Το έθνος μας περνά δύσκολες, μαύρες θα ‘λεγα εγώ μέρες. Πολλές οι αιτίες και τα προβλήματα που μας βασανίζουν. Κυριαρχούν το οικονομικό, τα ελληνοτουρκικά και το σκοπιανό. Με το τελευταίο θα ασχοληθώ ακόμη μια φορά, για να πω δύο λόγια:
Πρώτον, ο λαός μας μίλησε για το πρόβλημα αυτό αλλά η κυβέρνησή του φαίνεται πως δεν άκουσε ή αν άκουσε, χαρακτήρισε το άκουσμα “φωνή βοώντος” και “άστους αυτούς”.
Δεύτερον, ο κόσμος έχει καταλάβει πια πως, αν το πρόβλημα λυθεί όπως θέλουν οι Σκοπιανοί και οι προστάτες τους ή όπως προτείνουν κάποιοι δικοί μας μικρόνοες, ανεγκέφαλοι και μύωπες, με τη σύνθετη λεγόμενη ονομασία, θα κάψει στο μέλλον την πατρίδα μας, τα παιδιά και τα εγγόνια μας και θα αποτελέσει προπομπό διαμελισμού της χώρας μας που κάποιοι σκοτεινοί δαίμονες σχεδιάζουν. Ας σκεφτούν λοιπόν οι δικοί μας, ας σκεφτούν καλά και “εν ανάγκη” ας πέψουν στον αγύριστο τον Νίμιτς, Αμερικανούς και Ευρωπαίους.
“Καλύτερα να ντραπεί η μούρη μου παρά να καεί η καρδιά μου” έλεγε η σοφή γιαγιά μου. Θέλουν οι Σκοπιανοί να λυθεί το πρόβλημά τους; Ας πάρουν όποιο όνομα επιθυμούν μα το “Μακεδονία” να το βγάλουν μια για πάντα από το μυαλό τους! Τι και αν τους έχουν αναγνωρίσει με το όνομα αυτό εκατό τριάντα κράτη; Μας ρώτησαν εμάς; Ας τους αναγνωρίσει όλη η υφήλιος. Από μας πάντως τέτοια αναγνώριση μην περιμένουν!
Τρίτον, ο λαός απαιτεί όπως οποιαδήποτε λύση, ή συμφωνία επιτευχθεί, αν επιτευχθεί, να τεθεί στην κρίση του για να αποφανθεί αυτός με δημοψήφισμα.
Υστερα απ’ αυτή τη μαύρη συννεφιά και θολούρα που δέρνει τον τόπο μας, σκέφτηκα πως λίγη λιακάδα και ξαστεριά θα ηρεμούσε κάπως την ψυχή μας και θα βοηθούσε να ξεχάσουμε λίγο τα βάσανά μας και την απαισιοδοξία μας. Μια εύθυμη ιστορία από τις αναμνήσεις μου ίσως μπορούσε να παίξει για λίγο το ρόλο αυτό κι αυτό θα κάνω αμέσως πιο κάτω:
Το 1962, σε ηλικία εικοσιτριών χρόνων, διορίστηκα δάσκαλος σ’ ένα χωριό του Σελίνου που απείχε από τα Χανιά εβδομήντα χιλιόμετρα. Εκείνη την εποχή το χωριό αυτό ήταν πολυάνθρωπο και γεμάτο ζωή και λόγω της μεγάλης διασποράς των οικισμών του είχε δύο μονοθέσια σχολεία που απείχαν πολύ μεταξύ τους. Στο ένα υπηρετούσε ένας δάσκαλος από τη Σητεία, στο άλλο τοποθετήθηκα εγώ. Στο χωριό αυτό υπηρέτησα επτά χρόνια και πέρασα ομολογουμένως θαυμάσια γιατί οι κάτοικοί του ήταν εξαιρετικοί από κάθε πλευρά: Φιλόξενοι και κουβαρντάδες, αισιόδοξοι και γλεντζέδες, πανέξυπνοι, ετοιμόλογοι και χωρατατζήδες.
Κυριακή πρωί με παρουσίασε στους κατοίκους ο εκ Σητείας συνάδελφος ως εξής: Σαν φτάσαμε στο χωριό, μπήκαμε στο πρώτο καφενείο που συναντήσαμε. Σ’ ένα τραπέζι κάθονταν πέντε ή έξι άνδρες. Πίνανε κρασί σε νερόκουπες γαλλικές (δακτυλάτες). Τις έλεγαν “κατοστάρες”, γιατί, δεν ξέρω. Το μόνο που γνωρίζω είναι ότι η νερόκουπα αυτή χωρεί 250 γραμμάρια κρασί. Για μεζέ είχαν σ’ ένα πιάτο αλατσολιές και κάμποσους καβρουμάδες (παξιμαδιασμένα κουλουράκια του φούρνου).
“Γειά σας”, είπε ο προπορευόμενος από μένα συνάδελφος. “Καλώς τον δάσκαλο, καλώς το Δημοσθένη μας”! είπαν και σηκώθηκαν όλοι όρθιοι και του έδωσαν το χέρι. Χαιρέτησαν και μένα τον άγνωστο. “Ο νεαρός που με συνοδεύει, θα είναι κύριοι εις το εξής ο καινούργιος σας δάσκαλος” είπε ο Δημοσθένης, ο συνάδελφός μου. Με κοίταξαν περίεργα κάμποσα δευτερόλεπτα χωρίς να βγάλουν άχνα. Σίγουρα δεν τους γέμιζα το μάτι. Τους φαινόμουνα άραγε κοπέλι λόγω της ηλικίας μου ή πολύ κοντός για τα μέτρα τους;
Εγώ είχα ύψος μόλις 1,72 και αυτοί όλοι τους πάνω από 1,80. Μετά, ένας – ένας μου έδωσαν το χέρι και με καλωσόρισαν, ενώ ο συνάδελφός μού τους σύστησε ονομαστικά. Σαν καθίσαμε, ο Ανδρέας, ο καφετζής, σηκώθηκε και έφερε, χωρίς να μας ρωτήσει τι θα πιούμε, μια νερόκουπα γεμάτη κρασί για τον καθένα μας. Κάθισε και τότε ο μεγαλύτερος της παρέας, καμιά πενηνταριά χρονών, ο Γιάννης, χούφτωσε την κατοστάρα του και σκουντρίζοντας τη δική μου, καθόμουν δίπλα του, μου είπε δυνατά: “Καλώς όρισες δάσκαλε, στο χωριό μας!”.
Το ίδιο επανέλαβαν και οι άλλοι με νόημα, σηκώνοντας τα ποτήρια και αμέσως άδειασαν τις νερόκουπες μονορούφι στο στόμα τους. Εγώ, επειδή εκείνα τα χρόνια δεν είχα μάθει ακόμη να πίνω, έφερα απλά το ποτήρι στα χείλη και ύστερα το απόθεσα γεμάτο στο τραπέζι. Σαν είδε ο Γιάννης ότι δεν ήπια το κρασί, με κοίταξε με περιφρόνηση και μου είπε: “Γιατί, δάσκαλε, δεν ήπιες το κρασί σου;”. Του απάντησα πως δεν έπινα ποτέ ούτε πίνω. “Δάσκαλε, να φύγεις αμέσως από το χωριό μας!
Ζήτησε μετάθεση γι’ αλλού γιατί εμείς εδώ θέλουμε δάσκαλό μας μπεκρή και χαρτοπαίκτη” και απευθυνόμενος στους λοιπούς ρώτησε: “Εσείς οι άλλοι, ίντα λέτε;”. “Ναι, καλά λες, Γιάννη!” του απάντησαν. Πώς αντέδρασα; Κύριοι, τους είπα, και πρέφα ξέρω και σκαμπίλι ξέρω και τάβλι παίζω και καπνιστής είμαι, μπεκρής δεν είμαι. Υστερα, για να σπάσω τον πάγο, έβγαλα το πακέτο τα τσιγάρα μου και τους κέρασα. Πήραν όλοι εκτός από τον Γιάννη, που μου είπε πως δεν κάπνιζε. Αυτό εγώ το κράτησα στη μνήμη μου.
Από τότε φαίνεται πως άρεσε πολύ στο Γιάννη να με πειράζει σε κάθε παρέα που τυχαίναμε κι οι δύο και να μου λέει ότι “οι άνδρες, δάσκαλε, το πίνουν το κρασί”.
Ωσπου σε μια παρέα θυμήθηκα κι εγώ και τον στρίμωξα: “Εβγαλα το πακέτο μου και κέρασα τσιγάρα την παρέα. Ο Γιάννης, όπως πάντα, δεν πήρε, γιατί λέει δεν κάπνιζε. Τότε του φώναξα κι εγώ μεγαλόφωνα, για ν’ ακούσει όλη η παρέα. “Γιάννη, φαίνεται να ξεχνάς πως μόνο οι γυναίκες δεν καπνίζουνε! (Τότε στα χωριά όντως δεν καπνίζανε ή αν ελάχιστες, κάπνιζαν κρυφά). Μαζεύτηκε ντροπιασμένος! Σαν διάλυσε η παρέα, ο Γιάννης με κάλεσε ιδιαιτέρως και μου είπε: “Δάσκαλε, ίντα λες; Να σταματήσουμε τον πόλεμο μεταξύ μας;” “Συμφωνώ, Γιάννη”, του απάντησα και από εκείνη την ημέρα ξεχάσαμε ποιοι ήταν οι άνδρες και γίναμε οι καλύτεροι φίλοι.
* Ο Μανώλης Ροδιτάκης είναι τ. εκπαιδευτικός και ειδ. πάρεδρος του Παιδαγ. Ινστιτούτου, πτυχ. Πολιτικών Επιστημών.