Η σχέση της ποινικής δικαιοσύνης με την κοινωνία είναι μια σχέση πολύπλοκη και πολλές φορές αντιφατική. Εκείνο το στοιχείο που συχνά ξεχωρίζει είναι ότι το κοινωνικό ενδιαφέρον εστιάζεται περισσότερο στην ποινική δίκη παρά στην εκτέλεση της ποινής.

Το κέντρο βάρους όμως της ποινικής δίκης βρίσκεται μέσα στην αίθουσα συνεδριάσεων και εστιάζεται κυρίως στη στιγμή κατά την οποία απαγγέλλεται η απόφαση.

Την πύλη της εξόδου των φυλακών Κορυδαλλού πέρασε την προηγούμενη Πέμπτη ο Δημήτρης Λιγνάδης, μια μέρα αφότου καταδικάστηκε για τον βιασμό δύο ανηλίκων, αφού το δικαστήριο έκρινε, με οριακή πλειοψηφία 4 προς 3 πως πρέπει να παραμείνει εκτός φυλακής μέχρι την έφεση. Η απόφαση αυτή προκάλεσε σφοδρές αντιδράσεις στην κοινή γνώμη, στα κοινωνικά δίκτυα, αλλά και σε μερίδα του πολιτικού κόσμου.

Να θυμίσουμε εδώ ότι, το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο της Αθήνας, μετά από πέντε μήνες και τριάντα συνεδριάσεις, επέβαλε ποινή κάθειρξης 12 ετών κατά συγχώνευση, στον 58χρονο τέως Καλλιτεχνικό Διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου, κρίνοντάς τον ένοχο για δύο βιασμούς ανηλίκων και χωρίς να του αναγνωρίσει ελαφρυντικά.

Βιάστηκαν κάποιοι να αποδώσουν την ευθύνη της αποφυλάκισης του Λιγνάδη στο «νόμο Παρασκευόπουλου», ενώ γνωρίζουν πολύ καλά ότι αυτό είναι ψευδές. Ο ανασταλτικός χαρακτήρας υπήρχε και σε όλους τους προηγούμενους νόμους και ισχύει σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, αλλά τώρα η απόφαση ελήφθη με τον νόμο του 2010.

Η μόνη διαφορά με τον «νόμο Παρασκευόπουλου» είναι ότι, η αναστολή ήταν στην ευχέρεια των δικαστών, ενώ τώρα οι δικαστές (αφού την αποφάσισαν) ήταν υποχρεωμένοι να την εφαρμόσουν. Εκείνο όμως που εγώ αδυνατώ να κατανοήσω, είναι το σκεπτικό των δικαστών. Με την έναρξη της υπόθεσης Λιγνάδη, έκριναν ότι πρέπει να προφυλακιστεί ο κατηγορούμενος, θεωρώντας τον επικίνδυνο να τελέσει τις ίδιες αξιόποινες πράξεις.

Τώρα, αν και έχει πλέον καταδικαστεί από το δικαστήριο, οι ίδιοι δικαστές αποφάσισαν να αποφυλακιστεί, κρίνοντας προφανώς ότι δεν είναι πλέον ικανός να τελέσει ξανά βιασμούς! Ομολογώ ότι αυτήν την λογική των δικαστών αδυνατώ να την παρακολουθήσω, όπως αδυνατώ επίσης να αποδεχτώ και τον χαρακτηρισμό που τους αποδίδουν ορισμένοι, ως «το αποκούμπι των αδύνατων». Δεν ξέρω, αλλά νομίζω ότι κάποιοι μας κάνουν πλάκα!

Το τελευταίο διάστημα πέρασαν την πύλη εξόδου της φυλακής επώνυμοι ποινικοί κρατούμενοι. Πρώτα ο Κορκονέας, μετά ο Φιλιππίδης και τώρα ο Λιγνάδης. Δεν θα εκπλαγώ γι αυτούς που θα την περάσουν αύριο.

Η εικόνα μπροστά στην πύλη έφερε στο νου μου τους στίχους από το τραγούδι του Διονύση Σαββόπουλου «Δημοσθένους λέξις», που γράφτηκαν από τον δημιουργό του τραγουδιού την περίοδο της χούντας, όταν για πολιτικούς λόγους βρέθηκε μέσα στη φυλακή.

Ο τίτλος του τραγουδιού ήταν παραπλανητικός ένεκα της λογοκρισίας, αφού ουσιαστικά πρόκειται για τον επικήδειο λόγο που έβγαλε ο Δημοσθένης για τους νεκρούς Αθηναίους μετά τον πόλεμο στην Όλυνθο και την καταστροφή της Ολύνθου.

Οι στίχοι αυτοί χτύπησαν την πόρτα της μνήμης μου, όχι γιατί θυμίζουν κάτι από την σημερινή Ελλάδα, αλλά γιατί αφήνουν στο τέλος την ίδια απογοήτευση και την ίδια πικρή γεύση, από τα προδομένα οράματα της δημοκρατίας…

Οι στίχοι του Σαββόπουλου μας πάνε πολύ πίσω, στη διαμάχη ολιγαρχικών και δημοκρατικών στην αρχαία Αθήνα. Μια διαμάχη που ξεθώριασε στην περίοδο των αιώνων. Η φιλονικία ξεκίνησε από τα θριαμβευτικά χρόνια της δημοκρατίας, με δύο αντίπαλα στρατόπεδα να συγκρούονται στην αρένα της διανόησης.

Από τη μια πλευρά οι ολιγαρχικοί με τον Σωκράτη και τους μαθητές του, τον Πλάτωνα, τον Ξενοφώντα, τον Αριστοτέλη και τον Ισοκράτη, και από την άλλη πλευρά οι διανοούμενοι της δημοκρατίας, ο Αισχύλος, ο Ηρόδοτος, ο Θουκυδίδης, ο Σοφοκλής, ο Αριστοφάνης, οι Σοφιστές και ο Δημοσθένης.

Ο Δημοσθένης μάλιστα πρωταγωνίστησε στην τελευταία πράξη αυτής της διαμάχης που τέλειωσε με την συντριπτική ήττα των δημοκρατικών. Οι ολιγαρχικοί είχαν τότε έναν ισχυρό εξωτερικό σύμμαχο, τον Φίλιππο της Μακεδονίας, που υπέτασσε τη μια μετά την άλλη, τις δημοκρατικές πόλεις που τολμούσαν να του αντισταθούν, με την Όλυνθο να έχει την πλέον καταστροφική μοίρα.

Με τους ολιγαρχικούς να κερδίζουν συνεχώς έδαφος, ο αγώνας του Δημοσθένη ήταν μοναχικός και μάταιος, αφού μόνο εκείνος απέμεινε να υπερασπίζεται τις ιδέες, τις αξίες και τα ιδανικά της Πολιτείας των Αθηναίων.

Στους στίχους του Σαββόπουλου όλη αυτή η προϊστορία εμπλουτίζεται με την εμπειρία του πολιτικού κρατούμενου που φυλακίζεται στα χρόνια της δικτατορίας, για να διαπιστώσει με την αποφυλάκισή του ότι όλα αυτά για τα οποία αγωνίστηκε δεν υπάρχουν πια. Ο σπουδαίος δημιουργός ταυτίζεται και με τον Έλληνα της Μεταπολίτευσης, που νιώθει ότι τα οράματα που είχε για την δημοκρατία προδόθηκαν. Μια αίσθηση που κι εμείς σήμερα συμμεριζόμαστε όλο και περισσότερο.

Ο ιδεολόγος όμως αποφυλακισθείς, στέκεται τώρα μοναχικός και μεγαλοπρεπής μπροστά στην πύλη της φυλακής, «σαν βασιλιάς σ’ αρχαίο δράμα», και χωρίς κανέναν απολύτως να τον περιμένει, δέχεται το τέλος του με αξιοπρέπεια, υπερασπιζόμενος τις ιδέες και τα ιδανικά του.

Ο «ξεχωριστός»  αποφυλακισθείς της σύγχρονης Αθήνας, αν και καταδικασθείς για δύο βιασμούς ανηλίκων, εκλεκτό και σεβάσμιο μέλος της ιδιόμορφης και αναίσχυντης ελίτ του τόπου, με χαρακτηριστικά ταξικής συνείδησης και αλαζονείας, χωρίς να θυμίζει κατά διάνοια πολιτικό κρατούμενο, χωρίς καμία αιδώ, χωρίς αξίες, χωρίς ιδανικά, αλλά κυρίως χωρίς ιδεολογία, στέκεται μπροστά στην πύλη της φυλακής του και αντί να σιωπά – το σοφότερο που θα μπορούσε να πράξει – «κελαηδά» σαν καναρίνι που μόλις βγήκε από το κλουβί του.

Εκεί όμως έξω από τη φυλακή δεν είναι μόνος του. Τον περιμένει περίλαμπρος, περιζήτητος, ακριβοπληρωμένος υπερασπιστής της σύγχρονης Θέμιδας, με την επίδειξη, τον κυνισμό και την υλοφροσύνη (όπως θα έλεγε και ο Καρούζος), απορρίπτοντας χυδαία κάθε μορφή πνευματικότητας και προβληματισμού, που ίσως να μην γνωρίζει καν τον Δημοσθένη, αλλά με ακριβή περιβολή και πανάκριβη Porsche υποδέχεται και συνοδεύει τον προνομιούχο πελάτη του ξανά πίσω στον κόσμο της ελευθερίας. Πρόσωπα και σύμβολα μιας εποχής που βρίσκεται σε ολοκληρωτική πνευματική παρακμή.

Ο Λιγνάδης και ο κάθε Λιγνάδης δεν έπεσε από τον ουρανό. Δεν είναι άλλο ένα σύμπτωμα των καιρών. Δεν είναι το τελευταίο μίασμα του τόπου. Είναι το αποκύημα μιας σηπόμενης κοινωνίας που δεν επιθυμεί να αλλάξει. Είναι άλλο ένα «επίτευγμα» αυτού του άδικου, αρρωστημένου κόσμου των ισχυρών, στον οποίο ζούμε και τον αποδεχόμαστε.

Το εμβληματικό τραγούδι του Σαββόπουλου δεν ενέπνευσε μόνο τον τίτλο του άρθρου, αλλά και μια σπουδαία εκδοτική προσπάθεια, ένα συλλογικό έργο που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις «Εκδόσεις Γραφή», με τον τίτλο «Σαν βγω απ’ αυτή τη φυλακή», που περιλαμβάνει 50 κείμενα-διηγήματα που προκρίθηκαν σε διαγωνισμό των «Εκδόσεων Γραφή». Τον τόμο συμπληρώνουν και 12 διηγήματα τροφίμων- μαθητών του 2ου Σ.Δ.Ε. των Φυλακών Τρικάλων, οι οποίοι ονειρεύονται και γράφουν για την δική τους «έξοδο».

Το βιβλίο περιέχει πολύ συγκινητικά αποσπάσματα, γεμάτα με ευαισθησία και ανθρωπιά. Ωστόσο, το  πιο συγκλονιστικό κείμενο το διάβασα στο οπισθόφυλλο του βιβλίου και το αφιερώνω σε κάθε αποφυλακισθέντα, για τη στιγμή που στέκεται μπροστά στην πύλη της φυλακής του, είτε είναι αυτή μεταφορική, είτε πραγματική. Δεν εξαιρώ από την αφιέρωση ούτε τον Δημήτρη Λιγνάδη:

«Το πορτάκι του κλουβιού ορθάνοιχτο και το πουλί αμήχανο, διστακτικό να το διαβεί. Καθώς απομακρυνόταν γύρισε το κεφάλι και κοίταξε τα κάγκελα… αναρωτήθηκε από ποια πλευρά της φυλακής βρισκόταν τώρα. Τον Χάρο δεν τον σκιάζομαι. Να βιαστεί να με λευτερώσει από τούτη τη φυλακή προσεύχομαι…».

https://moschonas.wordpress.com