“Πίσω – μπροστά τ’ Αηδημητριού, στο έμπα του χειμώνα, παίρνει ο νιος τα βόδια του και πάει στο χωράφι.

Κι η κόρη που τον αγαπά, παίρνει ψωμί και πάει…”.

Ο Οκτώβριος που συχνότατα προφέρεται και γράφεται λανθασμένα Οκτώμβριος, είναι η καρδιά του Φθινοπώρου. Τον χαρακτηρίζουν οι γλυκιές λιακάδες, μετά τα πρωτοβρόχια. Τότε που ανθίζουν τα χρυσάνθεμα, τότε που στην ύπαιθρο οι λόχμες γεμίζουν κυκλάμινα.

Τα όμορφα αυτά λουλούδια δεν διστάζουν να βγουν και στις σχισμάδες των βράχων, εικόνα για την οποία αναρωτιέται ο ποιητής της Ρωμιοσύνης. Γιάννης Ρίτσος:

“κυκλάμινο, κυκλάμινο, στου βράχου τη σχισμάδα

που βρήκες χρώματα κι ανθείς, που μίσχο και σαλεύεις;”.

Ο μήνας αυτός ονομάζεται και Αϊ Δημήτρης, εξαιτίας της γιορτής του Αγίου στις 26 του μήνα. Ένας μήνας που οι ποιμένες, οδηγούμενοι από τον οικολογικό καταναγκασμό, αρχίζουν να κατεβαίνουν με τα κοπάδια τους από τα αλπικά λιβάδια των βουνών στους κάμπους, προκειμένου να ξεχειμωνιάσουν.

Σίγουρα το ανέβασμα την εποχή της άνοιξης είναι πιο άνετο, αφού η ανοιξιάτικη και ανθισμένη φύση βοηθά στο σώμα αλλά και στην ψυχή. Όμως το κατέβασμα μέσα στη φθινοπωρινή συγκυρία είναι επίπονο και αγωνιώδες. Η ημέρα μικραίνει, τα ζώα κινούνται δύσκολα αφού εγκυμονούν και οι καιρικές συνθήκες συχνά είναι αντίξοες.

Τέτοιες μέρες όπου έχουμε τους δρόμους των νερών και των κοπαδιών. Πάντοτε η εποχή σ’ ανεβάζει στο βουνό. Συνήθως Απρίλη με αρχές του Μάη τα ζωντανά είναι μαθημένα ν’ ανεβούν στο βουνό, θέλουν να φύγουν από την “φυλακή” των χειμαδιών.

Αισθάνονται από μόνα τους την ανάγκη στο να ανηφορίσουν, να φύγουν, αφού γνωρίζουν από μόνα τους τον δρόμο. Αλλά και το αντίθετο, κάνουν όταν το κρύο τα ζορίζει, πάλι το καταλαβαίνουν και θέλουν να κατεβούν στα χειμαδιά. Όσο και να θέλουμε να πούμε, ότι πρόκειται για ζώα, έχουν και αυτά νόηση σαν τον άνθρωπο.

Το γιορταστικό ορόσημο του αγίου Δημητρίου μοιάζει με πύλη, που φέρνει αναγκαστικά τους ορεινούς προς τα πεδινά και τα κέντρα, ενισχύοντας πάντα για ένα εξάμηνο τα στοιχεία της χειμωνιάτικης ζωής τα οποία είναι κοινά. Στη συνέχεια όλα αυτά ανανεώνονται με το καλοκαιρινό ανέβασμα στα βουνά, το οποίο γίνεται από τη γιορτή του άλλου αγίου, του Άι Γιώργη!

Η Αγγελική Χατζημιχάλη, σπουδαία λαογράφος και συγγραφέας, έχει ονομάσει αυτές τις μεγάλες μετακινήσεις των νομάδων και συγκεκριμένα των Σαρακατσάνων από τα βουνά στα χαμηλά και αντίστροφα, “ταξίδια της στάνης”.

Η ίδια περιγράφει με λαογραφική λυρικότητα αυτές τις μετακινήσεις, οι οποίες αποτελούν  ένα μεγάλο “διάβα ζωής” στα παλιότερα χρόνια, από μια αγνή και ελεύθερη κοινότητα ανθρώπων που πάσχιζαν να μας θρέψουν και να μας ντύσουν. Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα από το βιβλίο της Αγγελικής Χατζημιχάλη “Σαρακατσάνοι”, το οποίο αναφέρεται τόσο ζωντανά στις μετακινήσεις των κοπαδιών: σελ. 86-87.

Στις αρχές του Οκτώβρη, με τα πρωτοβρόχια, αρχίζει να ετοιμάζεται η στάνη, για τον γυρισμό από τα ψηλώματα στα χαμηλώματα. Θα μπει μέσα στο λιβάδι (το χειμωνιάτικο), πριν ή ύστ’ από τ’ “Αι Δημητριού…

Η “στάνη” ξεκινάει τη νύχτα, που ορίζει ο τσέλιγκας. Μα δεν το φανερώνει σε κανέναν από πρωτύτερα, για φυλαχτικό. να μην τους πάρει κακό μάτι. Μόνο την προηγούμενη μέρα μαθαίνουν οι στανιώτες, ότι την επόμενη θα ξεκινήσουν. Κι αυτοί πάλι την κρατάνε μυστική….

… Αφού φύγουν πρώτα τα κοπάδια για τα χαμηλώματα, ύστερ’ από μέρες ξεκινάνε τα “κονάκια” (δηλ. τα γυναικόπαιδα), που τραβάνε άλλη στράτα. Τα σέρνει (οδηγεί) η νύφη, με τα καλά της τα σκουτιά, και πολλές φορές στολισμένη στ’ άρματα.

Είναι η Σαρακατσάνα, που παντρεύτηκε τελευταία, το καλοκαίρι ή την ίδια χρονιά. Αρματώνουν και τ’ άλογό της με πλούσια βελεντζιά. Πάει μπροστά και τραβάει το καραβάνι για τα χαμηλώματα.

Περπατάνε ολημερίς και αδιάκοπα. Σταματάνε μόνο κάθε βράδυ, για να πλαγιάσουν λιγάκι. Οι άντρες, που ακολουθούν τα κονάκια, βοηθάνε τις γυναίκες για να ξεφορτωθούν τα φορτία και να στήσουν τις τέντες. Οι γυναίκες ξεσακκιάζουν τα σκουτιά: τα σαΐσματα, τις βελέντζες, τα στρώματα… ανάβουν τη φωτογωνιά και ψήνουν ψωμί. Προτού χαράξει, ξυπνούν όλοι πάλι και ξαναφορτώνουν…

– Το χινόπωρο η στράτα (προς τα χειμαδιά) γίνεται με γρηγοράδα. Για τον ίδιο δρόμο, που κάνουν την άνοιξη εικοσιπέντε μέρες (π.χ. από τη Φθιώτιδα στη Νάουσα), το χινόπωρο κάνουν μονάχα δέκα μέρες, για να ξανακατέβουν στα ίδια χειμαδιά.

Πολλές φορές, όταν η στάνη δεν έχει αρκετά φορτιάρικα ζά (ζώα), κάνουν και δύο στράτες. Ξεκινάνε μπροστά οι μισές γυναίκες, για ν΄αρχίσουν να ετοιμάζουν τα “καλύβια” (τις αχυρένιες εγκαταστάσεις) και στέλνουν πίσω, με κανέναν τσοπάνο, πάνω στα ψηλώματα τα χοντρικά ζά, για να έρθουν και τ’ άλλα γυναικόπαιδα με τα φορτιά…

Δεν ήταν μόνο οι μετακινήσεις που γίνονταν τούτες τις μέρες. Ρύθμιζαν οι άνθρωποι μεταξύ και διάφορα άλλα πράγματα, όπως τις διάφορες συμφωνίες για βοσκήματα και βοσκούς, διάφορες εγγυήσεις, διάφορες επίσης εργοδοτικές συμφωνίες, έκαναν συμβάσεις. Ακόμα από την εποχή της Τουρκοκρατίας, οι δύο γιορτές (Άι Γιώργη και Άι Δημήτρη), τις έβαζαν ορόσημο οι Τουρκοι για την πληρωμή των φόρων από τους Ραγιάδες.

Επίσης, ο Άι Δημήτρης σηματοδοτεί την επιστροφή των παραδοσιακών μαστόρωνσ τις οικογενειακές τους εστίες. Ο αποδομητισμός των νεοελλήνων, ιδιαίτερα για οικονομικούς και επαγγελματικούς λόγους, φαινόμενο που από την εποχή της Τουρκοκρατίας παρουσιάζεται έντονο στις ορεινές ιδίως και άγονες περιοχές, αποτυπώνεται και σε πολλά τραγούδια, ιδιαίτερα “της ξενιτιάς”.

Πολλές ήταν οι αποδημητικές περιοχές, πολλά ήταν τα γνωστά μαστοεροχώρια, οι πατροπαράδοτες αυτές εστίες εξορμησης για τη ξενιτιά. Θυμάμαι μια ο άδα τέτοιων μαστόρων, άριστων τεχνιτών της πέτρας, πετράδες τους έλεγαν, που έφευγαν από το χωριό μου την άνοιξη και γύριζαν κοντά στη γιορτή του Άι Δημήτρη. Συνήθως απασχολούνταν στα μοναστήρια του Αγίου Ορους.

Ετσι όλοι αυτοί, ταξιδιώτες και ξενιτεμένοι, κυρίως όσων η εξάσκηση των επαγγελμάτων τους ήταν δύσκολη το χειμώνα, επέστρεφαν στις εστίες τους από τον Οκτώβρη (κυρίες από το σημαντικό για τον αγροτικό χώρο χρονικό όριο της γιορτής του Αγίου Δημητρίου) καζαντισμένοι (με πολλά χρήματα) και υγιείς, πήγαιναν στην Εκκλησία και άναβαν μια λαμπάδα ίσα με το μπόι τους, ευχαριστώντας τον Θεό για όλα όσα τους προσέφερε.

Είχαν μπροστά τους όλο το χειμώνα, να χαρούν τις οικογένειές τους, να συμμετάσχουν σε οικογενειακά γλέντια και κοινοτικές γιορτές και να απολαύσουν μαζί με τις οικογένειές τους, τους καρπούς των κόπων της αποδημίας τους.