Είναι προς τιμήν του Δήμου Αγ. Νικολάου – γράφτηκε στον Τύπο πρόσφατα η ωριμότητα του Φακέλλου Υποψηφιότητας- οι ενέργειες του για να εντάξει το βενετσιάνικο κάστρο της Σπιναλόγγας στο Καλεντάρι της ΟΥΝΕΣΚΟ.

Όμως σιγή ιχθύος επικρατεί, καιρό τώρα, γύρω από το παλαιό αίτημα της ένταξης στον κατάλογο των Μνημείων Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς, του Παγκόσμιου αυτού Οργανισμού, των Μινωικών Ανακτορικών Κέντρων της Κρήτης.

Τέλος πάντων δεν υπάρχει η αίσθηση του μείζονος και του ελάσσοντος από  το Υπουργείο Πολιτισμού και  από τους λοιπούς αρμοδίους;

Είναι δυνατόν να προηγείται ένα μεσαιωνικό μνημείο βενετσιάνικης προέλευσης, ηλικίας πεντακοσίων περίπου χρόνων, από τα ελληνικά μινωικά ανακτορικά κέντρα  ηλικίας τρεισήμισι χιλιετηρίδων; Ή κάτι άλλο συμβαίνει που δεν ξέρουμε; !!!…Τι λένε άραγε οι δήμαρχοι των Δήμων της Κρήτης γι’αυτή την αδράνεια;

Είναι γνωστές οι ‘’μάχες’’ που δόθηκαν σε πολλά επίπεδα από την τότε νομαρχιακή Αρχή Ηρακλείου (2003-2006), όταν με την συμπλήρωση 60 χρόνων από την υπογραφή του Καταστατικού Χάρτη της UNESCO, του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών για την Εκπαίδευση, την Επιστήμη και  τον Πολιτισμό, διαπιστώσαμε, με οδυνηρή έκπληξη, την παντελή απουσία των Μινωικών Ανακτορικών Κέντρων από τον επίσημο κατάλογο της UNESCO, των αναγνωρισμένων μνημείων της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς.

Σύμφωνα με τον χάρτη της Βενετίας, το 1964: «Απέναντι στις μελλοντικές γενιές η ανθρωπότητα νιώθει υπεύθυνη για την διάσωση των μνημειακών έργων των λαών και έχει χρέος να τα παραδώσει σ’ αυτές με όλο τον πλούτο και την αυθεντικότητα τους».

Πιστή  στο παραπάνω δόγμα είναι η απόφαση της Γενικής Συνδιάσκεψης της UNESCO να καταρτίσει κατάλογο των αναγνωρισμένων μνημείων της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς, στον οποίο φιλοξενούνται τοποθεσίες με εξέχουσα οικουμενική αξία, αντιπροσωπευτικά αριστουργήματα του ανθρώπινου γένους.

Μέχρι πρότινος ο κατάλογος αυτός περιλάμβανε 812 τόπους ( 628 πολιτιστικοί, 160 φυσικοί, 24 μεικτοί) από τους οποίους οι 16 είναι Ελληνικοί, που αναδεικνύουν τοποθεσίες αρχαιολογικής, ιστορικής, φυσικής και πνευματικής σπουδαιότητας.

Η ένταξη, βέβαια, ενός μνημείου στον επίσημο κατάλογο της UNESCO δεν αποτελεί μόνο αναγνώριση της πολιτιστικής σπουδαιότητας του και ως εκ τούτου προκαλεί ικανοποίηση και υπερηφάνεια στην χώρα και στον λαό που το δημιούργησε, αλλά έχει και μία πιο ουσιαστική και πρακτική διάσταση.

Συγκεκριμένα:

α) Το ενταγμένο, σε αυτό τον κατάλογο, αυτό μνημείο βρίσκει θέση στην ιστοσελίδα της UNESCO, που την επισκέπτονται καθημερινά εκατοντάδες χιλιάδες χρήστες ηλεκτρονικών υπολογιστών, μέσω του διαδικτύου και αποτελεί τεράστια δωρεάν διαφήμιση του Μνημείου, με αποτέλεσμα να προσελκύσει εκατομμύρια επισκεπτών β) Με την ένταξη ενός μνημείου στον κατάλογο αυτό τίθεται αυτόματα υπό την αιγίδα της UNESCO και χρηματοδοτείται γενναία για την αναστήλωση, την συντήρηση και την προστασία του.

γ) Ένας άλλος σοβαρός λόγος είναι ότι για να γίνει πράξη ο φιλόδοξος στόχος το Ηράκλειο κάποτε να επιλεγεί ως η πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης, προϋπόθεση αποτελεί η ένταξη της Κνωσού στον περίφημο κατάλογο της UNESCO.

Η Θεσσαλονίκη και η Πάτρα επελέγησαν ως πολιτιστικές πρωτεύουσες, καθ’ ότι η πρώτη πρόβαλε τα ενταγμένα, ήδη, στον κατάλογο μνημεία της περιοχής της (η Βεργίνα, τα παλαιοχριστιανικά και βυζαντινά μνημεία της πόλης, καθώς και το βουνό Άθως, κλπ.) και η Πάτρα πρόβαλε τα ενταγμένα, ήδη, μνημεία της Πελοποννήσου (Ολυμπία, Ναός του Επικούρειου Απόλλωνα, ο Μυστράς, οι Μυκήνες, η Επίδαυρος, κλπ.

Παρά όμως τον αγώνα που κατέβαλε η τότε  νομαρχιακή Αρχή, απευθυνόμενη στον τότε Πρωθυπουργό της χώρας, στον τότε Υπουργό Πολιτισμού, στον Γενικό Διευθυντή της UNESCO, στον Έλληνα Πρέσβη στην UNESCO, στην Πρέσβειρα Καλής Θελήσεως στον Οργανισμό αυτό, στην Ελληνική Βουλή και στην Ευρωβουλή, στο Πανεπιστήμιο Κρήτης αλλά καθώς και σε εκατοντάδες Κρητικούς Συλλόγους στην Ελλάδα και όπου γης, οι οποίοι συμπαραστάθηκαν με φλογερά ψηφίσματα υπέρ του δικαίου αιτήματος του Κρητικού λαού, δυστυχώς, προσκρούσαμε στο αδιαπέραστο τείχος του Υπουργείου Πολιτισμού.

Ο τότε Υπουργός Πολιτισμού, δέσμιος των μανδαρίνων του Υπουργείου του, κάποιοι από τους οποίους αμφισβητούν όπως αποδείχθηκε  ακόμα και την Ελληνικότητα των Μινωιτών και κατ’ επέκταση του Μινωικού Πολιτισμού (μήπως, άραγε, εδώ βρίσκεται ο πραγματικός λόγος αυτής της ανεξήγητης και παράδοξης καθυστέρησης;), αφού επέρριψε τις ευθύνες στους προκατόχους του Υπουργούς Πολιτισμού, έθεσε, δε, αβάσιμες και ανυπέρβλητες προϋποθέσεις για την ένταξη της Κνωσού στον επίμαχο κατάλογο.

Συγκεκριμένα, προέβαλε, ως προσχηματικό λόγο αδυναμίας έστω και υποβολής σχετικής αίτησης προς την UNESCO την ύπαρξη… 700 αυθαιρέτων κτισμάτων στις θεσμοθετημένες αρχαιολογικές ζώνες Α’ κ Β’, πολλά χιλιόμετρα μακριά, από το Μνημείο, και έθεσε ως βασική προϋπόθεση την κατεδάφιση τους. Γεγονός εκ των πραγμάτων αδύνατο…

Το εκπληκτικό, όμως, είναι ότι η αιτίαση αυτή δεν ισχύει, και αποτελούν προφάσεις εν αμαρτίαις ,καθ’ ότι η Κνωσός καλύπτει όλα τα κριτήρια που θέτει η UNESCO, και με το παραπάνω, και τα οποία δεν ομιλούν πουθενά για κατεδαφίσεις κτισμάτων νομίμων ή παρανόμων σε απόσταση χιλιομέτρων από το μνημείο.

Σύμφωνα με την UNESCO τα κριτήρια ένταξης ενός μνημείου στον κατάλογο της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς είναι:

α. Να είναι αντιπροσωπευτικό  αριστοτεχνικό δημιούργημα της ανθρώπινης φυλής.

β. Να είναι ενδεικτικό της ανθρώπινης ευφυίας.

γ. Να εμφανίζει μια μοναδική  η τουλάχιστον μια εξαιρετική μαρτυρία κάποιας πολιτιστικής παράδοσης η ενός πολιτισμού που εχει εξαφανισθεί.

δ. Να είναι εξαίρετο παράδειγμα ενός τύπου οικοδομήματος ή αρχιτεκτονικής δομής ή τεχνολογικού συνόλου και να εικονογραφεί ένα σημαντικό σταθμό στην ανθρώπινη ιστορία.

ε. Να είναι  έξοχο παράδειγμα της παράδοσης της ανθρώπινης διαχείρισης της γης και να αντιπροσωπεύει έναν πολιτισμό, ειδικά μάλιστα στην εποχή που είχε  παρακμάσει και περνούσε σε αμετάκλητες αλλαγές…

στ. Να συνδέεται άμεσα και απτά με γεγονότα ή ζωντανές παραδόσεις, με ιδέες η με πιστεύω, με καλλιτεχνικές η λογοτεχνικές δημιουργίες που έχουν παγκόσμια σημασία. Ειναι σαφές ότι η Κνωσός  τα καλύπτει πλήρως.

Αλλωστε η Ακρόπολις γειτνιάζει με την πλάκα, και εκατοντάδες κτίρια προβληματικής νομιμότητας, νυχτερινά κέντρα, ταβέρνες κλπ, χωρίς ποτέ να απαιτήσει η  UNESCO να κατεδαφισθούν…

Βέβαια, ο τότε Πρεσβευτής της Χώρας μας στην UNESCO  με επιστολή του στην τότε νομαρχιακή αρχή, ανέφερε απλά την ανάγκη: δημιουργίας ζώνης προστασίας, γύρω από τον αρχαιολογικό χώρο της Κνωσού (εντελώς αόριστα, χωρίς να καθορίζει τις διαστάσεις αυτής της Ζώνης), καθώς και  εκπόνησης ενός σχεδίου διαχείρισης  για την συντήρηση του μνημείου.

Ο τότε Υπουργός Πολιτισμού, επαυξάνοντας εντελώς αυθαίρετα τις απαιτήσεις της UNESCO, ερμήνευσε (κατά το δοκούν) την σχετική διάταξη και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ζώνη προστασίας της Κνωσού αποτελούν και η Α’ και η Β’ Αρχαιολογική Ζώνη και όχι ένας κύκλος με μία εύλογη διάμετρο με κέντρο την Κνωσό, όπως έγινε με την Ακρόπολη και άλλα μνημεία.

Άλλωστε, είναι γνωστό το πολυχρόνιο αίτημα του ηρακλειώτικου λαού, όπως έχει εκφραστεί με δεκάδες ψηφίσματα κοινωνικών φορέων αλλά και αποφάσεων του Δημοτικού Συμβουλίου Ηρακλείου σχετικά με την καταδίκη της διαδικασίας που ακολουθήθηκε  κατά τον καθορισμό των Αρχαιολογικών Ζωνών της Κνωσού, με το Προεδρικό Διάταγμα της 11ης/09/1976, η οποία αγνόησε παντελώς την τοπική κοινωνία.

Η διαβόητη αυτή διαδικασία αγνόησε όχι μόνο την κοινή λογική αλλά και την επιστημονική έρευνα και την πολιτική πρακτική της χρηστής διοίκησης, καθ’ όσον έχει αποδειχθεί ότι κανένα μέτρο, όσο αυστηρό και αν είναι, δεν μπορεί να υλοποιηθεί αν δεν διαθέτει την λαϊκή αποδοχή.

Αυτή την επιθυμητή λαϊκή αποδοχή δεν κατάκτησαν ποτέ οι θεσμοθετημένες τότε ως Α’ και Β’ Αρχαιολογικές Ζώνες της Κνωσού, περιοχές που περιλαμβάνουν 13.500 στρέμματα γης (όσο περίπου καταλαμβάνει και το πολεοδομικό συγκρότημα του Ηρακλείου) στα οποία απαγορεύεται η δόμηση, στην μεν Α’ Ζώνη ολικώς και στην δε Β’ Ζώνη μερικώς.

Αυτή η εντελώς αυθαίρετη υπερβολή θεσμοθέτησης των Αρχαιολογικών Ζωνών, που θεωρητικά έγινε για την μεγαλύτερη δήθεν προστασία του μνημείου της Κνωσού, στην πράξη έφερε τα εντελώς αντίθετα αποτελέσματα με έξαρση της αυθαίρετης δόμησης, με ότι αυτό συνεπάγεται για την εικόνα του Μνημείου αλλά και της ευρύτερης περιοχής.

Είναι, δε, γνωστό και επιστημονικά αποδεδειγμένο ότι τα ευρήματα δεν καλύπτουν παρά μόνο ένα μικρό μέρος των Αρχαιολογικών Ζωνών.

Ήδη δε το  Υπουργείο Πολιτισμού έχει δεσμευθεί, αναγνωρίζοντας τον λανθασμένο καθορισμό τους, ότι θα προχωρήσει στον  επανακαθορισμό των αρχαιολογικών ζωνών της Κνωσσού. Πότε άραγε;

Η αδράνεια των αρμοδίων στο σημαντικό αυτό ζήτημα πρέπει να λάβει τέλος.

Θεωρώ  αναγκαία, επιτέλους, την   σύνταξη του  φακέλλου  υποψηφιότητας ένταξης στο Καλεντάρι της ΟΥΝΕΣΚΟ των Ανακτορικών Μινωικών Κέντρων της Κρήτης, που αποτελούν την “Βηθλεέμ” και το λίκνο του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού, γεγονός που  επιβεβαίωσε μεγάλος γενετιστής, μετά από εξέταση του “μιτοχονδρικού” DNA  δεκάδων σκελετών Μινωϊτων, που βρέθηκαν σε σπήλαιο του όρους Δικτη Λασιθίου, χαρακτηρίζοντας  τους Μινωϊτες  ως τους “πρώτους Ευρωπαίους”…