Και ενώ έφυγαν οι καλικάντζαροι, ακόμα μάλλον φαίνεται μακρινό, προκειμένου ν’ ανοίξουν η εστίαση, η ψυχαγωγία και αρκετές άλλες δραστηριότητες ενόψει της πανδημίας που δεν λέει να υποχωρήσει ή μάλλον υποχωρεί με μεγάλη βραδύτητα.

Σίγουρα ανάμεσα σ’ όλα αυτά και τα καφενεία που πάντα ήταν σημεία ανταμώματος και ανταλλαγής ιδεών, διαφόρων  συζητήσεων πάνω σε οποιοδήποτε θέμα. Από πολλούς χαρακτηρίστηκαν και ως “μικρές βουλές”. Σήμερα δεν θ’ αναφερθώ στο πιο παλιό καφενείο της Ελλάδας που τυχαίνει να βρίσκεται στο χωριό μου στον Λαύκο του Νοτίου Πηλίου.

Πρόκειται για το καφενείο Φορλίδα που αδιάκοπα λειτουργεί από το 1785 με επτά γενιές της οικογένειας να το έχουν υπηρετήσει. Ένα καφενείο που πέρασα κι εγώ τα ανέμελα μαθητικά μου χρόνια. Όμως ο λόγος είναι για ένα άλλο καφενείο, από τα κεντρικότερα της πρωτεύουσας που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην κοινωνική ζωή αφενός και αφετέρου συνδέθηκε στενά με την πολιτική κατάσταση της χώρας μας. Το καφενείο του Ζαχαράτου άνοιξε το Δεκέμβριο του 1888.

Το άνοιγμά του στο κεντρικότερο σημείο της πρωτεύουσας που για τους Αθηναίους υπήρξε και χώρος περιπάτου στάθηκε κοσμικό γεγονός, για τούτο και απασχόλησε σοβαρά και τον τύπο. Η διακόσμηση των αιθουσών, τα κομψά και φιλόξενα τραπέζια, τα αναπαυτικά καθίσματα, οι ευπρόσωπες και πρόθυμες υπηρεσίες του, ο πλούτος των εφημερίδων έκανε τους πελάτες να το προτιμούν και φυσικά να συνωστίζονται στους χώρους του.

Στου “Ζαχαράτου” σύχναζαν Αθηναίοι όλων των στρωμάτων· το μεγαλύτερο όμως μέρος των θαμώνων το αποτελούσαν συνταξιούχοι, υπάλληλοι και στρατιωτικοί, εμπορευόμενοι και κυρίως πολιτευόμενοι. Εκεί οι βουλευτές έδιναν τα ραντεβού με τους ψηφοφόρους τους, οι οποίοι πολλές φορές κατέφθαναν από την επαρχία, κι επίσης σύχναζαν πολλοί δημοσιογράφοι, και στους μαρμάρινους πάγκους του έδιναν οριστική μορφή στα ρεπορτάζ που συνέτασσαν στα θεωρεία της Βουλής, ενώ άλλοι,  όπως ο Κονδυλάκης, έγραφαν το χρονογράφημα για την εφημερίδα τους.

Κάποιοι όμιλοι μάλιστα ήσαν γνωστοί ως η “Γερουσία Ζαχαράτου” γιατί αποτελούνταν κυρίως από παλαίμαχους πολιτικούς και στρατιωτικούς, και όπως ήταν φυσικό, οι συζητήσεις που στρέφονταν  γύρω από την πολιτική, δίνοντας έτσι μια “ψευδαίσθηση δραστηριότητας στην αδράνειά τους. Οι κύκλοι αυτοί συνήθως ήσαν καλά ενημερωμένοι και πολλοί βουλευτές κατέφευγαν εκεί προκειμένου να ακούσουν γνώμες, να σχηματίσουν προσωπική αντίληψη για τον τρόπο που το κοινό έβλεπε το κόμμα τους, σφυγμομετρώντας έτσι την κοινή γνώμη.

Πρόκειται επομένως για κέντρο που στη συνείδηση των θαμώνων της εποχής αναδείχτηκε ένα είδος βουλευτηρίου.

Κατά την ημέραν των εγκαινίων ο Ζαχαράτος, ο οποίος ήταν και σύμβουλος στο Δήμο Αθηναίων εδέχθη ευχάς υπέρ αφθόνων κερδών, καθώς και θερμά συγχαρητήρια για το ωραίο του κατάστημα. Φυσικά από το καφενείο Ζαχαράτου δεν έλειψε η παρουσία του μεγάλου μας σατιρικού ποιητή Γιώργου Σουρή ο οποίος την ημέρα των εγκαινίων είπε τα δικά του όπως εξάλλου το συνήθιζε:

“Του Ζαχαράτου άνοιξε το νέο μαγαζί

και μέσα κι έξω το ‘βλεπαν οι φίλοι σαν χαζοί,

και άστραψε ο καφενές αυτός του Ζαχαράτου,

και όλοι του εφώναζαν “με γειά του” με χαρά του”.

Όταν βέβαια διαδόθηκε πως θα κλείσει ήταν δικαιολογημένη η θλίψη του ποιητή αφού ήταν τακτικός θαμώνας και φυσικά ανάλογοι ήταν και οι στίχοι του:

“Μη ρωτάς ερατεινέ

για το κράτος συμφορά του

κλάψε για τον καφενέ

μοναχά του Ζαχαράτου

Περικλή, τι θα γενούμε, που θα πάμε να περνούμε

την ημέρα, την βραδιά μας;

Μας το κλείσανε περντούτο, με το κλείσιμο του τούτο

λες πως κλείνει η καρδιά μας”.

Η θρηνωδία του Σουρή δεν ήταν βέβαια αρκετή για να εμποδιστεί το κλείσιμο του καφενείου. Ανάλογες αντιδράσεις σημειώθηκαν και κατά το 1906, όταν για ένα μικρό χρονικό διάστημα το καφενείο είχε γίνει ζυθοπωλείο. Ιδού πως αντέδρασε τότε ένας επίσης τακτικός θαμώνας του ο Διαβάτης (Ιω. Κονδυλάκης): “Την μεταβολήν ταύτην ησθάνθη η ζωή των Αθηνών περισσότερον παρ’ όσον θα την αισθανθούν οι εισερχόμενοι εις τας Αθήνας μετ’ απουσίαν ετών. Εις την ιστορίαν της Αγγλίας ο Μακώλεϋ αφιεροί ολόκληρον κεφάλαιον εις την επίδρασιν την οποίαν είχε το καφενείον εις την πολιτικήν εξέλιξιν της Μεγάλης Βρετανίας εις παρελθόντας αιώνας. Το αθηναϊκόν καφενείον και ιδιαιτέρως το καφενείον, το οποίον μεταμορφώθη εις ζυθοπωλείον, δεν κατέχει ολιγώτερον σημαντικήν θέσιν εις την ιστορίαν της νεωτέρας Ελλάδος.

Εις το καφενείον τούτο, συνεχίζει ο Κονδυλάκης, “είχον ζωηρόν τον αντίκτυπον όλαι αι πολιτικαί μεταβολαί της παρελθούσης τριακονταετίας και οι τοίχοι του είδαν και ησθάνθησαν όλους τους μεγάλους αναβρασμούς της εσωτερικής και εξωτερικής μας πολιτικής κατά την χρονικήν ταύτην περίοδον. Αι θυελλώδεις συζητήσεις της Βουλής μας είχον την συνέχειαν αυτών και τον αντίλαλον, ούτως ειπείν, εις το καφενείον τούτο, εντευκτήριον ανδρών των διευθυνουσών τάξεων (…).

Το κλείσιμο του καφενείου Ζαχαράτου δεν κλείει μόνον μίαν ιστορικήν περίοδον, αλλά κλείει σχεδόν και τον βίον πολλών Αθηναίων, των καθημερινών πελατών του. Οι άνθρωποι ούτοι από του παρελθόντος Σαββάτου, φαίνονται ως να ζουν έξω του στοιχείου του, ως να ζουν εις το κενόν (…). Πλανώνται ως σκιαί θλιβεραί, χωρίς ν’ αποφασίζουν να εγκατασταθούν αλλού· πλανώνται ως τα πτηνά των οποίων σκληρά χέρια κατέστρεψαν την φωλεάν. Με το καφενείον εκείνο τους συνέδεε μακρά έξις και εις αυτό ήσαν όπως εις το σπίτι των, εν μέσω γνωρίμων ανθρώπων και πραγμάτων. Ήταν η δευτέρα των οικογένεια, ή και η μόνη των οικογένεια.

Δίκιο είχε ο άνθρωπος. Πράγματι το καφενείο αυτό αλλά και το κάθε καφενείο με την σοβαρή έννοια, έχει διαφορετική αποστολή. Τόπος συζητήσεων, σημείο συγκέντρωσης φίλων, τόπος συνάντησης. Όλα αυτά τα στερούμαστε λόγω των επιβαλλόμενων μέτρων της πανδημίας. Μοναδικός ο ρόλος του καφενείου. Εστία σχεδόν οικογενειακή. Θυμάμαι τα καφενεία των παιδικών μου χρόνων, όπου τα βράδια, συνήθως τις χειμωνιάτικες νύχτες, μαζεύονταν οι χωριανοί μου για να περάσει αφενός η ώρα τους πίνοντας το καφεδάκι τους ή το τσίπουρό τους και αφετέρου να συζητήσουν και να επιλύσουν διάφορα πράγματα που τους απασχολούσαν.

Εκεί σύχναζαν μαστόροι, εργάτες, αγρότες, ναυτικοί… Ο καθένας με τα προβλήματά του και με τις έννοιες του. Πότε θα πάνε στις δουλειές τους, πότε θα τελειώσουν με το μάζεμα της ελιάς, ποια είναι η τιμή του λαδιού πότε θα καλμάρει η θάλασσα για να πάνε στο ψάρεμα. Εδώ η ζωή των απλών ανθρώπων του μόχου και της εργασίας άλλοτε γινόταν πιο δύσκολη και άλλοτε ημέρευε. Και όλοι εκείνοι στο καφενείο του χωριού τους, της συνοικίας τους, της γειτονιάς τους προσπαθούσαν να σπάσουν την πληκτική μονοτονία τους, δίνοντας έναν αλλιώτικο τόνο στη ζωή τους.