Η ανεκτίμητη και ανυπέρβλητη πολιτιστική αξία της αρχιτεκτονικής και αρχαιολογικής κληρονομιάς της Κρήτης, επιβάλλει την αναγκαιότητα αντισεισμικής προστασίας των ιστορικών μνημείων (Κνωσός, Βενετσιάνικα Τείχη, Κούλες κ.λπ.), από την κλιματική αλλαγή, με την άνοδο τησ θερμοκρασίας καθώς και πιθανές πιθανές σεισμικές δράσεις, που κάθε άλλο παρά σπάνιες είναι στην σεισμογενή περιοχή μας.
Αποτελεί κοινό τόπο: ότι η ανθρωπότητα είναι υπεύθυνη για τη διάσωση των μνημείων και έχει χρέος να τα παραδώσει στις μελλοντικές γενιές με όλο τον πλούτο και κυρίως την αυθεντικότητά του ότι τα μοναδικά αυτά οικοδομήματα που αποτελούν μάρτυρες ενός πολιτισμού που επηρέασε βαθιά τον σημερινό πολιτισμό απειλούνται σήμερα από φυσικά αίτια, όπως η άνοδος της θερμακρασίας και ο σεισμός και ότι κάθε μνημείο είναι μια ξεχωριστή ειδική περίπτωση με ένα ιδιαίτερο ιστορικό και απαιτεί ιδιαίτερη αντιμετώπιση.
Με δεδομένη δε τη μεγάλη σεισμικότητα στη χώρα μας η αντιμετώπιση του αντισεισμικού προβλήματος υπαγορεύει άμεσα εκπόνηση μελετών της στατικής επάρκειας τους και μελετών αποκατάστασης τους. Ο στόχος δε της αντισεισμικής μελέτης για την προστασία των ιστορικών μνημείων και συνόλων είναι ο έλεγχος του κινδύνου κατάρρευσης και η αποτροπή ενός τέτοιου απευκταίου ενδεχόμενου.
Η συνεργασία όλων των επιστημών και όλων των τεχνών που μπορούν να συνεισφέρουν στη μελέτη και διάσωση των μνημείων και ιστορικών συνόλων δηλαδή της μνημειακής κληρονομιάς είναι ικανή και αναγκαία συνθήκη για την επίτευξη του στόχου δηλαδή αφενός της αντισεισμικής προστασίας τους και αφετέρου της διατήρησης χωρίς παραμορφώσεις των δομικών χαρακτηριστικών τους.
Ήδη στο Νομό μας έχουν υλοποιηθεί, στο πρόσφατο παρελθόν, προγράμματα διάσωσης, διατήρησης και ανάδειξης μύλων και κρηνών, αναστηλώσεις μνημείων, δημιουργία νέων μουσειακών χώρων και πολιτιστικών διαδρομών, με συγχρηματοδότηση από το Γ’ ΚΠΣ, οι οποίοι συνδέουν και προβάλλουν χαρακτηριστικά του τόπου μας.
Κάθε τόσο, βέβαια, η χώρα μας σείεται από μικρούς ή μεγάλους σεισμούς, αλλά η αντισεισμική θωράκιση μνημείων και μουσείων βρίσκεται ακόμη σε αρχικό στάδιο, καθότι η ανάπτυξη ενός εκτεταμένου προγράμματος προϋποθέτει πανάκριβες εγκαταστάσεις σύγχρονης τεχνολογίας και δεν υπάρχουν διαθέσιμοι πόροι, ούτε ένας έστω μακροπρόθεσμος σχεδιασμός για την συνολική αντιμετώπιση του θέματος. Έτσι, η χώρα μας, που κατέχει την έκτη θέση από άποψη σεισμικότητας παγκοσμίως, δεν έχει, μέχρι πρότινος, ούτε ένα μουσείο κτισμένο με προδιαγραφές υψηλής αντισεισμικής προστασίας, δηλαδή με ΕΦΕΔΡΑΝΑ.
Μόνο το νέο Μουσείο της Ακρόπολης έλαβε αυτή την πρόνοια και έχουν ήδη τοποθετηθεί 90 εφέδρανα στο κτίριο για αντισεισμική θωράκιση. Αντισεισμικές βάσεις δεν διαθέτουν ούτε τα έργα τέχνης που χαρακτηρίζονται μοναδικά. Μόνο ο Ερμής του Πραξιτέλη στήθηκε σε ειδική αντισεισμική βάση κατά την ανακαίνιση του νέου Μουσείου της Ολυμπίας.
Ο Ηνίοχος των Δελφών, που είναι ένα εξίσου σημαντικό έργο της αρχαιότητας, δεν ευτύχησε να στηθεί σε ανάλογη βάση.
Η ανυπαρξία σαφούς πολιτικής για την αντισεισμική προστασία των αρχαίων ανάγκασε στο παρελθόν τους αρχαιολόγους, τους συντηρητές και μηχανικούς να αυτοσχεδιάσουν, τόσο για να στηρίξουν ετοιμόρροπα μνημεία από μελλοντικούς σεισμούς όσο και για να στερεώσουν αγγεία και αγάλματα που βρίσκονται σε γνωστές σεισμογενείς περιοχές.
Από το σεισμό της Αττικής του 1999 μόνο η Μονή Δαφνίου, η οποία είχε υποστεί και τις μεγαλύτερες ζημιές, μπήκε σε ένα πρόγραμμα αποκατάστασης.
Η αποκατάσταση των ζημιών σε μνημεία έχει αποδειχθεί υπόθεση χρονοβόρα, γιατί απαιτεί μελέτες από ομάδα επιστημόνων διαφόρων ειδικοτήτων και μεγάλη προσοχή στον τρόπο επέμβασης και χρήση των υλικών που θα χρησιμοποιηθούν ώστε να μην αποβεί τελικά η επέμβαση εις βάρος του μνημείου.
Τα αναπάντητα επιστημονικά ερωτήματα είναι πολλά, ιδιαίτερα σε μνημεία που έχουν σοβαρά στατικά προβλήματα και διαθέτουν εσωτερικό διάκοσμο (τοιχογραφίες και ψηφιδωτά Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων).
Το ερώτημα που τίθεται επίσης είναι αν υπάρχει στο υπουργείο Πολιτισμού γενικός σχεδιασμός πρόληψης καταστροφών από σεισμό και αν έχουν δοθεί οδηγίες στις κατά τόπους υπηρεσίες για τον έγκαιρο συντονισμό ενεργειών μετά το σεισμό, δεδομένου ότι μπορεί να συμβεί εν ώρα λειτουργίας των μουσείων και αρχαιολογικών χώρων με πολλούς επισκέπτες.
Μετά το σεισμό της Αττικής (1999) και τις εκτεταμένες ζημιές που είχαν σημειωθεί μόνο στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών είχαν σπάσει εκατοντάδες αγγεία και είχε μείνει κλειστός ως σεισμόπληκτος ο όροφος του μουσείου για πέντε ολόκληρα χρόνια.
Απαιτούνται λοιπόν προληπτικά μέτρα στα οποία εντάσσονταν και μελέτες σεισμικότητας της κάθε περιοχής, προληπτικές σωστικές επεμβάσεις, σχέδιο δράσης ύστερα από σεισμό, οργάνωση κέντρου ελέγχου επιχειρήσεων, συγκρότηση επιτροπών για την επιθεώρηση των μνημείων, αποτίμηση των ζημιών, λήψη πρώτων σωστικών μέτρων, μέχρι και τα δελτία που πρέπει να συμπληρώσουν διευθυντές μουσείων και άλλων ιδρυμάτων, που διαθέτουν συλλογές ανά την επικράτεια, για τις τυχόν βλάβες που θα είχαν υποστεί τα εκθέματά τους από πιθανό σεισμό.
Την πρώτη και κύρια ευθύνη έχει, οπωσδήποτε, το Υπουργείο Πολιτισμού. που πρέπει να λάβει τις απαραίτητες πρωτοβουλίες, δρώντας καταλυτικά, προς την κατεύθυνση της προστασίας των μοναδικών αρχαιολογικών μνημείων που απειλούνται από τις απρόβλεπτες διαθέσεις της φύσης…
*Ο Δημήτρης Κ. Σαρρής είναι πρώην υφυπουργός, νομάρχης Ηρακλείου