Ο κ. Χρήστος Κωσταντουδάκης στο μυθιστόρημα «Κι έτσι η ζωή είναι ωραία» χρησιμοποιεί τον τίτλο της κινηματογραφικής ταινίας του Roberto Benigni προσθέτοντας όμως δυο λέξεις στην αρχή, «Κι έτσι…». Αυτές οι λέξεις προσδιορίζουν το περιεχόμενο και το νόημα του πονήματος εξάπτοντας τη φαντασία του αναγνώστη.

Η αφήγηση ακολουθεί έναΝ χρονικό άξονα, ο οποίος ξετυλίγεται σταδιακά και περιλαμβάνει: στην αρχή την ασθένεια με τη νοσηλεία στο νοσοκομείο, τη σχέση γιατρού-ασθενούς, τις σχέσεις στην οικογένεια (τα παιδιά και τη σύζυγο), τις συνομιλίες με τον φίλο Αλέξανδρο, τη διδασκαλία στο σχολείο, τα ερωτήματα και τις βεβαιότητες για τη θρησκεία, την αγάπη για το Μεγάλο Κάστρο, τη λογοτεχνική του παρουσία στο πνευματικό γίγνεσθαι της πόλης, το κρητικό γλέντι, καθώς και τα ερωτήματα του θανάτου. Η επιχειρηματολογία για όλα αυτά στηρίζεται, εκτός από την προσωπική γνώμη, στα αποφθέγματα και τις ρήσεις των 94 ανθρώπων του πολιτισμού που προαναφέρθηκαν. Με τον τρόπο αυτό ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται τα υπαρξιακά ερωτήματα, τα οποία θέτει και προσπαθεί να απαντήσει ο συγγραφέας, την ταυτότητα του πρωταγωνιστή, την κοσμοθεωρία του και τον ψυχικό του κόσμο. Πώς γίνεται όμως η αφήγηση;

Η επικίνδυνη ασθένεια, η οποία εμφανίζεται το 2015, είναι απρόσκλητος επισκέπτης στη ρουτίνα της καθημερινής ζωής του κ. Άγγελου, όνομα όχι τυχαίο ,καθώς ο άγγελος συμβολίζει το άυλο μεταξύ ουρανού και γης. Αυτή η ενοχλητική ντάμα τον καλεί να χορέψουν ένα…τάγκο. Τον σφιχταγκαλιάζει χωρίς να του ζητήσει την άδεια κι έχει την απαίτηση να χορέψουν μαζί στοΝ δικό της ρυθμό. Το αρχικό ξάφνιασμα του καβαλιέρου και ο αιφνιδιασμός γρήγορα μετατρέπονται σε υπομονή, καρτερικότητα και θάρρος, καθώς θυμήθηκε ότι στο τάγκο οδηγός της ντάμας είναι πάντα ο καβαλιέρος. Παίρνοντας τη χορευτική πρωτοβουλία ρωτά το όνομά της κι όταν το μαθαίνει διακόπτει τις φιγούρες και αποφασίζει να αλλάξει χορό και ρυθμό. Ένα ήρεμο βαλς με τους θεράποντες ιατρούς τον οδηγεί στο χειρουργικό τραπέζι για την ίαση του σώματος και της ψυχής. Η επιστροφή, όμως, στο σπίτι έχει απαιτήσεις. Η ανάρρωση χρειάζεται  βοήθεια. Η πανταχού παρούσα και τα πάντα πληρούσα σύζυγος κα Αμαλία, αντικαθιστά το ιατρικό βαλς με ένα οικογενειακό παρέα με τα παιδιά του, καθώς το βαλς είναι ο ήρεμος κυματισμός της καθημερινότητας που έχει ρομαντικά στοιχεία και λυρισμό. Βέβαια, αργότερα, μετά την ανάρρωση το ζεύγος προτιμά ένα τάγκο, το τάγκο της ζωής και της χαράς, διότι το τάγκο εκφράζει το πάθος, τη φλόγα της σχέσης, τη δοκιμή, την αμφιβολία, αν θέλετε. Τίποτα δεν είναι δεδομένο. Συνεχώς χρειάζεται η επιβεβαίωση και η ανανέωση της χορευτικής σχέσης. Άλλωστε, η κα Αμαλία είναι η βασίλισσα της καρδιάς του πρωταγωνιστή, συνονόματη με τη σύζυγο του βασιλιά Όθωνα.

Η είσοδος στην αφήγηση του φίλου κ. Αλέξανδρου συνοδεύεται από ένα βαλς με ζωηρό ρυθμό, καθώς οι συζητήσεις παίρνουν φωτιά από τους σπινθήρες της ιστορίας, της φιλοσοφίας της λογοτεχνίας και της τέχνης. Μην λησμονάμε ότι ο συνονόματός του Μέγας Αλέξανδρος ήταν ο στρατηλάτης,  ο οποίος διέδωσε τον ελληνικό πολιτισμό στα βάθη της Ανατολής. Πάλι όμως το λόγο έχει το τάγκο της διδασκαλίας, καθώς ο συγγραφέας-εκπαιδευτικός δεν μπορεί να ξεχάσει το πάθος της εργασίας που τον συντρόφευε τόσα πολλά χρόνια. Το ίδιο πάθος μοιράζεται και για την πόλη του, το Μεγάλο Κάστρο, το οποίο περπατά και αναπολεί. Το τάγκο εδώ ξετυλίγεται στα τείχη, στους δρόμους και στα καντούνια της παλιάς πόλης. Υπάρχουν όμως και τα πολλά ταξίδια που τον ξελογιάζουν με ένα βαλς, το οποίο έχει πολλές στροφές, προκαλώντας ζάλη και ενθουσιασμό.

Τότε μια απόκοσμη ηρεμία ξεχύνεται στο νου. Βυζαντινές ψαλμωδίες διακόπτουν τον ρου  των χορών και το όρος της σιωπής, το Άγιο Όρος, μεγαλοπρεπές και φωτεινό, μια πράξη προτείνει: προσευχή. Ο ευρωπαϊστής και βυζαντινός απόγονος, ταυτόχρονα, αναζητά τον Σωτήρα του θέτοντας ερωτηματικά.

Υπάρχει, όμως, και η λογοτεχνική ψυχή του συγγραφέα, η οποία θέλει να κοινωνήσει τη γνώση σε ψυχές κοντινές. Εδώ η ποίηση, φαντασία του νου, γίνεται ντάμα για ένα φλογερό τάγκο, το όνομά της, «Λίγο περισσότερο φως». Δεν προλαβαίνει να χορέψει μαζί της και εμφανίζονται ακόμα δυο λογοτεχνικές ντάμες, οι οποίες του συστήθηκαν ως «Όνειρο θερινής νύχτας» και «Λεύκωμα Δασκάλων Συγγραφέων». Ακόμα δυο τάγκο γέμισαν το χρόνο του. Κι ενώ νόμιζε ότι είχε τελειώσει τότε ξαφνικά εμφανίζεται η πρόσκληση για τη διάλεξη «Υπέρβαση των αντιξοοτήτων της ζωής – και έτσι… η ζωή είναι ωραία». Εδώ πείσμωσε και χόρεψε ένα λεκτικό βαλς, εναλλάσσοντας δεξιές με αριστερές στροφές, ταξιδεύοντας από τον Πλάτωνα στον Φρόιντ, τον Μπόρχες και τον Σαββόπουλο και όχι μόνο.

«Καρκατουρεύγω για να βρω τση ευτυχίας φλέγα τον κόσμο τούτο το μικρό να τονε ζήσω Μέγα!!!»

Ο ήχος της λύρας και οι μαντινάδες διέκοψαν το ταξίδι στην Ευρώπη και την Ελλάδα του παρελθόντος. Η σημερινή Κρήτη πήρε κεφάλι με ένα συρτό που έσυραν φίλοι μερακλήδες στο αυτοσχέδιο και αυθόρμητο γλέντι στο καστρινό χοροστάσι.

Κι ο θάνατος; Αυτός είναι αχόρευτος σαν τον «Καπετάν Μιχάλη» του Καζαντζάκη. Ή μήπως δεν είναι; Μα αν ήταν αχόρευτος τότε δεν θα υπήρχε ο Ζορμπάς! Γι’ αυτό ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι «Κι έτσι…η ζωή είναι ωραία», διότι είναι χορός ζωής και αισιοδοξίας παρά τα προβλήματα και τις αντιξοότητες. Δεν είναι τυχαίο ότι προς το τέλος του μυθιστορήματος ο ενενηντάχρονος παππούς, ο οποίος έφυγε πλήρης ημερών και είχε χαρεί δισέγγονα, μέσα από τον τάφο του ρωτά: «Ώστε αυτό ήταν;». Αυτό φέρνει στη μνήμη τον Ίρβιν Γιάλομ και το βιβλίο του, «Αυτό ήταν η ζωή; Τότε άλλη μια φορά!»

Εν κατακλείδι θα λέγαμε ότι ο κ. Χρήστος Κωσταντουδάκης με το παρόν μυθιστόρημα μοιράζεται με τον αναγνώστη σκέψεις και συναισθήματα, προσωπικά και πανανθρώπινα. Το πλούσιο λεξιλόγιο, η γοργή ροή των γεγονότων, ο ρεαλισμός της πλοκής, οι εύστοχοι διάλογοι σε συνάρτηση με τα πνευματικά διαμάντια των ανθρώπων της τέχνης και του πολιτισμού, δίνουν μια αισιόδοξη νότα στη ζωή του καθένα από εμάς, συνθέτοντας ταυτόχρονα ένα ενδιαφέρον έργο, το οποίο συνδυάζει την τέρψη με την ωφέλεια.

 

*Ο Αγησίλαος Κ. Αλιγιζάκης είναι ιατρός ορθοπεδικός και πολιτισμολόγος