Ανατρέχοντας στο λεξικό του Μανώλη Πιτυκάκη με τίτλο “Το γλωσσικό ιδίωμα της ανατολικής Κρήτης, στάθηκα στη λέξη μαξούλι “φαίνεται πως οι ελιές οφέτος δα να ‘χουνε πολύ μαξούλι” αναφέρει ο συγγραφέας.

Πράγματι η φετεινή χρονιά επιβεβαιώνει και επαυξάνει τα παραπάνω, αν κρίνουμε από τον φορτωμό που έχουν τα ελαιόδεντρα του νομού μας και ειδικότερα της περιοχής της Μεσαράς, για τα οποία έχω ιδία αντίληψη. Το μαξούλι λοιπόν, μία λέξη που προέρχεται από την τουρκική λέξη mahsoul η οποία σημαίνει προϊόν, σοδειά. Το μαξούλι βέβαια αφορά τα καρποφόρα δέντρα και όχι τα σπαρτά.

Ας είναι… Τέτοιες μέρες του Ιουλίου ήταν όταν “έφυγε” από τη ζωή ο μεγάλος δάσκαλος και σπουδαίος φιλόλογος Μενέλαος Παρλαμάς. Τέλη του μήνα, ο κύριος Μενέλαος μας αποχαιρέτησε για το μεγάλο του ταξίδι. Μεγάλος δάσκαλος και διανοούμενος, όπου κοντά του μεγάλωσαν γενιές και γενιές.

Διδάχθηκαν τόσα πολλά από τον ίδιο. Το Λύκειο “Ο Κοραής” που έκανε γνωστό στο Πανελλήνιο, όχι μόνο ως δάσκαλο, αλλά και ως άριστο χειριστή της ελληνικής γλώσσας. Ένας χειρισμός αξιοθαύμαστος ο οποίος γίνεται γνωστός μέσα από τα κείμενά του.

Πολλοί συναντούσαν τον κύριο Μενέλαο στον δεύτερο όροφο της Βικελαίας Βιβλιοθήκης, ανεβαίνοντας εκείνη την μοναδική σε ομορφιά σκάλα του μεγάρου Αχτάρικα! Πολλοί ζητούσαν την νεστόρειο συμβουλή του, ενώ ο ίδιος ποτέ δεν έπαψε να είναι ενεργό μέλος της κοινωνίας.

Ο Μενέλαος Παρλαμάς
Ο Μενέλαος Παρλαμάς

Πάντα με συμβούλευε και μου υποδείκνυε πως θα ξεχωρίζω την γενική κτητική από την γενική υποκειμενική, αλλά και πλήθος άλλων συντακτικών και γλωσσολογικών φαινομένων. Μοναδικός στο είδος αυτό ο κύριος Μενέλαος, όπως και μοναδικός λάτρης της φύσης, του κυνηγιού, των περιπάτων και των εκδρομών και της καλής ποιοτικής παρέας.

Πολλές φορές μου μιλούσε για τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη και μου ‘λεγε χαρακτηριστικά ότι “τον διαβάζουν όλοι, έχουν αυτό το χάρισμα τα κείμενα του Παπαδιαμάντη να διαβάζονται από μικρούς και μεγάλους, από περισσότερο έως και λιγότερο μορφωμένους, από πλούσιους και από φτωχούς, απ’ όλους γενικά”.

Άλλοτε πάλι μου μιλούσε για το κυνήγι, για το ψάρεμα, για τη νοστιμία των φρεσκοτηγανισμένων μπαρμπουνιών με το καλό ψωμί και το άσπρο κρασί συνοευόμενα, για τον καλοξαρμαρισμένο παστό μπακαλιάρο τηγανιτό και για το νοστιμότατο μαριδάκι της Ελούντας! Μου περιέγραψε με μοναδικά ζωντανό τρόπο τις Κυριακάτικες εξορμήσεις που έκαναν συχνά με τον δικό μας Νίκο τον Γιανναδάκη στη Νεάπολη, για να συναντήσουν και να επικοινωνήσουν με τον άλλο λαμπρό φιλόλογο Γιώργο Τσαγκαράκη.

Μνήμης χάριν… θα μου επιτρέψετε να ανατρέξω σε κάποια αποσπάσματα από ένα κείμενο το Μενελάου Παρλαμπά πο φέρει τον τίτλο: Η “ανακάλυψη” της Κρήτης. Σε μία από τις κυνηγετικές του εορμήσεις ο Μενέλαος Παρλαμάς συνάντησε στις παλγιές του Κουλούκωνα ένα βοσκό, έναν αγράμματο βοσκό, από εκείνους τους παλιούς βοσκούς που ξεπετιούνται κάθε τόσο από τα χαράκια, στερεοί σαν τους πρίνους, που όταν μιλούσες μαζί τους, σίγουρα όσο και μορφωμένος να ήσουνα, διαπίστωνες την αμάθειά σου.

Θαυμαστά για την μεγαλωσύνη τους, η οποία σου θύμιζε ήρωες της ομηρικής εποχής, άνθρωποι με μοναδική πνευματική καλλιέργεια, πραγματικά μορφωμένοι. Στις πλαγιές του Κουλούκουνα λοιπόν, όπως σας προανέφερα, ο Μενέλαος Παρλαμάς προσπαθεί να ρωτήσει τον βοσκό αν ο τόπος του έχει κυνήγι. Και συγκεκριμένα αν ε΄χει πέρδικες.

Σας παρουσιάζω τον διάλογο που ακολούθησε μεταξύ τους:

– Έχει πέρδικες ο τόπος σου; Ρώτησα ένα βοσκό.

– Έχει κάποσα – μαδέρια σε κειονέ – τον πρίγιονα. Και μου έδειξε μια κορυφογραμμή όλο βράχους.

– Τι θα πει “μαδέρια”

– Να κοπάδια

– Και γιατί τα λες “μαδέρια”;

– Ετσά τα λέμε εμείς επαδά.

– Μα γιατί;

– E, γιατί πάνε μαθές ομάδι.

– Και γιατί λες την κορυφογραμμή “πρίγιονα”;

– Γιατί έχει χεράκια – χεράκια σαν αδόδια. Δεν σημώνεται  σαν πρίγιονας;

Αυτή η ορεινή γλωσσολογία μου άρεσε. Μαδέρια, ομάδι, πρίγιονας (με το αρχαίο γένος), σαμώνεται (με το δωρικό α). Όλα αυτά έκαμαν το φιλόλογο να ξεχάσει τον κυνηγό.

Και συνεχίζει ο Παρλαμάς λέγοντας: “Nα η ώρα, να λύσω και τη μεγάλη μου ετυμολογική απορία. Απευθυνόμενος στον βοσκό του λέει;

– Αφού ξέρεις και εξηγείς τόσο καλά τις λέξεις γιατί την Κρήτη την λένε Κρήτη;

– Με κοίταξε ζαρώνοντας τα φρύδια. Ίσως για μία στιγμή να του πέρασε η υποψία, πως ήθελα να παίξω. Μπορεί όμως αυτό να ήταν και σημάδι βαθειάς συλλογής, αυτό το ζάρωμα των φρυδιών και μου απάντησε:

– Αυτό ‘ναι μαθές ολοφάνερο: Κρήτη = κρασά και κρέτα.

Αυτά ‘ναι τα μαξούλια της!..

Και ο Παρλαμάς συνεχίζει: “Ποτέ ετυμολογία δεν μου έδωσε τόση χαρά και τόση έκπληξη. Οι γλωσσολόγοι θα απορρίψουν φυσικά αυτή την πολυσήμαντη όσο και λακωνική ερμηνεία. Μα αυτό δεν έχει να κάνει. Όπως “οι αληθινώτερες ιστορίες δεν είναι αυτές που έγιναν στην πραγματικότητα” κατά την βαθυστόχαστη ρήση του Αμπού, έτσι και οι αληθινώτερες ετυμολογίες δεν είναι αυτές που στηρίζονται στις αρχές της γλωσσολόγίας…”.

Έτσι είναι αυτοί οι άνθρωποι… Πολλά έχουν να σου διηγηθούν, να σου πούνε, να σε αφοπλίσουν, πολλές φορές και να νιώσεις δίπλα τους μικρός, αμήχανος, αμόρφωτος, όσο μορφωμένος και να ‘σαι. Αυτοί οι άνθρωποι του βουνού, βοσκοί και ξωμάχοι, αλλά και οι άνθρωποι του κάμπου, της θάλασσας. Έχουν το δικό τους τρόπο διδαχής και επικοινωνίας, μετάδοσης και πειθούς. Αυτοί οι άνθρωποι του νησιού μας, της Κρήτης, ενός τόπου που πάντα και κάτι καινούργιο έχει να σου πει, δείχοντάς σου τον δρόμο για την Ιθάκη!