Η απαρχή της έννοιας της διαβούλευσης προσδιορίζεται στον 5ο π.Χ. αιώνα στην Αθήνα του Περικλή. Ο Αριστοτέλης φαίνεται να είναι ο πρώτος θεωρητικός που ασχολήθηκε με τη διαδικασία της δημόσιας συζήτησης και επιχειρηματολογίας. Στα «Πολιτικά» του υποστηρίζει ότι η συν-διαβούλευση και η συν-απόφαση των πολιτών μπορεί να είναι αποτελεσματικότερη ακόμη και από τις γνώμες των ειδικών. Η προέλευση του όρου ανάγεται στην πολιτική επιστήμη, όπου οι ορισμοί που του έχουν αποδοθεί είναι πολλοί, χωρίς όμως να υπάρχει ακριβής και αποδεκτός ορισμός.
Σε επίπεδο θεσμών, η διαβούλευση είναι μια αμφίδρομη επικοινωνία και κανονιστική διαδικασία ανάμεσα στους φορείς (διαμορφωτές της πολιτικής) και στους πολίτες (τα υποκείμενα που αφορούν οι πολιτικές), με στόχο οι φορείς να γνωρίσουν τις απόψεις των πολιτών.
Η διαβούλευση δεν συνιστά διαδικασία διαπραγμάτευσης ή συμβιβασμού και κατά συνέπεια δεν έχει κύριο μέλημα τη γεφύρωση διαφορών. Στην πράξη είναι εμπειρία μάθησης, μέσα από την οποία δίδεται η ευκαιρία στους συμμετέχοντες να γνωρίσουν και να διαμορφώνουν νέες πτυχές της συλλογικής τους πραγματικότητας, αντί να τις πληροφορούνται εκ των υστέρων, από εκείνους στους οποίους παραχώρησαν αυτό το δικαίωμα. Ο θεσμός της διαβούλευσης είναι από παλιά διαδεδομένος στις αγγλοσαξονικές κυρίως χώρες (Μ. Βρετανία, ΗΠΑ, Καναδάς, Αυστραλία, Ν. Ζηλανδία), των οποίων και αποτελεί βασικό στοιχείο της πολιτικής πρακτικής. Η διαβούλευση στις χώρες αυτές, είναι μια ρυθμιστική διαδικασία, που έχει σκοπό και στόχο τη διαφάνεια και την αποτελεσματικότητα της διοίκησης, αλλά και τη συμμετοχή των πολιτών στη διαμόρφωση του πολιτικού γίγνεσθαι.
Η χώρα μας δυστυχώς δεν διακρίνεται, όπως άλλες χώρες της Ευρώπης, για θεσμοθετημένες διαδικασίες διαβούλευσης. Είναι γενική η διαπίστωση ότι υπάρχει έλλειμμα διαβουλευτικής κουλτούρας στην ελληνική κοινωνία, παρότι λειτουργούν εδώ και δεκαετίες μεμονωμένες διαδικασίες διαβούλευσης με σχετική επιτυχία όπως, το Εθνικό Συμβούλιο Τουρισμού, το Συμβούλιο Αγροτικής Πολιτικής και το Εθνικό Συμβούλιο Ανταγωνιστικότητας και Ανάπτυξης.
Η σχέση διαβούλευσης και τοπικής αυτοδιοίκησης στην ελληνική επικράτεια είναι σχεδόν ανύπαρκτη, αν και κάποια βήματα έχουν τελευταία πραγματοποιηθεί, όπως αποδεικνύουν οι καταρτίσεις συμμετοχικών προϋπολογισμών από Δήμους της χώρας. Στην πλειονότητα των στελεχών της αυτοδιοίκησης, η διαβούλευση κατανοείται, ως μια μορφή δημόσιου διαλόγου, που στοχεύει στην καταγραφή απόψεων και θέσεων σε θέματα κοινού ενδιαφέροντος προκειμένου να αναδειχτούν οι διαφορές, που όμως δεν συνιστούν το κύριο μέλημα της διαβούλευσης.
Σκοπός της διαβούλευσης, στο χώρο της Αυτοδιοίκησης πρέπει να είναι η αναθεώρηση, μέσα από διαβουλευτικές διαδικασίες, της σχέσης που υπάρχει μεταξύ αυτοδιοικητικών αρχών και δημοτών-πολιτών στη λήψη και εφαρμογή αποφάσεων, για κρίσιμα θέματα και υποθέσεις, όπου η τοπική κοινωνία πρέπει και οφείλει να έχει και λόγο και ρόλο. Η Δημοτική και Περιφερειακή Επιτροπή Διαβούλευσης, στις οποίες αναφέρονται τα άρθρα 76 και 178 του νόμου 3852/10, δεν φαίνεται να καλύπτουν ως νέοι θεσμοί το έλλειμμα της διαβουλευτικής μας κουλτούρας.
Άλλωστε και το έργο των Επιτροπών Διαβούλευσης (επιλεκτικής σύνθεσης, αντιπροσωπευτικού ρόλου και γνωμοδοτικού λόγου) απέχει πολύ από το να χαρακτηριστεί διαβούλευση, δηλαδή: Μια αμφίδρομη και διαδραστική διαδικασία, η οποία στοχεύει στην αναζήτηση άποψης, ιδέας ή συμβουλής, μέσω ανταλλαγής επιχειρημάτων μεταξύ των διαβουλευόμενων, των οποίων η παρουσία και όχι η αντιπροσώπευση αποτελεί προϋπόθεση εκ των ουκ άνευ (sine qua non), όπως ορίζει ένας μάλλον ανεκτός ορισμός της διαβούλευσης.
Εξάλλου και η διαδικασία διαλόγου των επιτροπών διαβούλευσης, με αντικείμενο σκέψεις, απόψεις ιδέες και συμβουλές του δημότη-πολίτη, που δεν εκφράζει ο ίδιος προσωπικά, αλλά μέσω αντιπροσώπων, τους οποίους μάλιστα δεν επιλέγει, παραπέμπει σε πρακτική εν κρυπτώ και παραβύστω (sub Rosa), του δικαστηρίου «των ένδεκα» της αθηναϊκής δημοκρατίας παρά σε διαβούλευση. Ανακριβώς οι εμπνευστές του θεσμού υποστηρίζουν ότι το γνωμοδοτικό εύρος σε συνδυασμό με τον λογοδοτικό χαρακτήρα των επιτροπών συνεισφέρουν θετικά στη λειτουργία, διαφάνεια και αποτελεσματικότητα των ΟΤΑ αλλά και στη διαχείριση των τοπικών υποθέσεων. Το ακριβές αντίθετο επιτυγχάνεται.
Ο γνωμοδοτικός λόγος που επικαλούνται υπηρετεί τις υποκριτικές τους διαθέσεις για δήθεν ενδυνάμωση του λόγου του δημότη-πολίτη στο τοπικό γίγνεσθαι και ο λογοδοτικός χαρακτήρας τις όψιμες προθέσεις τους για άμβλυνση των συνεπειών της κατάργησης του τοπικού δημοψηφίσματος.
Ποιον στ’ αλήθεια..(!) υπηρετεί η κατ’ επίφαση διαβούλευση που πραγματώνεται από τη θεσμοθετηθείσα επιλεκτικής σύνθεσης Επιτροπή Διαβούλευσης, τον δημότη που διαβουλεύεται μέσω αντιπροσώπου ή τον εξουσιαστή του που προεδρεύει της επιτροπής, προσωπικά ή δι’ αντιπροσώπου και ο ρόλος του στη λήψη των αποφάσεων, είναι γνωστός σε όλους; Η αυτονόητη απάντηση στο ερώτημα, η απουσία προοπτικής άμεσης αλλαγής της διαβουλευτικής μας κουλτούρας και η αδυναμία των Επιτροπών Διαβούλευσης να καλύψουν το πασιφανές έλλειμμά της, επιβάλλουν την άμεση θεσμοθέτηση της κοινωνικής διαβούλευσης ως θεσμικού ισοδύναμου των Επιτροπών Διαβούλευσης
. Μια διαδικασία που δεν σχετίζεται με τη διαδικτυακή «Δημόσια διαβούλευση» που χρησιμοποιούν τα κυβερνητικά όργανα, για να θέτουν διάφορα θέματα, σε δημόσια δήθεν συζήτηση και να εξαπατούν τους πολίτες, αφού οι εκφραζόμενες για το θέμα απόψεις, σκέψεις, ιδέες και προτάσεις τους δεν έχουν καμία απολύτως επίπτωση στις κατά κανόνα προειλημμένες αποφάσεις, στο θέμα της δημόσιας διαβούλευσης.
Την κοινωνική διαβούλευση ορίζει και συγκεκριμενοποιεί μια διαδικασία ελεύθερου διαλόγου μεταξύ δημοτών, που ανταλλάσσουν απόψεις, σκέψεις, ιδέες, ακούγοντας ο ένας τον άλλο, που μοιράζονται γνώσεις και εμπειρίες θέτοντας ερωτήματα και διλήμματα, που μέσα από τις διαφορετικές προσωπικές τους απόψεις μαθαίνουν να επικοινωνούν, να στοχάζονται, να διαμορφώνουν και να εκφράζουν συλλογικά τη βούλησή τους. Μια αναβίωση δηλαδή της «Εκκλησίας του Δήμου» σε ένα σύγχρονο πρότυπο, που υλοποιείται στην πράξη με δομές, δράσεις και σχήματα ενεργούς συμμετοχής του δημότη-πολίτη που αφορούν:
- Τοπικές συνελεύσεις, με τη συμμετοχή των κατοίκων, ως διαδικασία και χώρος διαμόρφωσης συλλογικών αποφάσεων στο γράμμα και το πνεύμα του «τις βούλεται αγορεύειν» και όχι στο δόγμα «αποφασίζουμε και διατάσουμε», των προειλημμένων και στημένων αποφάσεων.
- Συλλογή Υπογραφών, ως μέσο και διαδικασία:
α. Έκφρασης και καταγραφής της συλλογικής βούλησης.
β. Διοργάνωσης και υποστήριξης πρωτοβουλιών δημοτών.
Ασφαλώς και δεν παραβλέπεται το γεγονός ότι σήμερα είναι πρακτικά δύσκολο στις πολυπληθείς κοινωνίες να συγκαλείται μια απέραντη εκκλησία του δήμου, στη μορφή της «Εκκλησίας του Δήμου» των Αθηναίων του 5ου π.Χ. αιώνα. Όμως, ένα σύγχρονο πρότυπο «Εκκλησίας του Δήμου», μπορεί να λειτουργήσει ως τοπική συνέλευση στα διοικητικά όρια των σημερινών Δήμων ή αυτοδιοικητικών τοπικών δομών, που σε έκταση και πληθυσμό δεν υπερβαίνουν τις πόλεις του 5ου π.Χ. αιώνα. Εξάλλου, οι δυνατότητες του διαδικτύου και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης καθιστούν τους πολίτες ωσεί παρόντες στις διάφορες δημοκρατικές διαδικασίες (διαβουλεύσεις, διαπραγματεύσεις τηλε-διασκέψεις, τηλε-ψηφοφορίες κ.ά.) με την ανταλλαγή απόψεων, σκέψεων, ιδεών προτάσεων και την έκφραση της βούλησης τους μέσω της άμεσης επικοινωνίας, που σήμερα εξασφαλίζουν οι τεχνολογίες επικοινωνιών με το επιγραμμικό σύστημα (online).
Οι επαναστατικές δυνατότητες της ψηφιακής τεχνολογίας του σήμερα και ειδικότερα της πλασμονικής του αύριο, επιβεβαιώνουν απόλυτα την άποψη ότι στο εγγύς μέλλον η κοινωνική διαβούλευση, ως διαδικασία και το διαδίκτυο με τα μέσα κοινωνική δικτύωσης, ως κύριοι φορείς, θα αποτελέσουν τους καταλύτες της διαμόρφωσης ενός νέου πρωτοποριακού αυτοδιοικητικού περιβάλλοντος, χωρίς τα δημοκρατικά ελλείμματα, τις θεσμικές αδυναμίες και τις παθογένειες, που συντηρεί και διαιωνίζει, το σημερινό πολιτικό και αυτοδιοικητικό κατεστημένο.
* Ο Μανώλης Κομπολάκης είναι τ. δημοτικός σύμβουλος