Από καιρού σε καιρό επανέρχεται στην επικαιρότητα το θέμα της απότισης –ή μη- φόρου τιμής στον Οθωμανό πασά Κωστάκη Αδοσίδη που υπήρξε ο πρώτος ελληνικής καταγωγής και χριστιανός, γενικός διοικητής Κρήτης.

Πού οφείλεται όμως αυτή η καχυποψία απέναντι στην υστεροφημία του Κωστάκη Αδοσίδη Πασά; Χωρίς καμία αμφιβολία οφείλεται στην ιδιότητά του ως υψηλόβαθμου Οθωμανού αξιωματούχου, πράγμα που δημιουργεί στους Ελληνες εύλογες επιφυλάξεις. Υπάρχει επίσης και η έλλειψη, ή η άγνοια επαρκών ιστορικών στοιχείων που να τεκμηριώνουν τηθετική δράση του στην Κρήτη ως έπαρχου, νομάρχη και βαλή, Σε αυτό το θέμα όμως, ισχυρό ανασταλτικό παράγοντα αποτελεί το αρχειακό υλικό που υπάρχει στην Τουρκία, γραμμένο στην παλαιοτουρκική γλώσσα που ελάχιστοι πλέον γνωρίζουν. Εξάλλου, κάποιοι έγκριτοι Τούρκοι και Ελληνες ιστορικοί ισχυρίζονται ότι ένα μέρος των ιδιωτικών του αρχείων καταστράφηκε σκοπίμως γιατί περιείχε επιλήψιμα προσωπικά στοιχεία.

Κωστάκης Αδοσίδης Πασάς, ένας οραματιστής Οθωμανός
Ο γαλλοτραφής Κωστής Αδοσίδης υπήρξε ένας από τους πιο προβεβλημένους πασάδες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ξεκίνησε την καριέρα του ως εκδότης και δημοσιογράφος προτού συνδεθεί στενά με τον μεγαλοαστικό Ελληνισμό της Κωνσταντινούπολης, το διπλωματικό κι επιχειρηματικό κατεστημένο της, το Οικουμενικό Πατριαρχείο και βέβαια την Υψηλή Πύλη. Κατέλαβε πολλές νευραλγικές θέσεις του κράτους, ως μεταφραστής, διπλωμάτης, νομοθέτης, υπουργός, γεν. διοικητής Κρήτης, πρίγκιπας της Σάμου και Δήμαρχος Κωνσταντινούπολης. Στην Κρήτη ήρθε επανειλημμένα, ξεκινώντας τη δεκαετία του 1850. Ως εκ τούτου υπήρξε ένας από τους ελάχιστους Οθωμανούς αξιωματούχους που γνώριζε τόσο καλά το Κρητικό Ζήτημα και τους Κρητικούς, Συμπεριφέρθηκε ισότιμα απέναντι στους μουσουλμάνους και τους χριστιανούς του νησιού, όσο βέβαια το επέτρεπαν οι συνθήκες και οι ικανότητές του. Πάντως πέτυχε την ειρήνευση του νησιού.

Το μεγάλο του όμως επίτευγμα εγγράφεται στην τελική λύση του Κρητικού Ζητήματος: Δικές του ήταν οι βασικές εισηγήσεις στην ομάδα των λίγων περισπούδαστων νομοθετών, Τούρκων, Ελλήνων, Αρμενίων, Αλβανών και Εβραίων, που συνέταξε μέσα στο πλαίσιο του Τανζιμάτ, τον Οργανικό Νόμο και την Συνθήκη της Χαλέπας. Αμφότερα αυτά τα ιστορικά διατάγματα, αν και υπονομεύτηκαν από τους σουλτάνους ώστε να μην εφαρμοστούν, εν τούτοις αποτελέσαν το εφαλτήριο της αυτονόμησης και εν τέλει της ένωσης της Κρήτης με την Ελλάδα. Οι ιστορικοί το αποδίδουν εξ ολοκλήρου στον Αδοσίδη.

Το δεύτερο επίτευγμα του είναι η δημιουργία της Νεάπολης ως σύγχρονης πόλης αλλά και η επιλογή της ως πρωτεύουσας του Λασιθίου. Η έγκυρη βενιζελική εφημερίδα «Εμπρός», του Καλαποθάκη στην Αθήνα, συνόψιζε στις 7-12-1896 το όλο θέμα: «Από του 1866 ήδη η Νεάπολις Λασιθίου (χάρη στο Κ. Αδοσίδη Πασά) διαθέτει ευρύτατα δικαστήρια και διοικητήριο, ιδιαίτερον μέγαρον διοικητού, διαμέρισμα αστυνομίας, φυλακάς, στρατώνας, νοσοκομείον, δημόσια ιδρύματα, δενδρόφυτον πλατείαν, άφθονα ύδατα, σύστημα ρυμοτομικόν, σύστημα αποχετευτικόν, δημοσίας κρήνας , έργα δια τα οποία εδαπανήθησαν 80.000 χρυσαί λίρες, το δε πρότερον μικρόν χωρίον μετεβλήθη εις πόλιν πάντοτε προαγομένην και ευημερούσαν».

Παρ’ ότι και άλλοι τοπάρχες της τουρκοκρατούμενης Κρήτης έφτιαξαν τότε σημαντικά έργα στις πρωτεύουσες των επαρχιών τους, κανένας δεν πλησίασε το συνολικό όραμα του Αδοσίδη για μια σύγχρονη, αγροτο-αστική και στρατηγικής σημασίας πόλη, οργανωμένη χωροταξικά και ρυμοτομικά κατά τα διεθνή τότε πρότυπα.
Πάντως οι σχεδιασμοί του για τη Νεάπολη βρήκαν ευήκοον ους στο πρόσωπο του Μεγάλου Βεζίρη Ααλή Πασά, μεγάλου διώκτη των Ελλήνων, με τον οποίο ο ίδιος διατηρούσε, άγνωστο γιατί προνομιακή σχέση. Τη σχέση αυτή ο Αδοσίδης φαίνεται ότι εκμεταλλεύτηκε γενικότερα υπέρ της Κρήτης και επέτυχε παραχωρήσεις που διευκόλυναν το έργο του και το έργο των επόμενων ελληνικής καταγωγής, χριστιανών βαλήδων του νησιού.

Το τρίτο άξιο λόγου επίτευγμα του Αδοσίδη ήταν η διάσωση πολλών αρχαιολογικών σημαντικών ευρημάτων της περιοχής του Λασιθίου και της Κρήτης γενικότερα από την αδιαφορία των αρχών ή την λεηλασία των αρχαιοκαπήλων. Όταν στα 1869 ζητήθηκε από την οθωμανική κυβέρνηση να αποσταλούν στην Κωνσταντινούπολη όσες σημαντικές αρχαιότητες είχαν βρεθεί εντός των ορίων της δικαιοδοσίας τους, πέντε μόνο αρχαιόφιλοι κυβερνήτες και νομάρχες της αχανούς αυτοκρατορίας ανταποκρίθηκαν στην υψηλή εντολή. Ανάμεσά τους και ο Αδοσίδης. Σήμερα ένα μεγάλο μέρος των αρχαιοτήτων της Κρήτης και ειδικά του Λασιθίου (Δρήρος, Ιεράπετρα, Λατώ, Λύκτος, Μάλια ), που βρίσκονται στο Αυτοκρατορικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Κωνσταντινούπολης προέρχονται και σώζονται χάρη στην κοσμοπολίτικη, πολιτιστική συμπεριφορά του Αδοσίδη Πασά. Υπάρχει μάλιστα βάσιμη υπόθεση ότι και αυτή ακόμα η περίφημη στήλη με τον Όρκο των Νέων της Δρήρου, που ήλθε στο φώς το 1852, έφτασε τελικά πολύ αργότερα στην Κωνσταντινούπολη μέσω Ηρακλείου κι έπειτα από πολλές περιπέτειες χάρη στις ενέργειες του Αδοσίδη Πασά.

Ο Αδοσίδης ενήργησε στην Κρήτη υπεράνω εθνικισμών, όπως όλοι οι Φαναριώτες. Έφυγε από τη μεγαλόνησο αφήνοντας πολλά εκσυγχρονιστικά, δημόσια έργα, μνήμη συνετού διπλωμάτη, αριστοτέχνη ισορροπιστή και ικανού Οθωμανού πολιτικού. Η καριέρα του συνεχίστηκε απρόσκοπτα σε πολλές θέσεις ανώτατης βαθμίδας στη διοίκηση του Οθωμανικού κράτους. Δεν τα πήγε καλά σε όλες. Πέθανε στην Πρίγκηπο το 1895.

Ο πατέρας του Ελευθέριου Βενιζέλου, Κυριάκος, που γνώρισε στα Χανιά τον Αδοσίδη, τον επαινεί για τη Χριστιανική πίστη του στον Θεό και τα γνήσια ελληνικά του αισθήματα «παρ ότι εν μέσω των μουσουλμάνων». Είναι γνωστές δύο τουλάχιστον επιστολές που έστειλε στον νεαρό γιο του που σπούδαζε τότε εσώκλειστος σε ιδιωτικό γυμνάσιο της Κηφισιάς, όπου ο Κυριάκος Βενιζέλος μιλά με ανυπόκριτο θαυμασμό για τον γενικό διοικητή Κρήτης.

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος δεν γνώρισε τον Αδοσίδη Πασά. Η συγκίνησή του όμως ήταν μεγάλη όταν συνάντησε στα Χανιά τον γιο του Αναστάση που ήρθε στην Κρήτη με τα γεγονότα του Θέρισου, ως μέλος μιας διεθνούς επιτροπής παρατηρητών. Από τότε οι δύο άνδρες συνεργάστηκαν στενά. Σε αυτόν και την γυναίκα του Ελλη Χατζηλαζάρου μια πάμπλουτη αστή της Θεσσαλονίκης, -ο πατέρας της ήταν πρόξενος των ΗΠΑ στην Θεσσαλονίκη και η ίδια ζούσε στην Ελβετία-, ο Βενιζέλος αποκάλυψε πρώτα τις σκέψεις του για την απελευθέρωση της Μακεδονίας. Αργότερα τον έκανε διευθυντή του πολιτικού γραφείου του, έπειτα γενικό διοικητή Μακεδονίας και μετά πρόεδρο της Επιτροπής Αποκατάστασης των Προσφύγων της Μικράς Ασίας. .
Ο άλλος, λιγότερο γνωστός γιος του Αδοσίδη Πασά, ο Γεώργιος Αδοσίδης, ήταν δημοσιογράφος και συγγραφέας στο Παρίσι. Έγραψε μεταξύ άλλων ένα βιβλίο για τον ακόλαστο ιδιωτικό βίο του σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίτ, με το ψευδώνυμο Ζώρζ Ντορίς, το οποίο έκανε πάταγο στην εποχή του (1903).

Ο Κωστάκης Αδοσίδης Πασάς δεν ήταν Κωνσταντινουπολίτης, ήταν Καπαδόκης. Υπήρξε όμως ως Πασάς ex officio μέλος της κάστας των Ελλήνων Φαναριωτών της Κωνσταντινούπολης, στις τάξεις των οποίων ανήκαν οι κορυφαίοι των διπλωματών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Επρόκειτο για μια περίκλειστη κοινωνία αριστοκρατών που ούτε οι Ελληνες, ούτε οι Τούρκοι ιστορικοί αντιμετωπίζουν με ιδιαίτερο θαυμασμό. Και όμως, όπως είπε ένας Άγγλος διπλωμάτης: «Πολλά οφείλουν οι Ελληνες στην ιστορία τους, στο ανήσυχο πνεύμα και στους αγώνες τους. Αλλά τα πράγματα θα ήταν γι αυτούς πολύ διαφορετικά, και όχι προς το καλλίτερο, αν δεν υπήρχαν οι Φαναρώτες».
Η περίπτωση του Κωστάκη Αδοσίδη Πασά και ο φόρος τιμής που της αναλογεί παραπέμπει ευθέως στην αναγνώριση του δύσβατου, παρεξηγημένου αλλά εν τέλει πολύπλευρου έργου που επιτέλεσαν στην Κρήτη όλοι οι Ελληνες- χριστιανοί διοικητές της, ισορροπώντας «επί ξηρού ακμής» .