Μια κιθάρα και ένα βιολί συνομιλούσαν ερωτικά, γλυκά και γαλήνια από το ραδιόφωνο στο ζεστό δωμάτιο. Έξω τα δέντρα και οι τοίχοι καλωσόριζαν τον χειμώνα που έπεφτε επάνω τους βαρύς.

Ήταν στιγμή που και ο ήχος του τηλεφώνου, ο άχαρος, θα ήταν ευχάριστος και επιθυμητός για να διώξει τη σιωπή.

Να ταράξει τον παγωμένο χρόνο της αργίας. Είχαν όλα τεθεί καθαρά στην τελευταία συνάντηση. Ψυχρά και με απόλυτη βεβαιότητα. Δεν γνωρίζω, ούτε μπορώ να θυμηθώ πότε μπήκε το πρώτο λιθάρι, που ανεπαισθήτως υψώθηκε σε τείχος υψηλό και μας χωρίζει.

Τώρα αντικρίζω το ύψος του με τρόμο, με περιγελά σαρκαστικά, χαμηλώνω τα μάτια, σκύβω το κεφάλι και ετοιμάζομαι να πορευτώ μόνος. Δίχως φτερά, χωρίς ψευδαισθήσεις και γλυκασμούς.

Απομένει να συγκεντρωθούν οι στιγμές, οι ήχοι, οι λέξεις και οι εικόνες που αποταμιεύτηκαν αυτά τα χρόνια. Να διπλωθούν, να ξεσκονιστούν με προσοχή, να σβηστούν εκείνες που παγώνουν και πληγώνουν τη μνήμη.

Να κλειδωθούν και να πεταχτεί το κλειδί μακριά. Να κατατεθούν με προθεσμία στο ταμιευτήριο των αναμνήσεων. Φυσικά η αίσθηση και το άρωμά τους κάποτε θα παρηγορεί και θα σώζει. Υπάρχει όμως πάντα ένα ανοιγμένο βιβλίο να ξεκουράσουμε τη σκέψη μας.

Να μας παρασύρει στον μύθο του, να μας μεταφέρει σε άλλους τόπους, σε άλλων τις περιπέτειες, σε άλλες αγάπες. Υπάρχουν πάντα τα μικρογεγονότα της καθημερινότητας που ροκανίζουν τον χρόνο και σταματούν τη σκέψη.

Υπάρχει μια κόλλα κενή να δεχτεί τα ορνιθοσκαλίσματά μας, να παραδοθεί ελκυστική στην πένα του στυλό. Υπάρχει το ίδιο το στυλό που κρατούσαν άλλοτε τα δάχτυλα χαριτόβρυτων χεριών, ανήσυχων και εράσμιων.

Υπάρχουν οι φυγές στον κόσμο της φαντασίας που πλάθει ελπίδες και τροφοδοτεί νοσταλγικά το σήμερα. Υπάρχει μια σβησμένη λέξη ανάμεσα στους υπέροχους στίχους του Νερούντα. Μια εντολή που ακυρώθηκε.

Ο στίχος του «όταν φιλιούνται δύο άνθρωποι αλλάζει ο κόσμος».

Υπάρχει ο ήχος της κιθάρας και του βιολιού που επιμένουν να ηχούν στο άδειο δωμάτιο.

Υπάρχει το φως του ήλιου.