Αξέχαστε και πολύτιμε Γιάννη Καραβαλάκη,
κοντά στα ξημερώματα (Πέμπτης), ώρες που το Λασίθι μας ανήμενε τον ήλιο να φανεί και να αποβγάλει τ’ απομεινάρια του σκοταδιού και την κρυγιάδα της φθινοπωρινήςλασιθιώτικης ταχινής, ήσβησε και η τελευταία σπίθα του καντηλιού σου και η ψυχή σου πήρε τον ανήφορο για τον ουρανό.
Μια βροντή που μου φάνηκε πως ήκουσα την ίδια ώρα, από την κορφή του Τούμπα Μούτσουνα, μπορεί να μην ακούστηκε από τους άλλους χωριανούς μας, μα γω θεόψυχά μου, την ήκουσα και σκέφτηκα πως δα μου χαλάσει ο καιρός τις δουλειές που προγραμμάτιζα. Όμως παραΰστερα που χτύπησε η καμπάνα των Τριών Ιεραρχών για το μαντάτο του μισεμού σου, θυμήθηκα τη βροντή και μετασκέφτηκα: – Εμίσεψε ο ακριβός μου φίλος κι ήκαμε ο Δίας ταραχή στο σπήλιο ντου, λίγο πιο πάνω από το σπίτι που γεννήθηκες…
Πριν από χρόνια αρκετά, επιστρέφοντας μαζί από τη κηδεία του αείμνηστου νομάρχη Λασιθίου, Αντώνη Στρατάκη, διέκοψες την κουβέντα μας και μου παράγγειλες: «Άκουσε Γιώργο, όταν ποθάνω θέλω να μου πεις εσύ μόνο δυο λόγια, έτσι όπως τα είπες σήμερα του Αντώνη. Δεν μου αρέσουν τα παίνια μετά θάνατο κι έτσι όπως τα λένε στους επικήδειους. Εσύ μιλάς απ’ την καρδιά σου…
Γέλασα συγκαταβατικά, μα οι καιροί το φέρανε να βρω μπροστά μου σήμερο την παραγγελία σου…
Όμως τι να σου πω; Ή μάλλον τι να σου πρωτοπώ; Πού νάβρω λέξεις θαυμασμού εκτίμησης και σεβασμού, που να μπορώ μ’ αυτές να αποτιμήσω τη λαμπρή προσωπικότητα σου, που κόσμησε τον τόπο μας μέσα κι έξω από τα σύνορά του;
Πώς να μιλήσω και τι να πω εγώ ο ελάχιστος, για το μεγάλο έργο που αφήνεις πίσω σου;
Έργο ερευνητικό, ιστορικό, συγγραφικό, λαογραφικό, πολιτιστικό, δημοσιογραφικό, κοινωνικό, εκκλησιαστικό, αναπτυξιακό, πολιτικό μα και τόσες άλλες αξιοσημείωτες πρωτοβουλίες σου;
Όχι, ακριβέ μου φίλε. Δεν θα το αποτολμήσω γιατί χρειάζεται χρόνος πολύς κι ανάλογος με τις ατέλειωτες δραστηριότητές σου σε μια ζωή που έχει μάκρος κοντά ένα αιώνα… Αθελά μου μπορεί να σε αδικήσω, αν προσπαθήσω να θυμίσω σε λίγη ώρα, τόσα πολλά που πρόσφερες …
Είχα μάθει πάντα να σε ακούω αναντίρρητα, γιατί πίστευα βαθειά πως ότι έλεγες ήταν κάτι σαν «λογικό αξίωμα» της μαθηματικής θεωρίας. Γιαυτό και δεν σου χάλασα πότε χατήρι όταν ήμουν δήμαρχος στο τόπο μας. Ήσουν ο άγρυπνος συμπαραστάτης μου, ο σύμβουλος, ο συνεργάτης, ο βοηθός , ο φίλος που μου έλεγε αυτό που έπρεπε να μου πει και όχι αυτό που ήθελα να ακούσω… Προσπαθήσαμε μαζί, κουραστήκαμε, μα δημιουργήσαμε πολλά… Σου είμαι ευγνώμων για την πολύτιμη βοήθειά σου όλα αυτά τα χρόνια της διαχείρισης των κοινών.
Παραιτούμαι επομένως της δύσκολης προσπάθειας να αποτιμήσω αυτή την ώρα το έργο σου και εναποθέτω αυτή την αποστολή στο μελλοντικό βιογράφο σου… Άλλωστε εκτιμώ πως το πνευματικό σου παιδί και σημερινός δήμαρχος στο Λασίθι, ανιψιός σου Γιάννης, έχει ήδη στους σχεδιασμούς του τη βιογραφία και τη ανάδειξη του πολύτιμου έργου σου…
Θα επιχειρήσω όμως να διαβάσω εδώ, ένα μικρό κομμάτι του βιογραφικού σου σημειώματος, όπως εσύ ο ίδιος συνέγραψες και δημοσίευσες στην ιστοσελίδα σου. Έτσι απλά ένα δείγμα της γραφής σου για να θυμίσω τον υπέροχο, πολλές φορές αυτοσαρκαστικό, γραπτό ή προφορικό σου λόγο που απολάμβαναν οι αναγνώστες σου ή οι ακροατές σου…
«Γεννήθηκα στα τέλη της 2ης δεκαετίας του εικοστού αιώνα, σ’ ένα μικρό μεν αλλά ιστορικό χωριό, το Ψυχρό, ένα από τα 18 χωριά που στεφανώνουν το πανέμορφο Οροπέδιο του Λασυθίου, λίγες εκατοντάδες μέτρα πιο κάτω από την μυθολογική γενέτειρα του Δία, το Δικταίον Άντρο.
Η ζωή μου, όπως «εγκύρως» πληροφορήθηκα αργότερα, ξεκίνησε με μια περιπέτεια. Όταν η Παπανικολού, η πρακτική μαμή του χωριού, άκουσε το πρώτο μου “ουά” με παρέδωσε στις βοηθούς της, με την σύσταση να βάλουν «μια ολιά αλάτσι» στο νερό του πρώτου μπάνιου του νεογέννητου «για να μη βγει το κοπέλι ανάλατο». Στην εντολή της μαστόρισσας, οι γιαγιάδες, ως αμέσως ενδιαφερόμενες, ανταποκρίθηκαν όχι μόνο πρόθυμα, αλλά, όπως αποδείχθηκε, και με υπερβάλλοντα ζήλο, ρίχνοντας ξεχωριστά η κάθε μια τους μια «χαχαλιά» χοντρό αλάτι στην «πετρολεκανίδα», την πρώτη μου μπανιέρα. Μόλις λοιπόν με βουτήξανε σ’ αυτή την δυνατή σαλαμούρα, το τρυφερό μου δέρμα αφυδατώθηκε και μάζεψε σαν την μπόλια. «Ω κακομοίρηδες και να κάψουμε θέλει το κοπέλι!» αναφώνησαν οι βοηθοί της Παπανικολούς. Η γρήγορη επέμβαση της καλής μαστόρισσας μου έσωσε την ζωή, που κινδύνεψε σοβαρά στο ξεκίνημά της.
Τα πρώτα γράμματα τα ’μαθα στο ιστορικό Παπαδάκειο Σχολείο Ψυχρού, δωρεά του Αντ. Φ. Παπαδάκη στην γενέτειρά του από τα μέσα του 19ου αιώνα, που βρισκότανε πολύ κοντά στο σπίτι μας.
Έχοντας το ενδεικτικό της Τετάρτης Δημοτικού στην τσέπη, κατηφόρισα στον Άγιο Νικόλαο (Σεπτέμβρης 1939), για να πάω στο Γυμνάσιο. Με την πρόσφατη τότε εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, το Γυμνάσιο γινότανε οκτατάξιο κι όποιος ήθελε να φορέσει το μαθητικό πηλίκιο του γυμνασιόπαιδος, έπρεπε να φύγει από το χωριό και να ξενιτευθεί, αφού δεν υπήρχε Γυμνάσιο στο Οροπέδιο την εποχή εκείνη…
Μεσούντος του Ιουλίου 1947 έφυγα για την Αθήνα, προκειμένου να δώσω εξετάσεις στην Ανωτάτη Γεωπονική. Η πρώτη απόπειρα άλωσης του φρουρίου της Ανωτάτης Παιδείας απέτυχε … μετά πολλών επαίνων».
Έτσι αυτοσαρκαστικά, συνεχίζεις το εξαιρετικό αυτοβιογραφικό σου σημείωμα για το σπουδαίο ταξίδι προσφοράς μιας ολόκληρης ζωής, στην επιστήμη, τον πολιτισμό, τη κοινωνία…
Όμως κι εδώ προσκρούω στη μετριοφροσύνη σου και παραιτούμαι της συνέχειας του αναγνώσματος, δικαιολογούμενος πως ο ίδιος καθομολογούσες ότι τα γεγονότα της ζωής σου, ενδιαφέρουν πολύ εσένα, αλλά ελάχιστα ή καθόλου τους άλλου …
Αλησμόνητε Γιάννη Καραβαλάκη, ήσουν ένας πολύτιμος Λασιθιώτης και κατάφερες να περάσεις στις καρδιές όλων όσοι σε γνώρισαν, κατακτώντας τον θαυμασμό, το σεβασμό και την εκτίμηση τους. Στις σκέψεις όλων μας, θα παραμείνεις φάρος φωτεινός γνώσης και προσφοράς… Θα λείψεις από σήμερα σε όλους μας, μα περισσότερο στην οικογένειά σου και προπαντός στη γλυκιά γνωριμία της Μαρώνειας, συνοδοιπόρο σου, αδελφή ψυχή και αρχιτεκτονικό στήριγμα της ζωής και της ευτυχίας σου, Πελαγία Βρέζα.
Καλό σου ταξίδι στην αιωνιότητα…
*Ο Γιώργος Μηλιαράς είναι τ. δήμαρχος Οροπεδίου Λασιθίου