Ένας μήνας περίπου έχει παρέλθει… όταν η κυρία Βασιλική Κιούλπαλη μας παρέδωσε ένα βιβλίο προκειμένου να συμβάλει στον εμπλουτισμό της Βικελαίας Δημοτικής Βιβλιοθήκης. Ο τίτλος του «Κατόπιν εορτής… ξετυλίγοντας το κουβάρι», το οποίο έγραψε η αγαπητή και σεβαστή κυρία Μαρία Πεπονάκη-Κιούλπαλη. Αφού τις ευχαριστήσω θερμά για την ευγενική τους αυτή χειρονομία θα ήθελα να αναφερθώ στο πόνημα αυτό, το περιεχόμενο του οποίου μας μεταφέρει σε άλλες εποχές, στην καθημερινή ζωή της πόλης μας, στα μαθητικά χρόνια μίας άλλης εποχής, σε διάφορα γεγονότα όπου κυριαρχούν οι έννοιες της αγάπης, της φιλίας, του σεβασμού, της αναπόλησης και της νοσταλγίας.

Η κυρία Μαρία με τον δικό της μοναδικό τρόπο μας παρουσιάζει το κλίμα εκείνων των ημερών του πολέμου. Πιο συγκεκριμένα αναφέρει: «Μα θα μπορούσε άραγε να αναφερθεί κανείς και μόνο… στην παγερή και καταθλιπτική πρώτη μέρα της κήρυξης του πολέμου… και να γυρίσει πίσω να θυμηθεί, χωρίς να τον πνίγει εφιαλτικός κόμπος στο λαιμό και… σε ολόκληρο το είναι του;».

«Η σειρήνα να ουρλιάζει ασταμάτητα! Ούου… Ούου… Ούου… και, παρόλον ότι είχαμε συνηθίσει τον οξύ και διαπεραστικό ήχο της, αφού μας καλούσε αντί της καμπάνας πρωί και απόγευμα στο σχολείο (τη δοκίμαζαν φαίνεται επειδή ο πόλεμος ήταν αναμενόμενο γεγονός), εκείνη τη φοβερή τη μέρα, ο ασταμάτητος ήχος της ανάμεσα στα κλάματα, τα τρεξίματα, τους αποχαιρετισμούς, τις οδηγίες που δίνονταν και παίρνονταν στα γρήγορα, ανέπτυσσε αισθήματα άγνωστου φόβου και εκνευρισμου΄, που μεταδίδονταν μεταξύ μας, όπως μια μεταδοτική ασθένεια.

Αν και δεν είχαμε συνειδητοποιήσει ακόμα τη φτικτή και ανατριχιαστική έννοια του πολέμου, εντούτοις κυλούσε κρύος φόβος στο αίμα μας και παγώναμε, παρόλο που η μέρα ήταν ηλιόλουστη, απ’ όσο θυμάμαι. Από τη μια άκρη έως την άλλη, βασίλευε σωστός ξεσηκωμός. Τρέχανε πάνω κάτω οι άνδρες στις μανάδες, στα αδέρφια, στους συγγενείς για αλληλοαποχαιρετισμούς.

Καυτά δάκρυα έκαιγαν όλων τα μάτια… και βαθιές μαχαιριές λάβωσαν τις καρδιές, καθότι ήταν άγνωστη η έκβαση των πραγμάτων. Ποιος θα μπορούσε να ξέρει αν θα ξαναγύριζαν ή θα χάνονταν οι αγαπημένοι τους στη λαίλαπα του πολέμου; Και οι ευχές δίνονταν με αγάπη εκατέρωθεν: «Να προσέχεις… Ο Θεός να είναι μαζί σου να σε φυλάει. Η Παναγία και ο Χριστός… να σε προστατεύουν και να σε φέρουν ξανά κοντά μας». Και η σειρήνα να ουρλιάζει…

Ούου… Ούου… Ούου!».

Mια εικόνα πολύ διαφορετική συνεχίζει να μας παρουσιάζει η κυρία Μαρία, περιγράφοντάς την. Με όσους έφευγαν να “δείχνουν” πιο ψύχραιμοι και να φαίνονται ιδιαίτερα προστατευτικοί δίνοντας τις τελευταίες οδηγίες στους δικούς τους, στις γυναίκες τους, στα παιδιά τους, στις μανάδες τους, στις οικογένειές τους γενικότερα: “Kαλή αντάμωση! Να σας βρούμε όλους καλά, όταν γυρίσουμε το καλό». Τόσο βιαστικά γίνονταν όλα, τόσο γρήγορα, αφού έπρεπε να παρουσιαστούν στη μονάδα τους την ορισμένη ώρα…

«Με διαβεβαίωσε τόσες πολλές φορές πως θα γυρίσει… που με έκανε να το πιστέψω. Αφού με κράτησε στην αγκαλιά του σφιχτά σφιχτά, μου έδωσε πολλά γλυκά φιλιά, όπως και στη μαμά μου! Χωριστήκαμε με μεγάλη δυσκολία, πόνο και δάκρυα. Κοιτάζαμε τον μπαμπά μου που απομακρυνόταν… μέχρι που μας έκανε το τελευταίο σινιάλο και χάθηκε στη στροφή του δρόμου. Έφευγε… Πήγαινε στην Αλβανία… πήγαινε στον πόλεμο!».

 

Ηράκλειο. 28η Οκτωβρίου 1940. Σύνταξη και αναχώρηση των στρατευμάτων από την πλατεία Ελευθερίας

Τέτοιες μέρες… μέρες πολέμου! Συχνές και ολοζώντανες αυτές οι σκηνές, οι εικόνες του αποχωρισμού και του αποχαιρετισμού!

Ηράκλειο, Τρίτη 29η Οκτωβρίου 1940. Μία ημέρα μετά την έναρξη του πολέμου και η καθημερινή και πολιτική εφημερίδα “Η ΔΡΑΣΙΣ” μας ενημερώνει ότι την παραμονή του πολέμου ο καιρός ήταν πολύ καλός και η κίνηση ζωηροτάτη. Οι χώροι περιπάτου και τα διάφορα κέντρα ήταν κατάμεστα κόσμου και στην πλατεία Ελευθερίας συνωστίζονταν οι άνθρωποι, ακούγοντας την φιλαρμονική του Δήμου να παιανίζει. Με την είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο εναντίον της Ιταλίας η πόλη μας εμφανιζόταν με παλμό εθνικού συναγερμού άνευ προηγουμένου.

Επίσης ύστερα από τα διαγγέλματα, τόσο του πρωθυπουργού, όσο και του Βασιλιά το Ηράκλειο καλύφθηκε από πλήθος σημαιών. Όλοι πίστευαν στη Νίκη των Ελληνικών όπλων. Συγκίνηση και θάρρος έδωσαν στους πολίτες της πόλεώς μας οι ομιλίες του Νομάρχη και του Δημάρχου. Ο δημοτικός φωτισμός εξέλειπε πλήρως και η πόλη μας συνεμμορφώθη πλήρως με τα διαταχθέντα διά την απόκρυψιν των φώτων. Οι μαθήτριες του Γυμνασίου Θηλέων Ηρακλείου επιστρέφοντας από τα μαθήματά τους που διεκόπησαν συγκροτούν μία ωραιότατη χορωδία στην πλατεία διερχόμενες, όπου οι επευφημίες και τα χειροκροτήματα είναι ομόθυμα.

Τέτοιες μέρες… που η θέση της Εθνικής άμυνας αυτή τη στιγμή είναι η Ένωση. Το σύνθημα ήταν όλοι ενωμένοι. Ένα σύνθημα που βρήκε την Ελλάδα ενωμένη και αδιαίρετη να βαδίζει προς τα σύνορα, τα δικά της σύνορα υπερασπιζόμενη, αλλά και τα σύνορα του πολιτισμού της. Σε έναν ιερό αγώνα αλλά και ασφαλή. Και όλα αυτά γιατί η δράση των Ελλήνων ήταν κοινή και ενιαία, όπως και η απόφασή τους να νικήσουν ή να πεθάνουν.