Ο Αλέξανδρος Πουλακάκης, το 1923 κατασκεύασε στην κεντρική πλατεία της πόλης του Ηρακλείου ένα κλειστό θέατρο, δίδοντάς του το όνομά του. Το ονόμασε «Θέατρο Πουλακάκη» και ξεκίνησε να λειτουργεί προβάλλοντας κινηματογραφικές ταινίες αλλά και θεατρικές παραστάσεις. Ο χώρος χρησιμοποιήθηκε από τους Γερμανούς την περίοδο της κατοχής 1941-1944 για συγκεντρώσεις, ομιλίες, συνέδρια Κοινοτήτων και άλλες δραστηριότητες των κατοχικών αρχών. Το 1933 το θέατρο Πουλακάκη άλλαξε ιδιοκτήτη αλλά η ονομασία του παρέμεινε η ίδια. Μετά την απελευθέρωση, τον Δεκέμβριο του 1944, το κινηματοθέατρο «Πουλακάκη», μετονομάστηκε σε «ΗΛΕΚΤΡΑ».
Στην φιλογερμανική εφημερίδα του Ηρακλείου ΚΡΗΤΙΚΟΣ ΚΗΡΥΞ, δημοσιεύονταν από τους πρώτους μήνες της κατοχής οι κινηματογραφικές ταινίες, οι οπερέτες, οι θεατρικές και καλλιτεχνικές παραστάσεις θιάσων, (πάντοτε με Γερμανούς καλλιτέχνες, γερμανικές κινηματογραφικές ταινίες, Γερμανούς μουσικούς και γερμανικές μπάντες) που παίζονταν στο θέατρο «Πουλακάκη».
Η είσοδος στην αίθουσα επιτρέπονταν σε όλους τους πολίτες του Ηρακλείου, πληρώνοντας βέβαια το ανάλογο τίμημα. Οι Γερμανοί αξιωματούχοι, στο κινηματοθέατρο «Πουλακάκη», εξυπηρετούσαν και τους προπαγανδιστικούς σκοπούς τους, αφού πριν από κάθε κινηματογραφική ταινία ή θεατρική παράσταση, πρόβαλαν σκηνές από τα μέτωπα του πολέμου, (υμνώντας πάντοτε τις νίκες του φασιστικού και ναζιστικού στρατού τους και προβάλλοντας μονολόγους του παράφρονα Χίτλερ). Αυτά τα ονόμαζαν «ζουρνάλ» και η χρονική διάρκειά τους ήταν μεγάλη. Ενδεικτικά αναφέρουμε μία από τις πρώτες δημοσιεύσεις στην εφημερίδα ΚΡΗΤΙΚΟΣ ΚΗΡΥΞ Ηρακλείου με ημερομηνία 13 Νοεμβρίου 1941:
ΠΟΥΛΑΚΑΚΗ
Σήμερον ώρα 6μ.μ. ΒΙΛΥ ΦΡΙΤΣ και ΓΚΕΟΡΓΚ ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ
Με την θαυμαστήν οπερέτταν
ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΤΗΣ ΧΘΕΣΙΝΗΣ ΝΥΧΤΑΣ
Τας Κυριακάς δύο παραστάσεις, ώρα 3μ.μ. και 6 μ.μ.
Οι Ηρακλειώτες αρχικά μετείχαν και παρακολουθούσαν τις δραστηριότητες της κινηματογραφικής αίθουσας, αλλά στη συνέχεια όταν διαπίστωσαν τους προπαγανδιστικούς σκοπούς των κατακτητών, «γύρισαν τις πλάτες τους» και απομακρύνθηκαν απ’αυτήν. Οι μόνοι που πήγαιναν ήταν όσοι συνεργάζονταν με τις κατοχικές αρχές, οι δοσίλογοι και οι μαυραγορίτες, χειροκροτώντας με πάθος τα γερμανικά «ζουρνάλ». Στην εφημερίδα ΚΡΗΤΙΚΟΣ ΚΗΡΥΞ, με ημερομηνία 6 Δεκεμβρίου 1943, διαβάζουμε:
Κινηματογράφος ΠΟΥΛΑΚΑΚΗ
Σήμερον 2 ½ – 4 ½ με ελληνικούς τίτλους ΑΣΤΥΝ. ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑΙ
Ανελίζε Ούλικ, Πάουλ Κλίνκερ
Δευτέρα ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ με τον Μπενζαμίνο Τζίλι.
Δις της εβδομάδος νέα πολεμικά ζουρνάλ
Στα πλαίσια λοιπόν της προπαγάνδας των σχεδίων υψηλόβαθμων Γερμανών αξιωματούχων για τη θετική προσέγγιση των πολιτών της πόλης του Ηρακλείου με τις αρχές κατοχής, ο Φρούραρχος Ηρακλείου Δρ. Στόσμπεργκ αποφασίζει να διαθέσει 500 εισιτήρια κινηματογράφου για τους υπαλλήλους «των Ελληνικών υπηρεσιών, της Επιτροπής Ελέγχου και τους διδασκάλους».
Διαβάζουμε σε έγγραφο του αρχείου της Γερμανικής Στρατιωτικής Διοικήσεως Κρήτης (Α.Γ.Σ.Δ.Κ.), με ημερομηνία 31 Μαρτίου 1943:
«Την Κυριακήν 4 Μαρτίου, την 10ην πρωϊνήν, εις τον εν τη πλατεία της Ελευθερίας Κινηματογράφον, θα λάβη χώραν μία κινηματογραφική παράστασις. Σας διαβιβάζω 500 εισιτήρια δωρεάν, ίνα τα διαθέσητε. Προς τούτοις παρακαλώ να λάβητε εν πρώτοις υπ’ όψιν σας τους υπαλλήλους των Ελληνικών υπηρεσιών και της Επιτροπής Ελέγχου καθώς και τους διδασκάλους».
Όμως αναφέρεται λάθος ως ημερομηνία της κινηματογραφικής παράστασης η 4η Μαρτίου, αφού το έγγραφο έχει ημερομηνία 31 Μαρτίου. Η παράσταση δόθηκε την Κυριακή 4 Απριλίου. Τη διάθεση των εισιτηρίων, ανέλαβε ο Νομάρχης Ηρακλείου Εμμανουήλ Ξανθάκης, στέλνοντας στον Φρούραρχο ευχαριστήριο έγγραφο με ημερομηνία 3 Απριλίου 1943. Γράφει στο ευχαριστήριό του ο Νομάρχης Εμμανουήλ Ξανθάκης:
«Έχομεν την τιμήν να γνωρίσωμεν την λήψιν των 500 εισιτηρίων δια την κινηματογραφικήν παράστασιν χάριν του πληθυσμού και παρακαλούμεν όπως δεχθήτε τας θερμάς ημών ευχαριστίας δια το μεγάλον ενδιαφέρον το οποίον δεικνύετε δια την ψυχαγωγίαν των κατοίκων. Τα εισιτήρια διηνείμαμεν συμφώνως τη επιθυμία σας…».
Η παράσταση δόθηκε την Κυριακή 4 Απριλίου 1943 στην κατάμεστη κινηματογραφική αίθουσα Ηρακλείου του θεάτρου «Πουλακάκη». Οι θεατές, μεγάλο μέρος των οποίων ήταν δάσκαλοι, (αναγκάστηκαν να παρευρεθούν από τους επιθεωρητές εκπαίδευσης), παρακολούθησαν την ταινία «Βιεννέζικο αίμα». Πριν την έναρξη της κινηματογραφικής ταινίας, ο Γερμανός σκηνοθέτης υπέβαλε τους θεατές στη συνήθη δοκιμασία. Παρακολούθησαν προπαγανδιστικά στιγμιότυπα από τη δράση της Βέρμαχτ στα μέτωπα του πολέμου και λόγους του Αδόλφου Χίτλερ.
Η εφημερίδα του Ηρακλείου «Κρητικός Κήρυξ», με άρθρο που δημοσιεύτηκε στην πρώτη της σελίδα στις 6 Απριλίου 1943 με τίτλο «Κινηματογραφική παράστασις δια τους υπαλλήλους», σχολιάζει το γεγονός. Ο αρθογράφος θεωρεί τη δωρεάν διανομή των εισιτηρίων ως μεγάλη χάρη του Φρουράρχου προς τους πολίτες του Ηρακλείου και δεν παραλείπει να εκφράσει στις λίγες γραμμές του άρθρου τα φιλογερμανικά και ανθελληνικά του αισθήματα. Η φράση του …και της αγαθής συνεργασίας των κατοίκων μετά των στρατευμάτων κατοχής…, μόνον οίκτο για τον συντάκτη της προκαλεί. Συγκεκριμένα, στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας Κρητικός Κήρυξ διαβάζουμε:
«Εν τω πλαισίω του ζωηρού ενδιαφέροντος, όπερ δεικνύει ο Φρούραρχος Ηρακλείου, Δόκτωρ Στόσμπεργκ δια την πόλιν και τον νομόν μας, τόσον δια τον επισιτισμόν του πληθυσμού, όσον και δια την διατήρησιν της τάξεως και της αγαθής συνεργασίας των κατοίκων μετά των στρατευμάτων κατοχής, ενδιεφέρθη και δια την ψυχαγωγίαν του πληθυσμού. Ούτω προχθές Κυριακήν 4ην Απριλίου, διέθεσεν δωρεάν κινηματογραφικήν ταινίαν προς ψυχαγωγίαν των δημοσίων υπαλλήλων της πόλεως και των οικογενειών των, εις τον κινηματογράφον Πουλακάκη. Σύσσωμος ο υπαλληλικός κόσμος της πόλεώς μας, παρηκολούθησεν μετά ζωηρού ενδιαφέροντος την ταινίαν «Βιενέζικο αίμα», της οποίας προηγείτο ζουρνάλ εξ όλων των πολεμικών μετώπων. Ο υπαλληλικός κόσμος και αι οικογένειαι των θερμώς ευχαριστούν τον κ. Φρούραρχον Ηρακλείου δια το ευγενές αυτού ενδιαφέρον.
Η προβολή μικρών προπαγανδιστικών ταινιών στους πολίτες, εξυπηρετώντας τους σκοπούς της προπαγάνδας, οδήγησε στη δημιουργία θερινού κινηματογράφου στο Δημοτικό Γεωπονικό κήπο του Ηρακλείου. Το έργο ονόμασαν οι κατακτητές «εκπολιτιστικό», κατασκευάστηκε από εργάτες καταναγκαστικής εργασίας και ξεκίνησε να λειτουργεί τον Μάιο του 1943. Όπως γράφει ο αρθογράφος της εφημερίδας «Κρητικός Κήρυξ» στις 21 Απριλίου 1943:
«…αι Γερμανικαί αρχαί προσθέτουν ήδη εις τα τόσα άλλα εκπολιτιστικά έργα των, εν τω Νομώ μας και νέον σημαντικόν έργον το οποίον συντελείται ήδη εις την πόλιν. Πρόκειται περί του θερινού Κινηματοθεάτρου, του οποίου η κατασκευή ήρχισεν ήδη εντός του ευρυτάτου χώρου του Δημοτικού Γεωπονικού κήπου παρά την Καινούργια Πόρτα. Το υπέροχον αυτό έργον πολιτισμού, το οποίον γίνεται ήδη συμφώνως προς την τελευταίαν λέξιν της Γερμανικής μηχανικής επιστήμης, θα αποτελέση ασφαλώς εν από τα αξιολογώτερα πολιτιστικά έργα των αρχών κατοχής εις την πόλιν μας, η οποία θα διατηρή, επ’ άπειρον μιαν ευγνώμονα ανάμνησιν. Καθ’ α πληροφορούμεθα, η λειτουργία του κινηματοθεάτρου τούτου θα λάβη χώραν εντός του μηνός Μαΐου..».
Θερινό κινηματογράφο είχαν οι Γερμανοί και σε όλους τους χώρους συγκέντρωσης του κατοχικού τους στρατού. Στο Καστέλλι Πεδιάδος που ήταν η έδρα του πολεμικού αεροδρομίου, αρχικά ο κινηματογράφος λειτουργούσε στο κτήριο αναψυχής των στρατιωτών τους (Soldatenheim) και αργότερα, το 1943 σε ένα χωράφι που είχαν διαρρυθμίσει ανάλογα στην ανατολική έξοδο του χωριού. Οι παραστάσεις γίνονταν αποκλειστικά για τον γερμανικό στρατό και για τους Καστελλιανούς, για λόγους προπαγάνδας. Οι πιτσιρίκοι και οι έφηβοι που έβρισκαν τρόπους να παρακολουθούν κρυφά το θέαμα, όταν έπεφταν στην αντίληψη των κατακτητών, δέρνονταν και φυλακίζονταν. Ενδεικτικά ακολουθούν οι αφηγήσεις των Ιωάννου Μαυραντωνάκη, Κίμωνα Ζωγραφάκη, Θεόδωρου Καμπάνη και Γεωργίου Τζανακάκη, έφηβοι τα χρόνια της κατοχής που ήταν και ενεργά μέλη της Κρητικής Αντίστασης απέναντι στον βάρβαρο κατακτητή:
« …ήμουν μαθητής στο Γυμνάσιο. Πριν φύγω για τη Μέση Ανατολή, οι Γερμανοί στο Καστέλλι μας είχαν πιάσει μαζί με τον Κίμωνα. Τι κάναμε και μας πιάσανε; Καθόμαστε και βλέπαμε κινηματογράφο (γερμανικό), στο Μεϊντάνι και βγήκε ένας Γερμανός αξιωματικός κι έπιασε εμένα και τον Κίμωνα. Οι άλλοι την κοπανήσανε. Ήτανε ο Λευτέρης του Λεωνίδα και το Γκριάκι το Γιωργιό (Κουντάκης Γεώργιος).
Μας παίρνουνε και μας πάνε στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, στην αυλή του σχολείου, και μας στήνουνε στον τοίχο. Και ήτανε οι Γερμανοί γύρω γύρω. Και λέει ο Κίμωνας στους Γερμανούς που ήταν εκεί «Καμαράτο, καπούτ ;» Αλλά αυτοί το κάνανε έτσι για να φοβηθούμε και να γελάσουνε. Μπαίνει ο αξιωματικός μέσα και φέρνει το πιστόλι. Και μας βάνει μπροστά. Λέω του Κίμωνα, κακομοίρη σα το σκύλο στ’αμπέλι θα πάμε. Μας επήγε σ’ένα δωμάτιο που ήτανε στου δασκάλου του Παπαδάκη δίπλα, κι είχε μέσα ξυλεία, καδρόνια μέχρι την κορφή.
Ίσα ίσα που καθόμαστε σε μια γωνιά. Εκεί εξημερωθήκαμε. Την άλλη μέρα τώρα πέρασε ο Αντρέας του Μακρύ Στελιανού και του λέει ο Κίμωνας, μωρέ Αντρέα, φέρε μας τσιγάρα. Και μας έφερε οχτώ τσιγάρα. Τότε τα παίρναμε χύμα. Η πόρτα είχε χαραμάδες και μας τα’δωσε τα τσιγάρα από μια χαραμάδα. Τόνε βλέπει ο Γερμανός που μας είχε πιάσει από μέσα και τον αρχίζει. Ακούμε εμείς τσι φωνές του Αντρέα. Ανοίγει η πόρτα και μπαίνει ο Αντρέας μέσα και τρέχανε τα αίματα από πάνω του. Έρχεται μετά η αδερφή του η Λευτερία με τη Ζητονικόλενα απ’έξω και της λέει να πει στον Τζωρτζ να’ρθει να τον βγάλει. Ο Αντρέας εδούλευε στην Ηλεκτρική. (Η Ηλεκτρική ήταν ένα κτήριο κτισμένο λίγο έξω από το χωριό Βαρβάρω. Μια πετρελαιομηχανή, λειτουργούσε και παρήγαγε ηλεκτρικό ρεύμα. Η ενέργεια χρησιμοποιούνταν στις πολεμικές εγκαταστάσεις και στα ηλεκτροφόρα σύρματα του πολεμικού αεροδρομίου Καστελλίου).
Κι ήτανε εκεί ένας πολίτης Γερμανός μηχανικός, ο Τζωρτζ. Και ήρθε πράγματι ο Τζωρτζ και τον έβγαλε τον Αντρέα. Εμείς τώρα εμείναμε εκεί. Μας λέει ο Γερμανός ότι θα δουλεύετε την ημέρα και τη νύχτα θα κοιμάστε εδώ. Εκεί στον Αη Γιώργη από πίσω ήτανε ένα κυπαρίσσι. Επήγαμε να ξεφορτώσομε κάτι πράγματα και μια στιγμή ο Κίμωνας παίρνει δρόμο και φεύγει. Και πάει και κρύβεται στου Κουτσοσήφη το σπίτι. Έμεινα μοναχός. Εκεί τώρα που ήτανε μια παλιά εκκλησία, ο Άγιος Νικόλαος, είχανε μαγειρεία οι Γερμανοί. Κι ήτανε ένας μάγειρας Αυστριακός. Και ήμουνα εκεί και δούλευα. Ο πατέρας μου είχε έρθει με την αδερφή μου στη γωνία εκεί. Φύγε, μου λέει ο μάγειρας, φύγε και συ, φύγε. Λέω αν φύγω θα πιάσουνε τον πατέρα μου με την αδερφή μου και τη μάνα μου. Μετά με φωνάξανε οι Γερμανοί και μου λένε θα δουλεύεις εδώ και θα κοιμάσαι στο σπίτι σου. Και όλα αυτά τα πάθαμε, επειδή εβλέπαμε με το Κίμωνα το σινεμά το γερμανικό…»
(Ιωάννης Μαυραντωνάκης, απομαγνητοφωνημένη συζήτηση, Καστέλλι, 10 Ιουνίου 2011)
«…ο πατέρας μου ο Ξηρούχης είχε ένα καφενείο στη πλατέα του χωριού, το Μεϊντάνι. Εγώ εδούλευγα εκεί. Μια βραδιά οι Γερμανοί επαίζανε δίπλα στο σολτατενχάιμ ένα έργο, σινεμά δηλαδή. Και ήμουνα με το Μαυραντώνη το Γιάννη. Και μου λέει ο Μαυραντώνης να πάμε. Και πάμε και κρεμαστήκαμε στα παραθύρια. Και ήρθε ένας Γερμανός και μας ήπιασε. Δεν εθέλανε να βλέπομε τα γερμανικά έργα. Στην αρχή εδείχανε το Χίτλερ και οι θεατές στρατιώτες εσηκώνουντανε ορθοί όση ώρα εμίλιε ο αρχηγός τους. Μετά εδείχνανε πολεμικές σκηνές, από τα μέτωπα του πολέμου. Άμα ετελειώνανε αυτά, εξεκινούσε το έργο. Οι ηθοποιοί εμιλούσανε γερμανικά. Και μου λέει ο Μαυραντώνης, άντε να πάμε να φύγομε. Δεν επρολάβαμε όμως γιατί εβγήκε ένας Γερμανός κακή ώρα ντου και μας έπιασε. Μας επήγε από πίσω από το Μεϊντάνι που ήτανε το σχολείο. Και μας ήρχιξε στο ξύλο. Εγέμισε αίματα η μούρη μας, τα ρούχα μας. Γιάντα μας ε δέρνεις; του λέω στη γλώσσα μας. Επειδή εβλέπαμε το κινηματογράφο σας; Γιάντα; Αυτός δεν εμίλιε μόνο μας ήδερνε. Κι εμένα και το Μαυραντώνη…».
(Κίμωνας Ζωγραφάκης, απομαγνητοφωνημένη συζήτηση, Καστέλλι, 14 Αυγούστου 2002)
«…Πετριγυρίζαμε στο Μεϊντάνι, εκεί ήταν το καφενείο τω Γερμανώ μήπως εθέλανε να μας ε στείλουνε να κάνομε κανένα θέλημα. Γιατί μετά μας εδίνανε μισή κουραμάνα. Μέσα στο καφενείο, (σημ.: Soldatenheim), οι Γερμανοί επαίζανε ταινίες. Εγώ μια φορά επήγα και τος είπα να μπω να δω και ένας άγριος μου παίζει μια κλωτσά και επήγα στη μέση τση πλατέας. Τα κοπέλια του χωριού όμως, επηγαίναμε μόλις εσκοτείνιαζε και κρεμούμαστε στα παραθύρια του καφενείου και εξανοίγαμε. Άμα ήθελα να δούμε κανένα να πάει να βγει όξω από την αίθουσα, εφεύγαμε και εκρυβόμαστε στι γωνιές τω σπιθιώ. Μια βραδιά που εγύρισα στο σπίτι με βλέπει ο πατέρας μου και μου λέει:
-Πού ήσουνε μωρέ τέθοια ώρα;
-Κινηματόγραφο τω Γερμανώ ήβλεπα, του λέω.
-Δε ντρέπεσαι μωρέ να πα ξανοίγεις τσι Γερμανούς; Να ξανοίγεις το Χίτλερη που επήρε τω χώρα μας; Ήντα δουλειά έχεις εσύ μ’αυτούς; Να μη ξαναπάς!
Ήκουσα το πατέρα μου και δεν εξανασίμωσα στο κινηματόγραφό ντως…».
(Γεώργιος Α. Τζανακάκης, απομαγνητοφωνημένη συζήτηση, Καστέλλι, 14 Σεπτεμβρίου 2018)
«…τσι πρώτες ταινίες του σινεμά οι Γερμανοί τσι δείχνανε στο καφενείο του Μακρύ Στελιανού. Το΄χανε κάνει καφενείο τη κατοχή. Μετά, την άλλη χρονιά, εφτιάξανε ένα καλοκαιρινό σινεμά στη κάτω μπάντα του χωριού, στο δρόμο που πάει στου Ξυδά. Εσοβαντίσανε το τοίχο του Μαλαγάνα και εκειά απάνω εδείχνανε τα έργα. Άμα πας και σήμερο, φαίνεται που ήτανε ο σινεμάς. Εμείς δεν είχαμε ξαναδεί κινηματογράφο. Επηγαίναμε στα κρυφά, το χωράφι ήτανε μεγάλο και εβλέπαμε. Εβλέπαμε τσι Γερμανούς να πολεμούνε και το Χίτλερ να μιλεί. Οι Γερμανοί εβάνανε καρέκλες και εκάθουντανε. Επηγαίναμε τα κοπέλια και τσι κουβαλούσαμε. Εβάνανε και παγκάκια. Μόλις εβλέπανε οι Γερμανοί που παρακολουθούσανε το έργο να δείχνει το Χίτλερ να μιλεί, επετάγουντανε απάνω όλοι ορθοί και χαιρετούσανε με τη χέρα ψηλά. Ετσά που χαιρετούσανε οι Γερμανοί. Μετά τος εμίλιε φαίνεται ένας από τσι αξιωματικούς που εβλέπανε το έργο και εκατεβάζανε τη χέρα και εκάθουντανε και πάλι. Κι εμείς εχαιρετούσαμε και σηκωνόμαστε ορθοί. Γιατί μας εβλέπανε οι Γερμανοί. Θυμούμαι μια φορά το Γιάννη το Μαυραντώνη να μη σηκώνεται την ώρα που μίλιε ο Χίτλερ. Κι έρχεται ένας Γερμανός και τόνε πιάνει από το ποκάμισο, τόνε σηκώνει ψηλά και του δίδει μια στο πρόσωπο και τόνε πετά πέρα. Ο Μαυραντώνης δεν ήκλαψε, μόνο ήφυγε…».
(Θεόδωρος Γ. Καμπάνης, απομαγνητοφωνημένη συζήτηση, Καστέλλι, 13 Ιουλίου 2018).
* O Γιώργος Α. Καλογεράκης είναι Δρ.Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Καστελλίου Πεδιάδος