 5 Σεπτεμβρίου 1943. Η μητέρα του Μιχάλη ήταν η Αμαλία Μαθιουδάκη από τον Αβδελλά. Δίπλα του ο Γεώργιος Μιχελουδάκης ή Σμπίνος. Οι Γερμανοί εκτέλεσαν στον Γουρνόλακκο τον πατέρα του, Μιχελουδάκη Μανόλη, και τον αδελφό του πατέρα του, Μιχελουδάκη Χαράλαμπο, στις 5 Σεπτεμβρίου 1943. Τρίτη από δεξιά η Δήμητρα Καλλέργη– Λαμπρινού. Οι Γερμανοί στον Γουρνόλακκο εκτέλεσαν τον πατέρα της, Καλλέργη Ιωάννη, στις 5 Σεπτεμβρίου 1943 και τον αδερφό της μητέρας της Μιχελουδάκη Αντρέα του Αντωνίου, στις 3 Σεπτεμβρίου 1943. Ο άλλος αδερφός της μητέρας της, Μιχελουδάκης Ιωάννης του Αντωνίου, σκοτώθηκε στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο 1940-1941. Πρώτος από αριστερά ο Γιάννης Μαθιουδάκης του Νικολάου. Οι Γερμανοί στον Γουρνόλακκο στις 5 Σεπτεμβρίου 1943 εκτέλεσαν δύο αδέρφια του πατέρα του. Τον Γιώργη και τον Γιάννη (Πανάγηδες). Ο Γιώργης Μαθιουδάκης ήταν νιόπαντρος με τη Μαρία, δεν είχαν προλάβει να αποκτήσουν παιδιά. Ο Γιάννης ήταν ανύπαντρος. Η Μαρία έμεινε χήρα στα νιάτα της, δεν ξαναπαντρεύτηκε, φόρεσε μαύρα ρούχα και δεν τα έβγαλε ποτέ ως τον θάνατό της. Η παραπάνω φωτογραφία λήφθηκε τη Δευτέρα, 5 Ιουνίου 2023 στον αύλειο χώρο του Δημοτικού Σχολείου Αβδελλά, ενός σχολείου που έχτισαν οι Αβδελλιανοί το 1941 και 1942, με πρωτοβουλία του δασκάλου του χωριού Νικολάου Δετοράκη, θύμα και ο ίδιος της εκτέλεσης στον Γουρνόλακκο στις 5 Σεπτεμβρίου 1943.
στο μαντήλι

Ένα ακόμη έγκλημα του βάρβαρου ναζιστικού και φασιστικού στρατού, προστέθηκε στα έργα και τις ημέρες του στην Κρήτη.

Στις 30 Ιουνίου 2023, ο κ. Γιάννης Νικολούδης, συνταξιούχος τραπεζικός υπάλληλος, μας παρέδωσε έγγραφο – μαρτυρία από τον θείο του και μοναδικό διασωθέντα της δεύτερης εκτέλεσης στον Γουρνόλακκο, Χαράλαμπο Νικολούδη. Γράφει ο Γιάννης Νικολούδης:

«Καταθέτω τη μαρτυρία μου, για την εκτέλεση των 23 Αβδελλιανών χωριανών μου, στον Γουρνόλακκο από τους Γερμανούς. Την έχω ακούσει από τον ίδιο τον θείο μου, Νικολούδη Χαράλαμπο, αδελφό του πατέρα μου, που ήταν ο μοναδικός επιζών και αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων του Γουρνόλακκου.

Τον είχα ρωτήσει γιατί ήθελα να μάθω όλη την αλήθεια των γεγονότων της εκτέλεσης. Τον ρώτησα και του είπα:

-Πες μου θείε, εσύ που είδες και έζησες όλα τα γεγονότα, από την αρχή που ξεκινήσατε από το χωριό να πάτε να πάρετε τους πρώτους σκοτωμένους, μέχρις ότου ήρθαν στον Γουρνόλακκο οι Γερμανοί, τι ακριβώς συνέβη;

Μου απάντησε:

-Ξεκινήσαμε να πάμε να πάρομε τους σκοτωμένους μας, γιατί θα τους έτρωγαν τα όρνια και οι σκύλοι. Από την οικογένεια του κάθε σκοτωμένου είχαν έρθει 2 και 3 άτομα. Ξέραμε ότι η περιοχή νότια των χωριών μας, προς τα βουνά, ήταν απαγορευμένη ζώνη από τους Γερμανούς για να μη βρίσκουν εκεί καταφύγιο από τα γύρω χωριά , όσοι ήταν αντίθετοι στους Γερμανούς και θα τους πολεμούσαν ως αντάρτες.

Έλεγε η διαταγή απαγόρευσης, ότι όσοι πιαστούν σε απαγορευμένες περιοχές θα εκτελούνται. Όταν φτάσαμε στον τόπο της εκτέλεσης, είπαμε να βάλομε 2- 3 άτομα φύλακες, να βλέπουν στα ψηλά σημεία, μήπως έρχονται οι Γερμανοί. Το ένα μέρος ήταν δυτικά από τη μεριά των Μαργαριτών, η πρόσβαση από εκεί ήταν πιο εύκολη για να έρθουν. Το άλλο μέρος ήταν βόρεια από τη μεριά των δικών μας χωριών, όπου είχαμε έρθει εμείς.

Μετά την τοποθέτηση των φυλάκων, αρχίσαμε να τυλίγομε τους σκοτωμένους σε κουβέρτες, που είχαμε πάρει μαζί μας, για να τους φορτώσομε στα μουλάρια. Πριν ολοκληρώσομε αυτή την πολύ δυσάρεστη διαδικασία, ο φύλακας που ήταν δυτικά, από τις Μαργαρίτες, ο Μιχελουδάκης Δημήτρης ή Γαλανοδημήτρης, κατέβηκε λίγο πιο χαμηλά και μας φώναξε δυνατά. Γερμανοί έρχονται και όσοι μπορείτε φύγετε! Αυτός έφυγε αμέσως προς την αντίθετη κατεύθυνση από αυτή που έρχονταν και γλίτωσε!

(Σημ.: Και αυτός ήταν θείος μου πρώτος, της αδελφής της μάνας μου σύζυγος. Δεν τον ρώτησα να μου πει το ιστορικό, για δυο λόγους. Ο ένας γιατί δεν έζησε τα γεγονότα, αφού έφυγε και ο άλλος γιατί μετά την κατοχή, μετοίκησε λόγω φτώχειας στην Αθήνα. Πέθανε νέος, τον είχα δει 2-3 φορές στη ζωή μου, όταν ήμουν 15-16 χρονών).

Όταν φώναξε ο σκοπός- φύλακας, Γερμανοί έρχονται και όσοι μπορείτε φύγετε, τρέξαμε όλοι να φύγομε και ανεβαίναμε τα πλάγια, τους λόφους του Γουρνόλακκου. Τότε πριν απομακρυνθούμε και φύγομε, ένας από αυτούς που είχαμε πάει… καλούσε τους άλλους να γυρίσουν πίσω και έλεγε. Μη φεύγετε μωρέ, δεν θα μας κάνουν τίποτα, γιατί εμείς ήρθαμε να πάρομε τους σκοτωμένους. Τότε άρχισαν να γυρίζουν μερικοί πίσω και αυτό έφαε και τσι υπόλοιπους, γιατί δεν ήθελαν αφού είχαν έρθει όλοι μαζί, να τους αφήσουν και να φύγουν!

Τότε ο θείος μου ο Νικολούδης Χαράλαμπος, μου λέει δακρυσμένος, σα να βλέπω τα μάθια του:

Η Δήμητρα Λαμπρινού – Καλλέργη στέκεται μπροστά στο ερειπωμένο σπίτι του πατέρα της, Ιωάννη Καλλέργη του Ιωάννου. Ο Ιωάννης Καλλέργης εκτελέστηκε στον Γουρνόλακκο στις 5 Σεπτεμβρίου 1943. Τα σπίτια των 22 Αβδελλιανών που εκτελέστηκαν στον Γουρνόλακκο εγκαταλείφθηκαν στη φθορά του χρόνου.
που είχε πάντα

-Εγώ δεν είχα καμιά εμπιστοσύνη στους βρωμογερμανούς! Σκέφτηκα και είπα, εγώ δεν γυρίζω, θα κρυφτώ επαέ, ήμουν σε μεγάλη απόσταση από τον Γουρνόλακκο και αν δω ότι δεν τους πειράζουν θα γυρίσω. Αν δω ότι θα τους σκοτώσουν θα φύγω. Έφτασαν οι Γερμανοί και αμέσως τους μάζεψαν και τους έβαλαν στη σειρά. Είχαν και σκύλους μαζί τους και τους έβαλαν να μυρίζονται, μήπως είχε κρυφτεί κανείς.

Οι σκύλοι ακολουθούσαν τα ζάλα- αποβολές, όσων είχαν φύγει αρχικά και μετά γύρισαν πίσω και γύρναγαν πίσω και οι σκύλοι. Ένας σκύλος, βλέπω και ακολουθεί μια αποβολή και ερχόταν προς τη δική μου κατεύθυνση. Τότε σκέφτηκα και είπα, εδά θα με βρει ο παντέρμος! Όσο με πλησίαζε μεγάλωνε η αγωνία μου. Ξαφνικά βλέπω το σκύλο και κάνει στροφή και γυρίζει πίσω!

Με είχε πλησιάσει σε απόσταση 30 με 40 μέτρα. Πήρα ανάσα, γιατί μέχρι τότε κρατούσα και την αναπνοή μου και κατάλαβα τι είχε συμβεί! Για καλή μου τύχη ο σκύλος δεν ακολούθησε τα δικά μου ζάλα, αλλά κάποιου άλλου, που ενώ φύγαμε μαζί, αυτός γύρισε πίσω. Φάνηκα πολύ τυχερός, γιατί αν είχε ακολουθήσει τα δικά μου, θα με εύρισκε εκεί που κρυβόμουν και θα με σκότωναν και μένα.

Δεν μπορούσα να φύγω αμέσως, γιατί αν έφευγα, οι σκύλοι θα με έπαιρναν χαμπάρι και θα με κυνηγούσαν. Έμεινα εκεί, δεν έβλεπα στον λάκκο τους άλλους, γιατί κρυβόμουν, άκουσα μετά τους πυροβολισμούς και τις φωνές τους.

Αφού έφυγαν οι Γερμανοί, έφυγα και εγώ και έφερα τα δυσάρεστα μαντάτα στο χωριό μας και μαθεύτηκαν μετά και στα γύρω χωριά. Το χωριό μας έχασε άδικα πολλά παλικάρια του και έμειναν μάνες που είχαν χάσει τα παιδιά τους και χήρες τους άντρες τους. Όλο το χωριό ήταν ντυμένο στα μαύρα για πολλά χρόνια. Η επιβίωση των ανθρώπων την κατοχή ήταν πολύ δύσκολη και οι μαυροφορεμένες μανάδες, χήρες με πολλά ορφανά, αντιμετώπιζαν πολύ μεγάλα προβλήματα στην ανατροφή των παιδιών τους».

 

*Ο Γεώργιος Α. Καλογεράκης είναι δρ. Πανεπιστημίου  Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Καστελλίου