Το ‘χω πει πολλές φορές, ότι άμα σε πάρουνε τα χρόνια από πίσω: Βλέπε, άκου, σώπα ή να θωρείς λίγα, να ακούς λίγα και να καταλαβαίνεις λίγα. Όμως έχω διαπιστώσει ότι κάπου κάπου με τρώει η γλώσσα μου ή με ξύνει ο πισινός μου.

Εκεί που ετσιμπολογούσαμε ένα σταφύλι με ένα κομμάτι αθότυρο, Ιούλιος ήταν, έτοιμος να βραδυάσει, ακούμε “ντάμπα, ντούμπα” στο πάρκο του Γεωργιάδη. Επειδή κάθομαι κοντά και επειδή  γαργαλιούμαι, όταν ακούω κάτι τέτοια, λεω στη συντρόφισσα, να πάμε, να απολαύσομε την εκδήλωση.

Ένοιωθε κουρασμένη και έτσι έφυγα μοναχός. Σταματώ στην είσοδο της ανατολικής πλευράς του πάρκου και θωρώ στο μισοσκόταδο πάρα πολλά τραπέζια σκόρπια, με φυλλάδια επάνω και γύρω – γύρω  όρθιες ή καθιστές πολύ πιο πολλές γυναίκες από άνδρες. Ένας πιανίστας και μια τραγουδίστρια με ωραία ακούσματα με τράβηξαν στο κέντρο του πάρκου, όπου κάμποσοι χορευτές και χορεύτριες λικνίζονταν χαριτωμένα.

Κάτι ιδιαιτερότητες στην παρουσία και στη μεταξύ τους συμπεριφορά  άρχισαν να με προβληματίζουν. Επιφυλακτικά κάθισα σε ένα άδειο παγκάκι του πάρκου, να απολαύσω τα μελωδικά τραγούδια της κοπελίτσας. Μια στιγμή έρχονται δυο, που φορούσαν παντελόνια και κάθισαν δίπλα μου. Δεν ενοχλήθηκα, απεναντίας πήρα το θάρρος και ρώτησα το διπλανό: Με συγχωρείς, τι είδους εκδήλωση είναι; Άρχισε λοιπόν να μου εξηγεί με πολλά λόγια, τι συνέβαινε. Αλλά εγώ, μια η μουσική με τα τραγούδια, μια η καινούργια γλώσσα που μιλούνε οι νέοι, ούτε άκουσα ούτε κατάλαβα τίποτα. Τον ευχαρίστησα και μετά από λίγο έφυγα προς την πλατεία Ελευθερίας.

Εκμεταλλευόμενος το μισοσκόταδο, για να μην παραξηγηθώ, κοίταζα δεξιά – αριστερά. Εμπριμέ κατάσταση. Στην είσοδο του πάρκου ψηλά υπήρχε μια ταμπέλα φωτεινή που πληροφορούσε για την εκδήλωση. Στην προσπάθειά μου να διαβάσω, επειδή γυάλιζε, άλλαζα στάση και γωνία της κεφαλής μου. Από την ταλαιπωρία μου μ’ έβγαλε ένας, που φορούσε κι αυτός παντελόνια.

Έτρεξε, μου φάνηκε ότι είπε το επώνυμό μου (πιθανόν να ήταν πρώην μαθητής μου και χάρηκα ιδιαίτερα) και μου έδωσε δυο φυλλάδια. Τον ευχαρίστησα και πηγαίνοντας παρακάτω ντουχιουντισμένος θυμήθηκα τον πατέρα μου που, άμα εθώρειε τέτοιες ιδιαιτερότητες, έλεγε στη μάνα μου: Αυτός πρέπει να είναι “γάλος”. Η ηλικία μου δεν επέτρεπε να ρωτήσω, τι θα πει “γάλος”.

Ξεδιπλώνοντας το πρώτο χαρτί στο σπίτι διαπιστώνω ένα επιμελημένο και υψηλής κουλτούρας πρόγραμμα, για το φεστιβάλ φύλου, σώματος και σεξουαλικότητας. Μπροστά υπήρχε η προτομή μιας κοπέλας, που την είχαν ζώσει φίδια στο κεφάλι, όχι στη μέση, έτοιμα να σε κατασπαράξουν. Δεν ξέρω αν γινόταν προσπάθεια συσχετισμού με τη θεά των όφεων στη Μινωϊκή Κρήτη.

Το δεύτερο φυλλάδιο, αν κατάλαβα καλά, ήταν μια προτροπή, για κάποια μορφή επανάστασης, για έναν αγώνα αυτοπροσδιορισμού φύλου, σώματος και σεξουαλικότητας. Δηλαδή, αν κατάλαβα καλά, με δικά μου λόγια: Θεωρείται λάθος η διάγνωση και ο προσδιορισμός του ανθρώπου, που όταν γεννηθεί και αντιληφθούν, ότι έχει από κάτω εργαλεία, αχαμνά, του βάζουν παντελόνια και τονε λένε αρσενικό και όταν δουν ότι έχει από κάτω αυλακιά του βάζουν φουστάνια και τονε λένε θηλυκό. Όλα αυτά για κείνους είναι επίπλαστες κανονικότητες, στερεότυπα γύρω από το φύλο και ο άνθρωπος πρέπει να ‘ναι ελεύθερος να αυτοπροσδιορίζεται αρσενικός ή θηλυκός.

Σωστό ακούγεται. Μήπως όμως πρέπει να αρχίσω να νοιώθω ένοχος, που είμαι παλιάς κοπής, που δεν εναρμονίζομαι με τις εξελίξεις, που έχασα το τραίνο; Συγνώμη παιδιά αλλά εμείς μεγαλώσαμε με αυτά τα στερεότυπα, τις νόρμες όπως λέτε. Προφανώς το μέλλον είστε εσείς, το οικοδομείτε εσείς και ανήκει σε σας.

Ο Μανολάκης, ο παλιός νεωκόρος της Παναγίας στο χωριό, ύστερα από δύο τρεις ρακές τραγουδούσε και καμάρωνε: Όσο βαρούν τα σίδερα, βαρούν τα μαύρα ρούχα, γιατί τα φόρεσα και ‘γω για μιαν αγάπη πού ‘χα … άνοιξε γης μέσα να μπω, κόσμο να μην κοιτάζω …

Ουφ… Μπαίνουμε στον Υδροχόο και θ’ ανάψουνε φωτιές …

*Ο Μανόλης Σπανάκης είναι συν/χος  καθηγητής