Μια πληθωρική βιογραφία και μια απογοητευτική ταινία τρόμου προστέθηκαν αυτή την εβδομάδα στις ηρακλειώτικες αίθουσες.

 

ELVIS

Σκην.: Μπαζ Λούρμαν

Πρωτ.: Όστιν Μπάτλερ, Τομ Χανκς, Ολίβια ΝτεΤζόνζι

  Το 1954 ο καλλιτεχνικός μάνατζερ Τομ Πάρκερ αποφασίζει να εντάξει στον περιοδεύοντα μουσικό του θίασο τον νεαρό τραγουδιστή Έλβις Πρίσλεϊ, που εκείνη τη χρονιά έκανε θραύση με το καινούριο του τραγούδι.

Υπό την καθοδήγηση αλλά και την εκμετάλλευση από τον Πάρκερ, ο Πρίσλεϊ θα γινόταν ένας από τους μεγαλύτερους σταρ όλων των εποχών πριν φτάσει ν’ απελευθερωθεί από τον μάνατζερ του στη δύση πια της καριέρας του.

Μουσικό βιογραφικό δράμα για έναν από τους δημοφιλέστερους κι επιδραστικότερους  καλλιτέχνες στην ιστορία της μουσικής. Μια αποθεωτική φαντασμαγορία απ’ αυτές που μόνο ο Λούρμαν ξέρει να φτιάχνει, έστω κι αν συχνά η εικαστική φενίτιδα υπονομεύει την αφηγηματική βαρύτητα.

Όπως έχει ήδη παρατηρηθεί από την κριτική ως μεγαλύτερο μειονέκτημα του σεναρίου, θίγονται μόλις φευγαλέα οι πιο δυσάρεστες πλευρές της ζωής του καλλιτέχνη, ενώ επιπλέον δημιουργείται η αίσθηση ότι πολλές σημαντικές μεταβάσεις στη ζωή του θα μπορούσαν να έχουν αποδοθεί λιγότερο βιαστικά.

Ευτυχώς όμως υπάρχει ο σαρωτικός Όστιν Μπάτλερ στον ρόλο του Πρίσλεΐ, που κουβαλάει ερμηνευτικά και φωνητικά όλη την ταινία στην πλάτη του και μαγνητίζει με την ταυτόχρονη επίδειξη αυτοπεποίθησης κι ανασφάλειάς του. Εξίσου απολαυστικός κι ο Χανκς ως Πάρκερ με την πιο ύπουλη προφορά που έχουμε ακούσει εδώ και πολύ καιρό στο σινεμά.

ΝΕΚΡΟ ΤΗΛΕΦΩΝΟ

THE BLACK PHONE

Σκην.: Σκοτ Ντέρικσον

Πρωτ.: Ίθαν Χωκ, Τζέρεμι Ντέιβις

Ένας έφηβος γίνεται το τελευταίο θύμα ενός απαγωγέα, που τον φυλακίζει στο υπόγειο ενός σπιτιού. Το αγόρι αρχίζει να λαμβάνει κλήσεις από τα προηγούμενα θύματα του απαγωγέα σ’ ένα αποσυνδεδεμένο τηλέφωνο που βρίσκεται στο δωμάτιο, τα οποία το καθοδηγούν προς την απελευθέρωσή του.

Ταινία τρόμου βασισμένη στο ομώνυμο διήγημα του Τζο Χιλ (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Τζόζεφ Κινγκ, γιου του διάσημου συγγραφέα τρόμου Στίβεν Κινγκ), που δημοσιεύτηκε το 2004 στο βρετανικό περιοδικό «The 3rd Alternative». Εδώ το μήλο πέφτει κάτω απ’ τη μηλιά με μια παραλλαγή του «Το Αυτό» («It») του πατέρα του συγγραφέα.

Η πρώτη και τελευταία ταινία του Ντέρικσον που μου άρεσε ήταν ο «Εξορκισμός της Έμιλυ Ρόουζ» («The Exorcism of Emily Rose», 2005). Εδώ ο σκηνοθέτης καταφέρνει να φτιάξει τρομακτική ατμόσφαιρα και ν’ αποσπάσει από τον Ίθαν Χωκ μια απειλητική ερμηνεία εντελώς πέρα από την ως επί το πλείστον προσηνή κινηματογραφική εικόνα του ηθοποιού, που ενισχύεται βεβαίως από την ανατριχιαστική μάσκα που σχεδίασαν κι έφτιαξαν οι Λίβαϊ Σίμσον, Τομ Σαβίνι και Τζέισον Μπέικερ.

Από ‘κει και πέρα, η πλοκή είναι γεμάτη ασυνέπειες κι έναν αμφιλεγόμενο χειρισμό στα θέματα που θίγει. Συγκεκριμένα, η πλοκή βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στις πρακτικές λύσεις με τις οποίες ο μικρός Φίνεϊ προσπαθεί ν’ αποδράσει, οι οποίες όμως δεν παρουσιάζονται καθόλου πειστικά, όπως κι η μοναδική ευκαιρία γι’ απόδραση που καταφέρνει να κερδίσει. Παραβαίνονται δηλαδή με τόσο εμφανή τρόπο οι φυσικές/ υλικές ιδιότητες των προτεινόμενων λύσεων, ώστε υπονομεύεται ανεπανόρθωτα η κρισιμότητα της πλοκής. Το πορσελάνινο (ή ακόμη και μαρμάρινο) καπάκι από το καζανάκι αποκλείεται ν’ άντεχε για να σκάψει όσο τοίχο μπόρεσε, το σκοινί αποκλείεται να ανέβαινε όρθιο μέσα στο χαλί χωρίς να σωριαστεί, ενώ το αγόρι εγκαταλείπει το παράθυρο ως δίοδο διαφυγής ακριβώς αφότου έχει αφαιρέσει το προστατευτικό κιγκλίδωμα. Επιπλέον, το σενάριο μοιάζει να δικαιολογεί και να συμπονά τον κακοποιητικό πατέρα, αφού η ταινία κλείνει με μια αναξιόπιστη συγνώμη που εκείνος ζητάει από τα παιδιά του, χωρίς ίχνος ουσιαστικής τιμωρίας, τη στιγμή που όλη η πλοκή αποτελεί μεταφορά για το τραύμα της κακοποίησης.