Το θυμήθηκα χθες ψάχνοντας τούτο το κείμενο. Μαζί με πολλές φωτογραφίες και αναμνήσεις χιλιάδες. Ο μπαμπάς μου έφυγε ακριβώς πριν 2 μήνες και ακόμα είναι νωπός πολύ ο πόνος της απώλειας.

Τούτες τις μέρες πιότερο από ποτέ έρχεται στο μυαλό και την ψυχή μου συνέχεια. Μπορεί να φταίει ο  εγκλεισμός  μας, ή η νοσταλγία άλλων εποχών  αφού το Πάσχα στο χωριό φέτος έχει… απαγορευτεί κι  ήρθανε πιο πολύ οι θύμησες και τα συναισθήματα να με ζώσουν… Κι ήταν αφορμή μια παλιά φωτογραφία ή μάλλον δύο κι όλη η Μεγαλοβδομάδα της δεκαετίας του ‘70 ζωντάνεψε…

Kαι σαν τον δολοφόνο που γυρίζει πάντα στον τόπο του εγκλήματος ανακάτεψα τα σεντούκια της μνήμης και το βρήκα. Στην αποθήκη του πατρικού, σε ένα ράφι  παρατημένο. Σαν να το ‘δα, σαν να το ακούμπησα  εκείνο το σκουριασμένο κουτί που ΄ταν γεμάτο από χιλιάδες λέξεις και εικόνες μιας  εποχής που χάθηκε, τα καλύτερα μας χρόνια. Στη δεκαετία  του ’70 μέρες διακοπών του Πάσχα, μια φορά κι έναν καιρό.

Μύριζε ασβέστη όλο το χωριό, λεμονανθούς, βιολέτες κι αγιόκλημα. Πεντακάθαρες αυλές, χρωματιστές γλάστρες από τις πολύχρωμες σαρδέλες, μπογιατισμένα στον κορμό τους  τα δέντρα και τα πεζούλια και ταπεζοδρόμια. Ένα λευκό που θάμπωνε τα μάτια.

Κλειστά σχολεία, ατέλειωτες διακοπές κι εμείς σηκωμένοι από το χάραμα… της Μεγάλης Δευτέρας. Έπρεπε  να πάμε στο παντοπωλείο να φτιάξουμε όλα, εκείνα τα χρειαζούμενα των νοικοκύραδων, όπως έλεγε ο πατέρας μου. Κι ο τόπος όλος μύριζε. Εμείς ανεβασμένοι στη μεγάλη ξύλινη σκάλα φτιάχναμε τα γεμάτα ντενεκεδάκια με το γάλα, τον πελτέ , το βούτυρο.

Κι ήταν στοιβαγμένα με τέτοιο τρόπο να είναι έτοιμα… για μια παρτίδα ριξίματος με μπαλάκια, όπως το Λούνα Παρκ. Κι ύστερα πιάσαμε να σακιάζουμε τη ζάχαρη, το αλεύρι δυο λογιών ποικιλίες για να ‘ναι αφράτα τα κουλουράκια.

Τακτοποιήσαμε τα αυγά με τις μεγάλες καρτέλες ευλαβικά τοποθετημένα  δίπλα στη μεγάλη ζυγαριά. Δίπλα αφήσαμε  εκείνες τις χαλκομανίες με τα λαγουδάκια, την ανάσταση του Χριστού, τα κοτοπουλάκια, ανεξίτηλες εικόνες παιδικής ηλικίας και … της τότε τέχνης.

Όμως, το πιο μαγικό  που συνέβαινε στο παντοπωλείο μας ήταν σαν έρχονταν κάποια από τις γυναίκες και ζητούσε με χαμηλή σχεδόν ψιθυριστή φωνή:

«-Κ. Γιάννη απ΄τον καλό βούτυρο ε… φτιάχνω τα τσουρεκάκια μου και ξέρεις εδά κάθε χρόνο πως μόνο από  σένα ψωνίζω».

Έμεινα χρόνια με την απορία, ποιος ήταν… «ο καλός βούτυρος».  Έβλεπα πως ο πατέρας μου είχε κάτω από τον πάγκο «κρυμμένο» έναν μεγάλο ντενεκέ που απέξω έγραφε με μπλε γράμματα τη λέξη… φυτίνη. Κι αναρωτιόμουν ποια ήταν η διαφορά από τα μικρά ντενεκεδάκια.

Ο πατέρας με μια κίνηση του χεριού κοντά στο στόμα μας έλεγε να σωπάσουμε… ποτέ δεν  μας εξηγούσε τίποτα. Είχε πάντα την άποψη, πως ότι και αν ζητήσει ο πελάτης θα΄χει πάντα δίκιο, κι εμείς… δεν ξέρουμε. Αργότερα, πολύ αργότερα  μας είπε πως ήταν το ίδιο αλλά στη ντενέκα ήταν αυτός που πουλιόταν… χύμα! Ε, φυσικό ήταν, σαν μεγάλωσα… τον «καλό βούτυρο» τον έκανα ήρωα σε παραμύθι!

Η πιο μαγική μέρα όλης της μεγαλοβδομάδας ήταν η Μεγάλη Τρίτη. Πίσω από το μεγάλο ψυγείο ήταν τα βάζα με όλα τα μυρωδικά. Κι εμείς με μικρά σακουλάκια και σέσουλες έπρεπε  να τα γεμίσουμε  με 1ας, 2 και 5  δραχμών κανέλα, αμμωνία και λιγότερη σόδα.

Κι εκείνα τα μπουκαλάκια της βανίλιας που κατά λάθος άδειαζα μέσα στο συρτάρι  για να τα κάνω μπουκάλια γάλατος  στο κουκλόσπιτό μου, ήταν ότι πιο σπουδαίο είχαν τα δει μέχρι τότε ….τα μάτια μου. Μύριζε ο τόπος και …το πάτωμα από τούτα τα μοναδικά αρώματα που ξεχύνονταν και σ’  όλη τη γειτονιά, ήταν σαν να ήρθε εκείνη η μυρωδιά στα ρουθούνια μου πάλι.

Θυμάμαι πως τη Μεγάλη Τετάρτη κατεβαίναμε με το φορτηγό στη «Χώρα» και πηγαίναμε σε έναν έμπορο που μας γέμιζε ένα σωρό κασόνια με μυζήθρες, φρέσκιες. Όλη η καρότσα μύριζε γάλα. Κι έβλεπα πέρα στη θάλασσα να προβάλει ο ήλιος εκεί κάτω στη λαχαναγορά, κοντά στο Μπεντενάκι και έπαιρνα χρώματα κι άλλες μυρωδιές για  το δρόμο της επιστροφής. Και ο μπαμπάς μου έκανε πάντα το χατίρι. Με περνούσε να δω το πέτρινο φρούριο, τον Κούλε, εκεί που ζούσαν στην παιδική μου φαντασία όλοι οι βασιλιάδες και οι πριγκίπισσες των παραμυθιών.

Και ύστερα γρήγορα γρήγορα επιστρέφαμε στο χωριό γιατί οι νοικοκυρές περιμένανε.  Ήταν η μέρα για τα καλιτσούνια και τις μεγάλες κουλούρες. Κι ήταν ουρά οι πελάτες  έξω από το μαγαζί για να προλάβουν να πάρουν όλα όσα χρειάζονταν γιατί ήθελε ώρα να  «ανέβουν» τα καλούδια! Και τη μεγάλη Πέμπτη μύριζε ξύδι όλη η αγορά, το μαγαζί και η μέσα αποθήκη.

Πάλι έρχονταν να πάρουν από το καλό, το δυνατό ξύδι  που ‘ταν δική μας παραγωγή. Κι εκεί καθόταν κι η μάνα μου που τούτη τη μέρα είχε ξεχουρδίσει εκατοντάδες κρεμμύδια από τα «πουκάμισά» τους για να ‘ναι έτοιμα για τη βαφή των αυγών. Νόμιζα πως ήταν πολύ συγκινημένη  από το Θείο Δράμα όλο το πρωινό της Μεγάλης Πέμπτης …όμως τη ζημιά την είχαν κάνει τα κρεμμυδόφυλλα.

Τι να πρωτοθυμηθώ για τούτες τις μέρες. Βιβλία ολόκληρα οι αναμνήσεις μας. Όμορφα χρόνια, όμορφες μέρες, ξέγνοιαστες  και σήμερα μπήκα λίγο στις θύμησες με αφορμή τούτο το μικρό ντενεκεδάκι …το Πασχαλιάτικο.

Κοίταξα τη φωτογραφία του μπαμπά μου. Έτσι τον θυμάμαι πολύ. Όταν κι εκείνος …έβλεπε κι ήταν πάντα στημένος εκεί , πίσω από τη ζυγαριά ακουμπώντας πάνω στο ξύλο από το μεγάλο κουτί που φύλασσε τον καφέ του ΔΑΝΔΑΛΗ.

Κωστή θυμάσαι; Σε ευχαριστώ για τις θύμησες, τα ντενεκεδάκια, τα χρόνια μας!

http://zhtunteanagnostes.blogspot.gr/