Η εποχή των παιδικών λεόντων
Τότε είχαμε ό,τι υπήρχε έξω από την πόρτα μας. Κάτι παλιά πέτρινα ασβεστωμένα σπίτια με πράσινους βασιλικούς στα πόδια τους και με σοβαντισμένους τοίχους απ’ ότι βρισκούμενο είχαν οι νοικοκυραίοι. Τα σπίτια αυτά, μοιάζαν με όρθια γλυπτά, που λες και περπατούσαν το πρωί στα φωτεινά στενά και το βράδυ στα μισοσκότεινα σοκάκια. Κι’ αυτό, γιατί η ΔΕΗ είχε την καλοσύνη να μας πετάξει δυο-τρεις ξύλινους στύλους από δω κι από κει.
Η βόλτα
Ένα πρωί, πέντε ετών, κοίταξα πάνω από την αυλή μας και είδα ένα φρούριο. Ρώτησα τη μάνα μου γι’ αυτό, μου είπε ότι το λένε Μαρτινέγκο (1568 μ.Χ.) και κάποτε πολεμούσαν κάποιοι από πάνω του και τώρα μέσα του ήταν ένας πεθαμένος.
Μετά, ένα άλλο πρωί, κατεβήκαμε χέρι-χέρι στον φούρνο του πατέρα της, του Τούλη, για να πάρουμε ένα άσπρο ψωμί. Περάσαμε από ένα πέτρινο κτίριο, που από τα παράθυρά του με χαιρετούσαν και μου γελούσαν κοπέλες με μπλε ποδιές. Η μάνα μού είπε ότι εκείνο το κτίριο ήταν ο Ναός του Σωτήρος (τέλος του 13ου αιώνα μ.Χ.), που κάποτε ήταν εκκλησία και τώρα το είχαν κάνει σχολείο.
Μετά, πιο κάτω, σταματήσαμε σε ένα άλλο κτίριο στρογγυλό, πολύ μικρότερο, και είπε ότι ετούτο ήταν τούρκικο και το λέγαν Κουμπέ (1672 περίπου). Δίπλα από κάτι τραπεζάκια με ανθρώπους ήταν ένα άγαλμα και μια βρύση με νερό, που μου είπε ότι τη λέγαν Μπέμπο (1552-1554μ.Χ.) και απ’ όπου, αν διψούσα, μπορούσα να πιω.
Προχωρήσαμε πιο χαμηλά και περάσαμε από το στενό, που το λέγαν Λαδάδικα, και που δεν θα ξεχάσω ποτέ την απίστευτα έντονη μυρωδιά, (λένε άλλωστε ότι η μύτη έχει μνήμη). Η μάνα μού αποκάλυψε ότι πίσω απ’ αυτά υπήρχε κρυμμένη μια εκκλησία, που δεν τη βλέπαμε και τη λέγανε Άγιο Ονούφριο (1568 μ.Χ.).
Πήραμε το ψωμί από τον παππού μου και μιας και δεν είχαμε τι να κάνουμε περπατήσαμε παρακάτω, σε κάτι σκαλάκια, που ήταν το κτίριο της Αστυνομίας και πιο πάνω απ’ αυτό τα Δικαστήρια και πιο πάνω ένα άλλο. Η μάνα μού είπε ότι αυτά τα τρία κτίρια (τέλη του 16ου αιώνα) κάποτε ήταν στρατώνες.
Στο μεσαίο, στα Δικαστήρια, μου έδειξε μια παλιά σκαλιστή πύλη (περίπου 1409 μ.Χ.), που την είχαν φέρει από ένα μοναστήρι και που την είχε κάνει δώρο σε αυτό ένας μεγάλος παπάς. Την πλησίασα και χάιδεψα χαμηλά όσα ανάγλυφά της έφτανα.
Τότε εκεί μου μολόγησε για κάτι λιοντάρια που ήταν πιο κάτω και βγάζαν νερό από το στόμα τους. Πήγαμε. Τα κοιτούσα από χαμηλά, όσο μου επέτρεπε το ύψος μου, ενώ κρατούσα γενναία και σφιχτά τη φούστα της μάνας. Μου είπε ότι τα είχε βάλει κάποτε εκεί (1628 μ.Χ.), κάποιος Ενετός, που τον έλεγαν Μοροζίνι για να ξεδιψούν οι άνθρωποι. Έτσι που τα έβλεπα, ήμουν σίγουρος ότι το βράδυ ζωντάνευαν και περπατούσαν στην πόλη. Απέναντι απ’ αυτά ήταν δύο κτίρια, το ένα το έλεγαν Βασιλική του Αγίου Μάρκου (1239 μ.Χ.) και το άλλο Λότζια (αρχές 17ου αιώνα), όμως η μάνα μου δεν γνώριζε να μου πει κάτι παραπάνω για εκείνα.
Περπατήσαμε αντίθετα προς τα πάνω σε μια ίσια οδό, που στο τέλος της κι από τα στενά της έβγαζε στο σπίτι μου και στο φρούριο που ήδη ανέφερα, το Μαρτινέγκο. Περίπου στη μεσότητα του δρόμου αυτού, η μάνα μού έδειξε ένα ακόμα οίκημα, που έμοιαζε με ψηλό σπίτι, αλλά δεν ήταν. Η εκκλησία του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή (1230 μ.Χ.), μου είπε.
Η εποχή των ώριμων λεόντων
Βρισκόμαστε πάνω σε ένα νησί-καράβι της παγκόσμιας ιστορίας και σε μια πόλη με τόσα διδάγματα από τους ανθρώπους που περπάτησαν πάνω της, που δεν φτάνουν ούτε πέντε ζωές για να περιγράψεις μια άκρη τους.
Το “γιατί”
Κι ας με συμπαθάτε, αλλά νομίζω ότι οι τωρινοί ταξιδευτές της, στην πλειονότητά τους, έχουν άγνοια και τολμώ να πω ότι δεν έχουν και τη διάθεση να μάθουν τα περί του καραβιού τους και της ιστορίας του. Ίσως επειδή κανείς ποτέ δεν τους εξήγησε καλά το “γιατί” πρέπει να τη μάθουν. Κι ας μην μιλήσουμε εδώ για σχολική παιδεία, που η ανάγκη της μετριέται σε βαθμολογίες.
Ας αναρωτηθούμε πρωτίστως, «γιατί» οι κάτοικοι αυτού του καραβιού, «πρέπει» να μάθουν την ιστορία τους. Γιατί απλά και πάνω απ’ όλα έχουν το δικαίωμα να τους προσφερθεί απλόχερα με κάθε τρόπο και μετά, αν το επιθυμούν… ας την απορρίψουν. Δευτερευόντως, ας αναρωτηθούμε, γιατί πρέπει οι τωρινοί ταξιδευτές να σαλπάρουν λίγο ή πολύ, στα νερά του παρελθόντος και του τόπου που περπατούν; Ίσως γιατί η στέρηση της ιστορίας είναι η στέρηση της μνήμης. Ίσως γιατί χωρίς τη μνήμη και τη γνώση του αλλοτινού, δεν υπάρχει ούτε παρόν, ούτε μέλλον. Ίσως γιατί βαδίζουμε στους δρόμο
υς όπου βάδιζαν κάποτε άλλοι άνθρωποι της ίδιας υφής και μιας παρόμοιας σκέψης. Ίσως γιατί αυτοί γέννησαν το γνήσιο, το ενστικτώδες, το πρωτογενές, το ανθρώπινο, το παθιασμένο, που σε μια τεχνολογική εποχή όπως τη σημερινή, όλα ετούτα ή αρκετά από αυτά, τείνουν να απομυθοποιηθούν, να κοροϊδευτούν, να εκλείψουν.
Αυτό που πρέπει
Η πόλη, το παρελθόν που συνοδεύει το παρόν και το μέλλον της, πρέπει να φανεί και να προβληθεί σε όλο το εύρος της ουσίας της με θάρρος, ρίσκα, αγάπη και πάθος. Ας καταλάβουμε ότι το σκάλισμα πάνω στη σφραγίδα του χρόνου και της κληρονομιάς αυτής, δεν αφορά μόνο εμάς αλλά και τα παιδιά και τα εγγόνια μας, κι αυτών τα παιδιά τους. Και δεν θα ήταν υπερβολικό αν έλεγα ότι ένα εξαιρετικό σκάλισμα πάνω της, θα στεκόταν οδηγός σε μια δύσκολη στιγμή της ζωή τους, της πορείας τους και θα έπαιζε σημαντικό ρόλο στο ευοίωνο μέλλον μιας χώρας όπως η δικιά μας.
Προσωπικά, δεν θέλω να ζήσω ΓΙΑ τα φαντάσματα των παλαιότερων ανθρώπων που περπάτησαν εδώ, αλλά ΜΕ τις ψυχές και τη σοφία των αέρινων μορφών τους, που μου χάρισαν αρχές και διδάγματα ανεβαίνοντας και κατεβαίνοντας με κόστος τα σκαλοπάτια της ιστορίας αυτού του τόπου.
Το παρελθόν του ο πολίτης πρέπει να το διαβάζει και να το βλέπει μπροστά του, εφ’ όσον υπάρχει, με ευκρίνεια και να του είναι εύπλαστο στον νου, στην οπτική και την αντίληψή του, χωρίς να μεταβάλλεται η ουσία του. Κοντολογίς, η Ιστορία του τόπου πρέπει να προβάλλεται στη σύγχρονη ζωή του σημερινού κατοίκου της με κατάλληλο, απλό και περιεκτικό τρόπο. Ποιος όμως θα την προβάλει; Ο ίδιος, ο απλός πολίτης;
Η διαπίστωση και η αντίδραση
Και εδώ, ως άνθρωπος της πόλης αυτής, που μια από τις μεγάλες επιθυμίες του είναι, πριν αφήσει την τελευταία του πνοή να προλάβει να την ευχαριστήσει γι’ αυτά που του έδωσε όσο έζησε μέσα της, θέτω ένα ερώτημα: Εφαρμόζεται κατάλληλα αυτή η προβολή από τις υπεύθυνες κι αρμόδιες αρχαιολογικές υπηρεσίες; Σε ένα ιστορικά «παγκόσμιο» νησί και σε μια πόλη με τέτοιο παρελθόν, που σε κάνει να χάνεσαι στους δρόμους και τα σοκάκια της ιστορίας της, αναδεικνύεται αυτό κατάλληλα ή το ανάλογό του;
Η προσωπική μου άποψη είναι ότι… ΟΧΙ. Είναι μια άποψη ενός μη ειδικού μεν, αλλά κατοίκου αυτής της πόλης δε, που διαθέτει απλή λογική και ιστορική ευαισθησία. Βέβαια, αυτό το είδος πολίτη μπορεί να διακρίνει τον σχεδιασμό και την όποια πρόχειρη σημερινή αισθητική, που κατατίθεται ενίοτε από τους εκάστοτε υπεύθυνους και τις υπηρεσίες τους. Με λύπη θα πω ότι ετούτο συνδυάζεται πολλές φορές με την ψυχρή, άψυχη και άχρωμη τεχνολογική εποχή μας, που μαζί με την υπάρχουσα ελλιπή πληροφόρηση δίνουν ένα εκποιημένο αποτέλεσμα στους κατοίκους.
Κι αυτό, όχι μόνο εδραιώνει αλλά και διαιωνίζει την άγνοια του παρελθόντος. Γι’ αυτό είναι καλό, οι υπεύθυνες υπηρεσίες ανάδειξης της ψυχής και της σπουδαιότητας αλλοτινών εποχών, να προσέχουν πολύ περισσότερο τον τρόπο που έχουν για να τις προβάλλουν, γιατί φέρουν πολύ μεγαλύτερη ευθύνη απ’ ό,τι νομίζουν.
Εδώ, πρέπει να αναφέρω τις πολύ συχνά δίκαιες και άλλες φορές άδικες κι εξαιρετικής αυστηρότητας απαγορεύσεις από τις αρχαιολογικές υπηρεσίες της Ελλάδας γενικότερα. Δηλαδή, μιας χώρας που ο αρχαίος και ο νεότερος πολιτισμός της δεν έχουν γίνει σεβαστοί διαχρονικά από πολλούς, ντόπιους ή ξένους, με σκοπό τον πλούτο (πρόσφατα παραδείγματα), οπότε η αυστηρότητα ίσως είναι κάτι επόμενο για την προστασία του κοινού παρελθόντος.
Εδώ όμως εγώ μιλώ, απαιτώ και αναζητώ για την πόλη μου, κάτι ευφυές από τις υπεύθυνες υπηρεσίες και εννοώ τον συνδυασμό, τη σύμπλευση και τη συγκατοίκηση δύο κόσμων που πρέπει να συμβαδίζουν αρμονικά, ιστορικά και αισθητικά στην πόλη αυτή.
Δηλαδή, σε μια πόλη του παλαιού και του σύγχρονου και των ανθρώπων που έφυγαν και μας δίδαξαν τόσα, καθώς και των ανθρώπων που ζουν τώρα για να μας διδάξουν άλλα τόσα. Αυτή η συγκατοίκηση παλαιού και νέου είναι μια μεγάλη αρμοδιότητα και ευθύνη των αρχαιολογικών υπηρεσιών, διαφορετικά η αρμονία, όσο σεβασμός και να υπάρχει απ’ όλους ή τους περισσότερους, θα έχει δυσκολίες.
Επίσης οφείλω να αναρωτηθώ, αυτές οι απαγορεύσεις, που σε αρκετά σημεία είναι δίκαιες για την προστασία σημαντικών χώρων και μνημείων, μήπως σε άλλα σημεία είναι καταχρηστικές και καθόλου διαλλακτικές ενώ θα έπρεπε; Μπορεί για όλα αυτά να κριθώ και να κατηγορηθώ, δεν μπορώ όμως να ΜΗΝ θέσω το τελικό μεγάλο ερώτημα: Αξίζουν τέτοιες στυγνές απαγορεύσεις ή πρέπει να υπάρχουν με ασφάλεια φυσικά, ελιγμοί κι ελαστικότητες κατά σημεία, περιοχές και αρχαιολογικούς τόπους, που να συνταιριάζουν με τη σύγχρονη ζωή;
Αυτά όμως μπορεί να είναι ερωτήματα του απλού, μη ειδικού πολίτη, αλλά σίγουρα πρωτίστως, πρέπει να είναι προβληματισμοί των εκάστοτε υπεύθυνων αρμόδιων και των υπηρεσιών.
Τι ζητώ τουλάχιστον αυτή τη στιγμή, ως κάτοικος ετούτης της πόλης; Το ελάχιστο!
Καθώς η πόλη είναι γεμάτη σημεία, που πολλές φορές καταγράφηκαν στην τοπική και την παγκόσμια ιστορία με φωτεινά γράμματα, πρώτο αίτημά μου ως κατοίκου της και όχι μοναδικό, είναι να μπουν κάποιες διακριτικές επιγραφές σε αυτά τα σημεία. Κι αυτό για να εξηγούν στον πολίτη και τον επισκέπτη, σε ποια πόλη και γη περπατά. Γιατί απλά οι υπάρχουσες ελάχιστες επιγραφικές επεξηγήσεις δεν αρκούν.
Για την ώρα επιθυμώ να κλείσω εδώ αυτό το άρθρο γράφοντας τις ονομασίες της πόλης αυτής μέσα στον χρόνο, για να δείξω τη σπουδαιότητα, τη σημασία, τη θέση της και τις περιπέτειες της στην Ιστορία: Ηράκλειο (πρώτη ελληνική ονομασία), “Rabdh El Chandak” (Άραβες), “Χάνδακας” (Βυζάντιο), “Κάντια” (Ενετοί), “Καντιγιέ” επί τουρκοκρατίας αλλά οι ντόπιοι το λέγανε “Μεγάλο Κάστρο”, “Ηράκλειο” σήμερα.
Τελειώνω με μια φράση που πιστεύω ακράδαντα: Όταν οι λέξεις μετατρέπονται σε φαντασία, η φαντασία σε εικόνες, οι εικόνες σε δημιουργία, η δημιουργία σε γνώση, η γνώση σε μνήμη και η μνήμη σε μέλλον, τότε πρέπει οι κεραίες, οι ικανότητες και οι πρακτικές τού κάθε ανθρώπου της πόλης αυτής και του κάθε υπεύθυνου ανάδειξης και προβολής του παρελθόντος της να είναι σε εξαιρετική λεπτομέρεια, εγρήγορση, περιεκτικότητα, πληρότητα και αισθητική.