Σεπτέμβρης 1976. Πολλές αλλαγές μαζεμένες “σημάδεψαν” την παιδική μου ψυχή…
Η αδελφή μου είχε γεννηθεί ήδη από τον περασμένο Απρίλη. Από μοναχοπαίδι είχα πλέον συνδιεκδικήτρια της αγάπης και της φροντίδας των γονιών μου. Κι αυτό ήταν τελικά ό,τι πιο γλυκύ είχε συμβεί στη ζωή μου εκείνη τη χρονιά, ξαναβλέποντας τη ζωή μου εκ των υστέρων…
Από τον Ιούλη, όμως, ως τετραμελής πλέον οικογένεια είχαμε αφήσει πίσω μας τον Εμπρόσνερο, το λιγοστού πληθυσμού χωριό του ορεινού Αποκόρωνα, όπου ζούσαμε, ως ενοικιαστές ενός παμπάλαιου, στενάχωρου σπιτιού, από τη γέννησή μου ίσαμε τα πρώιμα παιδικά μου χρόνια. Και θα κατοικοεδρεύαμε, εκόντες άκοντες τινές εξ ημών, πλέον μόνιμα, μακριά από την πολυαγαπημένη γενέτειρά μου γη των Χανίων και από παππούδες, θείους και ξαδέλφια, στο μεγάλο σε έκταση και πολυάνθρωπο Ηράκλειο, αλλά σε δικό μας σπίτι, πιο νέο, άνετο και ευρύχωρο.
Και κοντά σε όλ’ αυτά, έπρεπε εκείνη τη χρονιά ν’ αφήσω το δημοτικό σχολείο του Εμπροσνέρου, όπου παρέα με μετρημένους στα δάχτυλα του ενός χεριού συμμαθητές είχα παρακολουθήσει το περασμένο διδακτικό έτος τα μαθήματα της Α’ Δημοτικού, για να γραφώ και να παρακολουθώ με ένα σωρό άγνωστα και πρωτόφαντα σε μένα παιδιά ως νέους συμμαθητές τα μαθήματα της Β’ τάξης στο παρακείμενο της νέας μου, της ηρακλειώτικης πλέον, γειτονιάς σχολείο.
Κι ακόμα και σήμερα, 41 χρόνια έκτοτε,θυμάμαι, κάθε Σεπτέμβρη, εκείνο το κουδούνι της πρώτης μέρας στο νέο σχολείο.
Ένιωθα και ήμουν χαμένος. Είχα πάει μόνος στο σχολείο για τον αγιασμό. Οι γονείς μου, δυστυχώς για μένα, δεν μπορούσαν να με πάνε, είχαν φύγει κι αυτοί από νωρίς το πρωί για τις προς το ζην της φαμελιάς μας δουλειές τους.Ένιωθα και ήμουν χαμένος στο προαύλιο του νέου σχολείο.
Δεν είχα κανέναν να με βοηθήσει, να με στηρίξει. Ένιωθα και ήμουν ξένος ανάμεσα σε ξένους. Στάθηκα σε μια γωνιά, μακριά από το μελίσσι των άλλων παιδιών και των γονέων τους που είχαν έρθει για να τα συνοδέψουν την πρώτη μέρα του καινούργιου διδακτικού έτους. Μελίσσι, το οποίο όμως φάνταζε, εφόσον δεν ήξερα κανέναν, στα μάτια της ψυχής μου ως 7χρονου παιδιού ως σφηκοφωλιά. Άρχισα να κλαίω.Ώσπου ένας από τους δασκάλους, αν και δεν γνωριζόμασταν ως τότε, με πλησίασε και ρωτώντας με ποιος είμαι θέλησε να με βοηθήσει.
Του απάντησα και με πήρε από το χέρι και με πήγε κοντά στα παιδιά με τα οποία έμελλε να είναι πλάι μου στα σχολικά θρανία κατά τα κατοπινά χρόνια, σε χαρές και λύπες, στα προβλήματα και τις λύσεις τους της καθημερινής σχολικής ζωής… Και ξανάρθε στο νου μου το πρώτο κουδούνι του καινούργιου σχολείου του Σεπτέμβρη εκείνης της χρονιάς, όταν τούτες τις ημέρες συζητούσα με έναν φίλο, ο οποίος ετοιμάζεται να μεταναστεύσει σε μιαν ευρωπαϊκή χώρα για – ας όψεται η οικονομική κρίσις των καιρών μας!
– εξεύρεση εργασίας και μέσων βιοπορισμού,παίρνοντας μαζί και την οικογένειά του, στην οποία συμπεριλαμβάνεται και ο γιος του που θα πάει κατά το προσεχές σχολικό έτος στη Β΄Δημοτικού! Πολλές συμπτώσεις…! Η εσωτερική και εξωτερική μετανάστευση, όλοι το ξέρουμε, δεν αποτελεί, παρά τις καθημερινές και συχνότατα ανυπέρβλητες δυσκολίες, πάντα λύση και θα πρέπει, ιδίως στις ημέρες που διανύουμε, να είναι η έσχατη επιλογή.
Θα πρέπει κάποιος, πριχού λάβει την κρίσιμη αυτή απόφαση, να ζυγίσει τα πάντα και να ελέγξει εάν μπορεί να αντιμετωπίσει τις σοβαρές αλλαγές που θα φέρει η μετανάστευση στην προσωπική και την οικογενειακή, τη δημόσια και την ιδιωτική ζωή του. Ριζικές αλλαγές σε ό,τι αφορά και τη σχέση του με το νέο ανθρωπογενές “περιβάλλον” που θα βρει και θα συναναστρέφεται εκεί που θα πάει, και τους κανόνες και τις απαιτήσεις της. Πολύ περισσότερο μάλιστα, εάν αυτές οι αλλαγές πρόκειται να επηρεάσουν, αργά ή γρήγορα, και ευαίσθητες παιδικές ψυχές…
Αλήθεια, εσείς για όλα τούτα τι λέτε;