Ο κυρ Πρόδρομος αγόρασε διαμέρισμα σε πολυκατοικία στο Ηράκλειο. Και μετακόμισε με την γυναίκα του την Ζωίτσα εκεί. Τι να κάνει στο χωριό; Ερήμωσε. Τώρα μάλιστα με τους σεισμούς όλοι έφυγαν. Είχε όμως και αυτοκίνητο. Αυτοκίνητο μεγάλων διαστάσεων. Αγροτικό. Δεν χωρούσε εύκολα σε πάρκιν. Πού θα τό  ‘βαζε αυτό; Πού θα το πάρκαρε; Δεν το είχε σκεφτεί. Όμως κάποιος τόπος θα βρεθεί, σκεφτόταν. Μ’ αυτό πάντως κουβάλησε όλο σχεδόν το νοικοκυριό τους στην πόλη.

– Μεγάλη εξυπηρέτηση το αυτοκίνητο σήμερα…  μουρμούριζε.

Και όταν πια τελείωσε η μετακόμιση και ήρθαν οι δυο τους να απολαύσουν το διαμέρισμα και να κοιμηθούν στην πόλη, παρουσιάστηκε το πρώτο πρόβλημα: Πού θα παρκάρει ο Πρόδρομος το αυτοκίνητό τους. Πολλή ώρα γύριζε την νύχτα στην γειτονιά, αλλά τόπο για παρκάρισμα δεν βρήκε. Τελικά το πάρκαρε με το ζόρι σε μια γωνία μιας πολύ επικίνδυνης διασταύρωσης. Παράνομα φυσικά.

– Διάολε, τσ’ απολιμάρες σου… Όντεν είχαμε τσι γαϊδάρους, εχρειαζόμαστε στάβλους. Και  είχαμέ τους. Τώρα που έχομε αυτοκίνητα, χρειαζόμαστε θέσεις για παρκάρισμα. Ας το πάρουν χαμπάρι οι αρμόδιοι. Μέσ’ στους δρόμους παρκάρουν όλοι τα αυτοκίνητά ντος. Ίντα χάλι είναι αυτό!

Πήγαν να κοιμηθούν, αυτός και η γυναίκα του, στο διαμέρισμα. Πρώτη βραδιά. Το αντρόγυνο, στο διπλανό τους διαμέρισμα, όλη την νύχτα μαλώνανε. Είχανε και μωρό και έκλαιγε. Ήσυχο ύπνο δεν κάνανε. Και ο κυρ Πρόδρομος όλο είχε στον νου του το οφθαλμοφανώς παράνομα παρκαρισμένο αυτοκίνητό τους.

– Μη γίνει κανένα δυστύχημα και βρω τον μπελά μου, σκεφτότανε.

Την άλλη μέρα ο κυρ Πρόδρομος με την γυναίκα του την Ζωίτσα πήγανε στο χωριό με το αυτοκίνητο να φέρουν κάτι υπόλοιπα πράγματα, κυρίως μαγειρικά σκεύη, που τα χρειάζονταν στην πόλη. Όταν επέστρεψαν, στην είσοδο της πολυκατοικίας σταθμεύσανε να τα ξεφορτώσουν. Στενός ο δρόμος. Παρκαρισμένα δεξιά και αριστερά αυτοκίνητα.  Το αυτοκίνητό τους εμπόδιζε την κυκλοφορία. Οι οδηγοί, όσο αυτοί ξεφορτώνανε, περνούσαν στριμωχτά, με δυσκολία. Τους κοίταζαν άγρια και από μέσα τους τους έβριζαν.

– Ουφ! Τέλειωσε κι αυτό, αναστέναξε η κυρα- Ζωίτσα, η γυναίκα του. Πού θα παρκάρεις τώρα;

-Αυτό είναι το πρόβλημα, απάντησε ο Πρόδρομος.

Μπήκε στο αυτοκίνητο να κάνει ένα γύρο στην γειτονιά, μήπως βρει τόπο να παρκάρει.

– Πουθενά, τίποτα! απάντησε στην γυναίκα του, όταν επέστρεψε.

– Πάρκαρέ το επαέ, στη ράμπα του γείτονά μας.

– Γυναίκα, θα βρούμε τον μπελά μας.

– Ιντά ‘λλο μπορείς να κάνεις;

Το πάρκαρε και ανέβηκαν να κοιμηθούνε. Ήταν αργά. Καβγάδες πάλι στο διπλανό τους διαμέρισμα. Όλη την νύχτα.

– Μα αυτοί οι άνθρωποι δεν κοιμούνται;  απορούσε η κυρα-Ζωίτσα.

Το πρωί τους ξύπνησαν άγρια κουδουνίσματα. Τους  χτυπούσε το κουδούνι από κάτω ο γείτονας, που όλη την νύχτα μάλωνε με την γυναίκα του. Ο κυρ Πρόδρομος έβαλε βιαστικά το παντελόνι του και κατέβηκε με το φανελάκι. Έκανε κρύο. Συνάντησε εξαγριωμένο τον γείτονά του. Ήταν  υπάλληλος και βιαζόταν να βγάλει το αυτοκίνητό του να πάει στην υπηρεσία του. Είχε ήδη αργήσει.

– Ποιος σου έδωσε την άδεια να παρκάρεις  εδώ; Με ρώτησες εμένα; Αν το ξανακάνεις αυτό, του έλεγε, θα καλέσω την Τροχαία να σου κόψει πρόστιμο. Άργησα στην δουλειά μου…

– Καλά, καλά, γείτονα…

Και απευθυνόμενος προς την Ζωίτσα που έβλεπε από το μπαλκόνι φώναξε.

– Πέταξέ μου το κλειδί.

Στην βιασύνη του ξέχασε να το πάρει κατεβαίνοντας.

– Βρε, άι στο διάολο! Βγάλ’  το ρημάδι σου από εκεί…

Παρά λίγο να πιαστούν στα χέρια. Κατέβηκαν οι γυναίκες τους να τους ηρεμήσουν.

– Γυναίκα, μου φαίνεται ότι καλύτερο είναι να κοιμόμαστε τα βράδια στο χωριό, έλεγε αργότερα σκεφτικός ο Πρόδρομος στην Ζωίτσα.